Γιος του ζωγράφου Ζαν Λινάρ (Jean Linard) που έζησε και δούλεψε στην περιοχή της Troyes, φαίνεται ότι διδάχτηκε τη ζωγραφική μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ δεν έχουμε πληροφορίες για την μετέπειτα εκπαίδευσή του και για τις επαφές του με την ολλανδική σχολή στην οποία εκείνη την εποχή ανθούσε η «νεκρή φύση» ως ανεξάρτητο είδος. Από το 1625 μέχρι το τέλος της ζωής του έζησε στο Παρίσι, κατ’ αρχήν στην Ile de la Cite, όπου δούλευαν πολλοί ζωγράφοι, και στη συνέχεια στη συνοικία Saint-Nicolas-des-Champs. Γρήγορα καταξιώθηκε ως καλλιτέχνης και δεχόταν παραγγελίες από την ανώτερη τάξη όπως την οικογένεια Richelieu ενώ το 1631 χρίστηκε αυλικός ζωγράφος του βασιλιά (Λουδοβίκου 13ου).

Ο τόπος καταγωγής του τον εξοικείωσε με τα τοπία και το όραμα του Σεζάν. Η επιθυμία του να ζωγραφίσει τον οδήγησε στο Παρίσι, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε με πολύ δύσκολες συνθήκες. Συνδέθηκε φιλικά με τους Ταλκότ (Tal-Coat) και Φρανσίς Γκρυμπέρ (Francis Gruber). Έμεινε για επτά περίπου μήνες στην περιοχή Biskra στο νότιο Αλγέρι και το 1935 πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι στη Βιέννη, τη Βαρσοβία και τη Μόσχα. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε για ένα διάστημα στη γενέτειρά του και εργάσθηκε στη Βρετάνη. Το 1969 επισκέφτηκε το Μεξικό.

Εξέθεσε για πρώτη φορά στο Παρίσι στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1932 και στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων την επόμενη χρονιά. Μέχρι τον πόλεμο το 1939 θα εκθέτει πολύ συχνά με την ομάδα «Νέες Δυνάμεις» («Forces Nouvelles»), χωρίς όμως να αποτελεί μέλος της. Εκείνη την περίοδο ξεκινά να ζωγραφίζει τελάρα μεγάλων διαστάσεων. Το 1937 κέρδισε το βραβείο Πωλ-Γκιγιώμ (Paul-Guillaume) που του εξασφάλισε οικονομική άνεση, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Του έχουν αφιερωθεί πολλές αναδρομικές εκθέσεις στο Τόκιο, την Οσάκα, το Λονδίνο, τη Βενετία, το Σάο Πάολο και το Μεξικό.

Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, τον σχεδιασμό ταπισερί αλλά και την εικονογράφηση βιβλίων σύγχρονων συγγραφέων.

Στο διάστημα 1933 και 1937 δημιούργησε μία σειρά σχεδίων που απεικονίζουν πρόσωπα με το βλέμμα χαμένο στο κενό. Αργότερα με συντροφιά τον Γκρυμπέρ απομακρύνθηκε από την ομάδα και απομονώθηκε στα δάση της πατρίδας του. Το αποτέλεσμα ήταν πίνακες μικρών διαστάσεων ενδεικτικοί ενός ύφους που θα επηρεάσει τους καλλιτέχνες της γενιάς του. Στη διάρκεια του πολέμου θα γράψει ότι «η εικόνα που έχει για τον κόσμο μεταφράζεται με ιδιαίτερη βιαιότητα, τόσο στη φόρμα των πραγμάτων όσο και στην χρωματιστή όρασή του.» Η φράση του θα υλοποιηθεί στις νεκρές φύσεις αυτής της περιόδου, όπου τα αντικείμενα απεικονίζονται επίπεδα και εξαιρετικά έντονα χρωματισμένα και θα ονομασθούν γιαπωνέζικες. Οι νεκρές φύσεις προετοιμάζουν τις μεγάλες συνθέσεις των «Αρλεζιανών» και των «Λουόμενων», έργα που θα συγκεντρώσουν όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων χρόνων. Στην ίδια εποχή ανήκει μια σειρά τοπίων μικρών διαστάσεων από την γενέτειρά του με χαρακτηριστικό τους το πράσινο βίαιο φως και τον έντονα κόκκινο ουρανό που κυριαρχεί στην εικόνα.

Από το 1948 απομονώνεται και ζει στη Βουργουνδία και την Προβηγκία. Στο έργο του εμφανίζεται μία γραφή ελλειπτική γεμάτη σύμβολα που συγγενεύουν με τα ιερογλυφικά. Θα ακολουθήσει μία σειρά έργων που εμπνέεται από τις ακτές του Ατλαντικού. Το 1960 το ταξίδι του στο Μεξικό εμπλουτίζει το έργο του με νέα θεματογραφία και χρωματική γκάμα.

Ξεκίνησε τις σπουδές του σε ηλικία δεκαπέντε ετών στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών όπου συνάντησε τον Ματίς και συνδέθηκε με βαθιά φιλία μέχρι το τέλος της ζωής του και μαζί θα συνεχίσουν στη Σχολή Καλών Τεχνών στο εργαστήριο του Γκυστάβ Μορώ (Gustave Moreau). Μετά τον θάνατο του δασκάλου του εγκαταλείπει τη Σχολή Καλών Τεχνών και συνεχίζει μαζί με τον Ματίς πάντα σε μία ελεύθερη ακαδημία. Μαζί με τον Καμουέν (Camoin) ζωγραφίζουν σκηνές του δρόμου.

Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1907.

Αν και εξέθεσε στο Σαλόνι του Φθινοπώρου στην αίθουσα των φωβιστών το 1905, ουδέποτε το χρώμα του υπήρξε τόσο έντονο και φωτεινό όσο των υπολοίπων. Ωστόσο η φιλία που τον έδενε με τους τρεις πιο σημαντικούς αυτής της τάσης τον Ματίς, τον Ντυφύ και τον Μανγκέν (Manguin), τον έκανε γενναίο υπερασπιστή του κινήματος που στην αρχή προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Η παραδοσιακή προοπτική στο έργο του είναι πολύ πιο εμφανής απ’ ότι των υπολοίπων και αν το χρώμα είναι συχνά έντονο, δεν είναι ποτέ αυθαίρετο. Όπως και ο Ντυφύ επιλέγει θέματα που χαρακτηρίζονται από έντονα χρώματα.

Τα πρώτα χρόνια το χρώμα τοποθετείται με αφθονία πάνω στο τελάρο και η πινελιά είναι εμφανής ενώ αργότερα τα έργα του θα γίνουν λεία και λεπτοδουλεμένα.

Το μεγαλύτερο τμήμα του έργου του καταλαμβάνει αποκλειστικά το γαλλικό τοπίο. Από το 1920 ταξιδεύει στην Αλγερία για να μπορέσει να συνεχίσει να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο. Από τη χρονιά αυτή και κατόπιν ξεκινά μία μεγάλη περίοδος ταξιδιών αν και θα επιστρέφει κάθε χρόνο για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο Παρίσι και την Αλγερία. Ταξίδεψε στην Τυνησία, Νορβηγία, Αίγυπτο, Ισπανία, Ρουμανία, Σοβιετική Ένωση, Μαρόκο, Ιταλία, Ελβετία, Ολλανδία, Σουηδία.

Από όλες τις χώρες που επισκέφθηκε εμπνεύστηκε τοπία που όλα αποπνέουν την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας. Το ιδιαίτερο φως κάθε τόπου και ο χρωματισμός που παίρνει το τοπίο εξαιτίας του είναι εμφανή σε κάθε έργο του.

Συνδέθηκε με φιλία με τον συγγραφέα Σαρλ Λουί Φιλίπ (Charles Louis Philippe).

Ο Τσέκο ντελ Καραβάτζο (το Τσέκο είναι σύντμηση του Φραντσέσκο) δούλεψε στην Ιταλία το πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Ο Mancini στο “Considerazioni sulla Pittura”, π. 1620, αναφέρει κάποιο Φραντσέσκο επονομαζόμενο ντελ Καραβάτζο ως θαυμαστή και μιμητή του Καραβάτζο. Όπως φαίνεται λόγω της μεγάλης εκτίμησης που έτρεφε για τον λομβαρδό ζωγράφο ή και της ικανότητας του να τον μιμείται πήρε το ψευδώνυμο ντελ Καραβάτζο.

Γεννήθηκε το 1919 στην Πολωνία και το 1938 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του ως Μηχανικός. Με την έναρξη του πολέμου το 1939 στρατολογήθηκε στη λεγεώνα των ξένων και εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν. Εργάσθηκε ως μηχανικός σε ένα γκαράζ και παρακολούθησε τα κυριακάτικα μαθήματα γλυπτικής στην Σχολή Καλών Τεχνών. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκινά το 1943. Συνεργάστηκε με τον χαράκτη Joseph Hecht. Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1949. Κέρδισε πολλές διακρίσεις και το 1960 προσκλήθηκε στη Μπιενάλε της Βενετίας. Είναι γνωστός για τις εικονογραφήσεις λογοτεχνικών και ποιητικών εκδόσεων. Χάραξε τριάντα περίπου μετάλλια για το Νομισματοκοπείο του Παρισιού. Ασχολήθηκε επίσης με τη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων και το σχεδιασμό ταπισερί.

Σε ηλικία δώδεκα ετών μαθήτευσε σε ένα ξυλογλύπτη-διακοσμητή και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα διακοσμητικής γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μελέτησε τα έργα των Ντιντερό (Diderot), Ντελακρουά (Delacroix) και Μπωντλαίρ (Baudelaire). Ασχολήθηκε με την τέχνη των ιμπρεσιονιστών και το έργο του Γκωγκέν (Gauguin). Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1907 και από το 1922 δίδαξε στην ακαδημία που ίδρυσε ο ίδιος, δημοσίευσε πολλά άρθρα, εξέδωσε βιβλία γύρω σχετικά με τη θεωρία και την πράξη στη ζωγραφική. Από το 1918 έως το 1940 κρατούσε την καλλιτεχνική στήλη της «Nouvelle Revue Francaise».

Συμμετείχε στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων από το 1906, αλλά η πρώτη παρουσίαση έργων του έγινε στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1907. Τα περισσότερα από αυτά ήταν τοπία με νευρώδεις πινελιές, εξαιρετικά φωτεινά χρώματα, έντονες επιδράσεις από τον φωβισμό και το έργο του Σεζάν.

Πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεση το 1910.
Κατόρθωσε να εξασφαλίσει μία υποτροφία για μη ακαδημαϊκούς ζωγράφους στη Villa Medicis Libre στην Orgeville. Εκεί συνάντησε τον Ραούλ Ντυφύ. Την άνοιξη του 1911 τα έργα του εκτέθηκαν στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων στην περίφημη αίθουσα 41 μαζί με αυτά των Αρσιπένκο (Archipenko), Γκακύ (Gaky), Ντυσάν (Duchamp), Ντυσαν-Βιγιόν (Duchamp-Villon), Γλέζ (Gleizes), Λε Φωκονιέ (Le Fauconier), Μετζιγκέρ (Metzinger), Πικάμπια (Picabia), Ζακ Βιγιόν (Jacques Villon), που αποτελέσαν την πρώτη ομάδα των κυβιστών. Το έργο του συγγενεύει με αυτό των Ντελωνέ (Delaunay), (Λα Φρεσναί) La Fresnaye.

Συμμετείχε επίσης στην έκθεση της ομάδας «Section d’ or» το 1912.

Το 1943 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το σύνολο του έργου στην πόλη του και το 1958 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας τέχνης της πόλης του Παρισιού.

Υπήρξε επίσης εικονογράφος βιβλίων και πραγματοποίησε μεγάλες διακοσμητικές συνθέσεις σε δημόσια κτίρια στο Μπορντώ.

Ο θεωρητικός Ζαν Κασού (Jean Cassou) υποστήριξε ότι τα γραπτά του γύρω από τη ζωγραφική αποτελούν ένα από τα μνημεία της γαλλικής σκέψης. Χαρακτηρίστηκε «ακαδημαϊκός του κυβισμού».