Διδάχτηκε την τέχνη του μαρμάρου από τον μαρμαρογλύπτη Ελευθέριο Πανούση και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Θωμά Θωμόπουλο (1928-1933). Τη δεκαετία του 1930 εργάστηκε στα εργαστήρια του Κώστα Δημητριάδη και του Μιχάλη Τόμπρου. Το 1941 διορίστηκε μόνιμος γλύπτης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά διέκοψε για ένα διάστημα (1947-1951) για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, με υποτροφία της Γαλλικής Ακαδημίας. Στη γαλλική πρωτεύουσα φοίτησε στην Ακαδημία Ζυλιάν και στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Μαρσέλ Ζιμόν, Αλφρέ Ζανιό και Ανρί Ντροπσί. Το 1974 ίδρυσε στον τόπο καταγωγής του, στην Πάρο, ιδιωτική σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδασκε δωρεάν σε παιδιά. Το 1972 του απονεμήθηκε το Α΄ Εθνικό Βραβείο Εικαστικών Τεχνών και το 1991 το Αριστείο Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε με συμμετοχή στις εκθέσεις του σωματείου “Ελεύθεροι Καλλιτέχναι” το 1935 και το 1936. Παρουσίασε το έργο του σε Πανελλήνιες εκθέσεις, στο Φθινοπωρινό Σαλόν και το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών στο Παρίσι το 1948 και το 1949, καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1936 και το 1956 και της Αλεξάνδρειας το 1955. Έλαβε επίσης μέρος σε διεθνείς εκθέσεις μεταλλίων, ενώ αναδρομική παρουσίαση του έργου του πραγματοποιήθηκε το 1994 στη Γκαλερί Αργώ.

Η καθημερινή επαφή του με την αρχαία ελληνική γλυπτική αλλά και η γνωριμία του με το έργο του Αριστίντ Μαγιόλ υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωση της πλαστικής γλώσσας του Νίκου Περαντινού. Οι συνθέσεις των νεανικών του χρόνων και ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 χαρακτηρίζονται από πλαστικότητα, ενότητα των επιπέδων, καθαρότητα των μορφών, συγκέντρωση στο ουσιώδες και μνημειακή διάθεση. Στην πορεία, αν και διατήρησε την τεχνική αρτιότητα, περιορίστηκε σε συμβατικές πλαστικές λύσεις ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Εκτός από ελεύθερες συνθέσεις φιλοτέχνησε επίσης προτομές, ηρώα και άλλα μνημεία, ανάγλυφα, μετάλλια και νομίσματα.

Μοιραστείτε: