Είχε την πρώτη του επαφή με τη γλυπτική στο εργαστήρι του μαρμαρογλύπτη πατέρα του. Το 1903 γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο και για μικρό χρονικό διάστημα με τον Λάζαρο Σώχο. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα σχεδίου από τους Δημήτριο Γερανιώτη, Αλέξανδρο Καλλούδη και Γεώργιο Ιακωβίδη, ενώ παράλληλα εργαζόταν στο εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής του Ν.Μ. Περάκη. Αποφοίτησε από το Σχολείο Τεχνών το 1909 και το 1910 άνοιξε εργαστήριο στην Αθήνα. Το 1914, με υποτροφία του κληροδοτήματος Γ. Αβέρωφ, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στους Ανρί Μπουσάρ και Πωλ Λαντόφσκι. Μετά την επιστροφή του, το 1919, διορίστηκε έκτακτος καθηγητής στην τακτική έδρα πλαστικής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Πραγματοποίησε διάφορα ταξίδια, μεταξύ των οποίων στην Ολυμπία, όπου μελέτησε τα γλυπτά του ναού του Δία, και στο Παρίσι. Το 1925 επισκέφθηκε για τέταρτη φορά το Παρίσι και παρέμεινε ως το 1928. Η παραμονή του αυτή στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε πλούσια σε εκθεσιακή δραστηριότητα και ιδιαίτερα γόνιμη, καθώς ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική πρωτοπορία. Την περίοδο 1933-1934 εξέδωσε τον “20ό Αιώνα”, το πρώτο αμιγώς εικαστικό περιοδικό στην Ελλάδα. Το 1938 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο Β΄ εργαστήριο γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1960, ενώ από το 1957 ως το 1959 διετέλεσε διευθυντής. Το 1967 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείον Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο τον εξέλεξε μέλος της.

Παρουσίασε το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται εκθέσεις με την “Ομάδα Τέχνη”, το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών, το Σαλόν του Κεραμικού και το Σαλόν των Ανεξαρτήτων στο Παρίσι, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937, οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, 1938 και 1956 και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1955. Το 1959 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Αίθουσα Εκθέσεων της Αμερικανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και το 1972 στην Ελληνοαμερικανική Ένωση.

Η προσφορά του Μιχάλη Τόμπρου στη νεοελληνική γλυπτική υπήρξε σημαντική. Με την έκδοση του περιοδικού “20ός Αιώνας”, τη δημοσίευση πλήθους άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, αλλά και με τη διδασκαλία του στη Σχολή, συνέβαλε στη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στην Ελλάδα. Η καλλιτεχνική του δημιουργία χαρακτηρίζεται από ένα σαφή δυϊσμό. Παραμένοντας ανθρωποκεντρικός, δημιούργησε συνθέσεις ελεύθερες, ιδιαίτερα γυναικείες μορφές, που απηχούν κυρίως το πλαστικό ύφος του Αριστίντ Μαγιόλ, και έργα που προέρχονται από παραγγελίες, στα οποία ακολουθεί το γενικά παραδεδεγμένο ακαδημαϊκό ύφος. Από την άλλη πλευρά, η επιθυμία συμπόρευσης με τα ρεύματα της πρωτοπορίας τον οδήγησε σε διάφορους πειραματισμούς. Έτσι δημιούργησε συνθέσεις με αφαιρετικό χαρακτήρα, κυβιστικές και σουρεαλιστικές επιρροές, που αναφέρονται σε μορφές από το ζωικό και φυτικό κόσμο, αλλά και σε πλάσματα της φαντασίας ή παράξενα σχήματα.

Μοιραστείτε: