Σπούδασε αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών ζωγραφική με τον Νικηφόρο Λύτρα και γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο και συνέχισε στο εργαστήριο του Σ. Έμπερλε στο Μόναχο, καθώς και στην Ακαδημία της βαυαρικής πρωτεύουσας, όπου παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης. Επισκέφθηκε και μελέτησε τα μουσεία της Φλωρεντίας, της Ρώμης και της Νάπολης. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1900 και άνοιξε εργαστήριο, ενώ το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήριο του Κ. Κωνσταντινίδη. Το Ιανουάριο του 1912 διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και διατήρησε αυτή τη θέση ως το θάνατό του. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη διάσωση του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, καθώς το 1922, ως επικεφαλής συνεργείου του Υπουργείου Παιδείας, πήγε στην Τήνο και μετέφερε σε γύψο τα έργα της τελευταίας περιόδου του τήνιου γλύπτη. Το 1930 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται εκθέσεις του Παρνασσού και της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας, καθώς και η Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, ενώ έργα του παρουσιάστηκαν τιμητικά στην Πανελλήνια Έκθεση του 1948.

Στη μαθητεία του κοντά στον Γεώργιο Βρούτο οφείλονται τα κλασικιστικά στοιχεία του έργου του, ενώ ήδη από τις πρώτες του δημιουργίες, με την προτίμησή του στα μυθολογικά και αλληγορικά θέματα, γίνονται φανερές νεοϊδεαλιστικές και συμβολιστικές τάσεις με τις οποίες είχε έλθει σε επαφή κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο. Ωστόσο ο Θωμόπουλος δεν περιορίζεται σ’ αυτές, καθώς το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας χαρακτηρίζεται από εκλεκτικιστική διάθεση. Έτσι διακρίνονται και ρομαντικά στοιχεία, όπως η επιδίωξη της απόδοσης του πάθους ή η ρευστοποίηση των περιγραμμάτων που έχει την αφετηρία της στον Ροντέν, καθώς και ρεαλιστικά, κυρίως στις προτομές του. Η μεγαλύτερη καινοτομία του υπήρξαν τα έγχρωμα γλυπτά, τα οποία εισήγαγε περίπου από το 1900.

Μοιραστείτε: