Καταγόμενος από οικογένεια με παράδοση στη γλυπτική, πήρε τα πρώτα μαθήματα από τον πατέρα του και το θείο του, Λάζαρο Σώχο και στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών κοντά στον Γεώργιο Βρούτο. Το 1919, με υποτροφία του ελληνικού κράτους, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα διακοσμητικής. Το 1922 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1926 εξελέγη καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται εκθέσεις με τις ομάδες Τέχνη και Στάθμη, των οποίων υπήρξε μέλος, Πανελλήνιες, παρισινά Σαλόν, καθώς και οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1958 και του Σάο Πάουλο το 1955.

Ο Αντώνιος Σώχος αποδεσμεύτηκε νωρίς από τις επιταγές του κλασικισμού και διαμόρφωσε μια προσωπική πλαστική γλώσσα έχοντας ως αφετηρία την ελληνική γλυπτική της αρχαϊκής περιόδου και του αυστηρού ρυθμού, τη λαϊκή ξυλογλυπτική, αλλά και τα πρωτοποριακά ρεύματα με τα οποία ήρθε σε επαφή κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι. Με επίκεντρο πάντα την ανθρώπινη μορφή, φιλοτέχνησε συνθέσεις εμπνευσμένες από τη μυθολογία, αλλά και τους θρύλους και τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, χρησιμοποιώντας αρχικά την πέτρα και αργότερα το ξύλο και εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που του προσέφερε η ίδια η υφή του υλικού. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από αφαιρετική διάθεση και τάση για σχηματοποίηση, ισορροπία, συμμετρία, μετωπικότητα και ακινησία και αποτυπώνουν την προσωπική αντίληψη του καλλιτέχνη σε σχέση με τις ποικίλες επιρροές που δέχτηκε.

Μοιραστείτε: