Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, στο Παρίσι, απ’ όπου αποφοίτησε με Licence φιλοσοφίας και Licence και Maitrise κινηματογράφου και οπτιακουστικών μέσων (τμήμα Κινηματογράφου και Καλών Τεχνών). Από το 1972 ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Στο έργο του αντιμετωπίζει μεγάλα ερωτηματικά και επαναπροσδιορίζει τις έννοιες ατομικότητα-συλλογικότητα, ιδιωτικός και δημόσιος χώρος, ορατό-μή ορατό. Από το 1989 ο κεραυνός κατέχει πρωταρχική θέση στο έργο του.

Γάλλος ζωγράφος. Το 1902 συνδέεται με το κίνημα των Fauves. Με αδρά περιγράμματα και σκοτεινά χρώματα επιδίδεται σε θρησκευτικά αλλά και λαϊκά θέματα, όπως είναι οι ακροβάτες και οι άνθρωποι του υπόκοσμου. Η χαρακτική σειρά του “Miserere” είναι από τα σημαντικότερα έργα της εποχής μας.

Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Νωρίς, το 1798 ονομάστηκε ζωγράφος της αυλής της Μαδρίτης. Κοντά στην σπινθιροβόλο, ανέμελη και χαριτωμένη, την ανοιχτή και ποικιλόχρωμη ζωγραφική του, ο Goya έδωσε και μιαν άλλη όψη του κόσμου με την κακία, την ποταπότητα, την ψυχική αθλιότητα, αλλά και τη δαιμονική φαντασία με την ανάλογη βέβαια πνευματική υποδομή, έτσι ώστε να θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες-χαράκτες.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1942-1947) με δασκάλους τους Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο. Δούλεψε επίσης στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη.

Έχει πραγματοποιήσει ατομικές παρουσιάσεις του έργου της στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, εκθέσεις της ομάδας “Αρμός” (1949, 1950), της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1965.

Από το ξεκίνημα της δημιουργικής της πορείας και ως το 1960 περίπου το έργο της Ναταλίας Μελά ακολουθεί παραδοσιακές τάσεις, καθώς, στο μεγαλύτερο μέρος του, περιλαμβάνει παραγγελίες και προτομές, δουλεμένες σε μάρμαρο ή πέτρα. Από το 1960 περίπου και εξής δουλεύει περισσότερο το μέταλλο, οι ιδιότητες του οποίου παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας αισθητικής της. Στοιχεία της αφαίρεσης γίνονται τώρα πολύ συχνά στο έργο της, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει εντελώς την παράσταση του φυσικού αντικειμένου. Αντλεί τα θέματά της από το φυσικό και ζωικό κόσμο και τη μυθολογία. Ιδιαίτερα στο μοτίβο του ζώου βρίσκει το κατάλληλο έδαφος για να αποδώσει όλη τη δύναμη και τη ζωτικότητα της φύσης.

Γόνος βενετσιάνικης οικογένειας και μαθητής του Παντοβανίνο (Padovanino) (1588-1649), ο ζωγράφος, αντλούσε την έμπνευσή του από τον Τιτσιάνο και την χρωματική τέχνη των μεγάλων βενετών ζωγράφων του 16ου αιώνα. Δεξιοτέχνης και εξαιρετικός μιμητής των Τιτσιάνο, Τζιορτζιόνε (Giorgione) και Πάλμα Βέκκιο (Palma Vecchio), ο ντέλλα Βέκκια, είχε αφεθεί και στις επιδράσεις του Καραβάτζο (Caravaggio) καταφεύγοντας συχνά σε ένα πολύ βίαιο chiaroscuro.

Γιος και μαθητής του ζωγράφου Γιόχαν Ούλτριχ Λοτ (Johann Ultrich Loth), ο Γίοχαν Κάρλ (Johann Carl) έφυγε για τη Ρώμη μετά το 1653. Το 1656 εγκαταστάθηκε στην Βενετία όπου έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Μαζί με τους Giovanni Battista Langetti (Τζιοβάνι Μπατίστα Λαντζέτι, 1635-1676), Αντόνιο Τζάνκι (Antonio Zanchi, 1631-1722) ονομάστηκαν tenebrosi λόγω της τεχνοτροπίας τους, η οποία απέρρεε από την επίδραση των έργων του Καραβάτζιο, και χαρακτηριζόταν από τα σκούρα χρώματα και την έντονη αντίθεση φωτός και σκότους. Ο Λοτ (Loth) ασχολήθηκε με απεικονίσεις αλταρίων σε εκκλησίες, με σκηνές από την Παλαιά κυρίως Διαθήκη, καθώς και με μυθολογικά και ιστορικά θέματα. Κύριο χαρακτηριστικό των έργων του είναι η κυριαρχία της γυμνής μορφής, στη δε αντρική είναι εμφανής η προσπάθεια απόδοσης της μυολογίας του σώματος που γίνεται ακόμα πιο έντονη με την χρήση των φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών. Λόγω της δεξιοτεχνίας που τον χαρακτήριζε και της απήχησης που είχαν τα έργα του στο κοινό της εποχής, δημιούργησε στην Βενετία ένα πραγματικό «εργοστάσιο παραγωγής πινάκων» ενώ είχε πολλές παραγγελίες από βασιλείς και πρεσβευτές καθώς και για διακοσμητικά σύνολα εκκλησιών.

Σπούδασε αρχικά γραφικές τέχνες και στη συνέχεια ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1982-1987) κοντά στον Δημήτρη Μυταρά.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1987 με τη συμμετοχή του στη Μπιενάλε Νέων της Μεσογείου. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι εκθέσεις “Germinations” στο Άαχεν το 1991, “Το Δέντρο” στην Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο το 1993 και “Αγγελιαφόροι του Θεού” (Mesaggeri degli Dei) στο Palazzo delle Esposizioni στη Ρώμη το 1996.

Δημιουργός κυρίως κατασκευών, ο Παντελής Χανδρής ενδιαφέρεται για την απόδοση εννοιών και, χρησιμοποιώντας φυσικά υλικά, αλλά και γύψο, χαρτί, χρώματα, μέταλλα και πολυεστέρα, δημιουργεί συνθέσεις όπου κυριαρχούν οι αντιπαραθέσεις κάθε είδους, οι ονειρικές και περίπλοκες εικόνες, ενώ είναι έντονο το στοιχείο του συμβολισμού και της αλληγορίας.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1979 – 1984). Δίδαξε ζωγραφική στο παιδικό τμήμα του Εργαστηρίου Τέχνης στη Χαλκίδα (1985 – 1990) και στο εργαστήριο του Δημοσθένη Κοκκινίδη στη Σχολή Καλών Τεχνών (1987 – 1994). Από το 1979 παρουσιάζει έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1992 ήταν υποψήφιος για το βραβείο της UNESCO και το 1994 τιμήθηκε με έπαινο στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας για το έργο του “Ο οικιστής”.

Καλλιτέχνης που υπερβαίνει τη ζωγραφική του τελάρου, ο Μανουσάκης δημιουργεί εικαστικά σύνολα, εγκαταστάσεις και περιβάλλοντα, όπου η παράσταση συλλαμβάνεται “εννοιακά” και αποδίδεται συχνά με τη χρήση ενός κωδικοποιημένου συμβολικού λεξιλογίου.