Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Το 1959 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έμεινε και εργάστηκε ως το θάνατό του. Ξεκινώντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα από την Πανελλήνια του 1939, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ το 1959 έλαβε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Από τους εισηγητές της αφαίρεσης στην Έλλάδα, απομακρύνθηκε προοδευτικά από την παραστατική απόδοση και προχωρησε στον Χειρονομιακό Εξπρεσιονισμό. Αργότερα άρχισε να δημιουργεί ανάγλυφες γεωμετρικές συνθέσεις, ενώ στη συνέχεια, διατηρώντας την ανάγλυφη υφή στα έργα του, ακολούθησε τα διδάγματα της Οπ Αρτ, συνδυάζοντάς τα με στοιχεία της προκολομβιανής τέχνης της Αμερικής.

Υπό την, κατά συνθήκη, προσωνυμία του Ζωγράφου της Σταύρωσης του Πέζαρο, ο Miklos Boskovits ( στο M. Laclotte- E. Mognetti, Inventaire des collections publiques francaise. Avignon, Musee du Petit Palais. Peinture Italienne, Paris 1987, σ. 138) συγκέντρωσε έναν μικρό αριθμό έργων ενός μαθητή του Λορέτζο Βενετσάνο (Lorenzo Veneziano) του οποίου το όνομα αγνοείται. Το έργο του «άγνωστου» αυτού καλλιτέχνη χαρακτηρίζεται από μια συνεχή αναζήτηση εκφραστικών εντυπώσεων και από ένα είδος εκκεντρικού πριβιτιμισμού που συντείνουν στο να πεισθεί κανείς πως επρόκειτο για ζωγράφο του οποίου η παραγωγή προοριζόταν όχι τόσο για την ίδια την Βενετία αλλά για τα περιφερειακά εδάφη της Γαληνοτάτης. Το επώνυμο έργο της προσωπικότητας αυτής είναι ένας Σταυρός ζωγραφισμένος γύρω στα 1400 που βρίσκεται στο Επισκοπικό Μέγαρο του Πέζαρο (Minardi 1998, σ. 226-227) και χαρακτηρίζεται από ένα ύφος τραχύ και τολμηρό.

Ο Τζανίνο ντι Πιέτρο υπήρξε ένας από τους γνωστότερους ζωγράφους της Βενετίας το πρώτο τέταρτο του 15ου αιώνα. Από το 1389 μέχρι το 1406 εργάζεται στη Μπολώνια ενώ στη συνέχεια, μέχρι το θάνατό του περίπου το 1448, ζει και εργάζεται στη Βενετία. Σύγχυση επικρατεί ως προς την ταυτότητα του λόγω της στενής σχέσης του ζωγραφικού του ιδιώματος με αυτό του γαλλικής καταγωγής Τζιοβάνι ντι Πιέτρο Σαρλιέ (Giovanni di Pietro Charlier) επονομαζόμενου Τζιοβάνι ντι Φράντσια (Giovanni di Francia) ενώ το γαλλικό λεξικό Benezit και το γερμανικό Thieme-Becker τον αναφέρουν και ως Τζιοβανίνο ντι Πιέτρο ντα Βενέζια (Giovannino di Pietro da Venezia). Η Serena Padovani, βασιζόμενη σε μια παρατήρηση του F. Zeri (Aggiunte a Zanino di Pietro, Paragone, 1962) προτείνει την ταύτιση του Τζανίνο ντι Πιέτρο με τον Τζιοβάνι ντι Φράντσια (Una nuova proposta per Zanino di Pietro, Paragone, Anno XXXVI, gennaio-maggio 1985, σ. 73-80) κάτι που έγινε αποδεκτό από τους περισσότερους μελετητές.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΥΤΑΛΗΣ Ιστέρνια Τήνου 1830-Αθήνα 1880

ΛΑΖΑΡΟΣ ΦΥΤΑΛΗΣ Ιστέρνια Τήνου 1831-Αθήνα 1909

Τα δύο από τα πέντε αδέλφια μιας μεγάλης καλλιτεχνικής οικογένειας, γράφτηκαν στο Σχολείο των Τεχνών το 1846, και σπούδασαν γλυπτική κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ. Μαθητές ακόμα φιλοτέχνησαν από κοινού έργα σε διάφορες περιοχές. Το 1856 έλαβαν μέρος στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και μοιράστηκαν το μεγάλο βραβείο των χιλίων δραχμών για το έργο “Ποιμήν κρατών ερίφιον”. Το 1858 άνοιξαν εργαστήριο, το “Ανδριαντοποιείον”, το οποίο αποτέλεσε σχολείο για πολλούς από τους γλύπτες της επόμενης γενιάς.

Ο Γεώργιος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1857. Το ίδιο έτος συμμετείχε για δεύτερη φορά στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και κέρδισε το βραβείο των χιλίων δραχμών. Το επόμενο έτος διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση ως το 1868, όταν τον αντικατέστησε ο Λεωνίδας Δρόσης. Το 1860 ανακηρύχθηκε μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Συνεργάστηκε στενά με τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, καθώς, είτε μόνος του είτε με τον αδελφό του Λάζαρο, εξετέλεσε πολλά από τα γλυπτά που ο Καυταντζόγλου σχεδίασε.

Ο Λάζαρος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1851 και λίγα χρόνια αργότερα πήγε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε κοντά στο γάλλο γλύπτη Σαρλ Κορντιέ. Το 1857 έλαβε μέρος στον διεθνή διαγωνισμό για το μνημείο του Wellington που θα στηνόταν στο Λονδίνο. Το 1879 συμμετείχε στην ανασκαφή που έφερε στο φως τον Λέοντα της Χαιρώνειας και στην συνέχεια υπέβαλε σχέδιο για την αναστήλωσή του το οποίο δεν έγινε δεκτό. Το διάστημα 1902-1904 ωστόσο, και με πρωτοβουλία του Λάζαρου Σώχου, ο Λάζαρος Φυτάλης συμμετείχε στην αποκατάσταση του μνημείου, ενώ το 1884 ανέλαβε τη συμπλήρωση του Ταύρου του Κεραμεικού.

Η κοινή εκθεσιακή δραστηριότητα των αδελφών Φυτάλη περιλαμβάνει συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έλαβαν μέρος στην Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου το 1851 και 1862, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855 και το 1857 (μόνο ο Λάζαρος), καθώς και στα Ολύμπια του 1859, όπου τιμήθηκαν με το α΄ βραβείο, και του 1870, όπου απέσπασαν έπαινο ως εισαγωγείς μαρμάρου.

Με σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και επαφή με την ευρωπαϊκή γλυπτική, οι αδελφοί Φυτάλη είχαν στη διάθεσή τους ένα ευρύ φάσμα προτύπων, στο οποίο βασίστηκαν για να δημιουργήσουν συνθέσεις με μυθολογικά, αλληγορικά και ηθογραφικά θέματα, επιτύμβια μνημεία, ανδριάντες και προτομές. Τα έργα που προήλθαν από το εργαστήριό τους χαρακτηρίζονται από προσήλωση στα ιδεώδη του κλασικισμού, ιδεαλιστικές και εξιδανικευτικές διατυπώσεις και ταυτόχρονη υιοθέτηση στοιχείων του ρεαλισμού. Τα τελευταία είναι περισσότερο συχνά στις συνθέσεις του Γεωργίου Φυτάλη, οι οποίες διακρίνονται ακόμη για την πλαστικότητα, την ισορροπία των όγκων και γενικά για την αποφυγή της κλασικιστικής ψυχρότητας, ενώ αντίθετα στο έργο του Λάζαρου υπερισχύουν τα ιδεαλιστικά στοιχεία και η σχεδιαστική ακρίβεια.

Σπούδασε καλές τέχνες και αρχιτεκτονική στο Μιλάνο. Από το 1954 μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Λονδίνου και Φλωρεντίας. Έχει επίσης ζήσει στην Κύπρο και στην Ελλάδα.

Η πρώτη παρουσίαση του έργου του πραγματοποιήθηκε το 1959 στη Leicester Galleries και ακολούθησαν πολυάριθμες ατομικές εκθέσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Έχει λάβει επίσης μέρος και σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων στο εξωτερικό, ενώ το 1976 εκπροσώπησε την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας μαζί με την Αγλαΐα Λυμπεράκη.

Η ενασχόληση του Μιχάλη Μιχαηλίδη με τις καλές τέχνες εντοπίστηκε αρχικά και σε νεαρή ηλικία στη ζωγραφική, με αντικείμενο τον άνθρωπο και σκηνές της καθημερινής ζωής. Από το 1959 περίπου στράφηκε σε αφηρημένες συνθέσεις γεωμετρικών σχημάτων, στις οποίες μελετά τις ρυθμικές εναλλαγές του φωτός. Από το 1964 αρχίζει η εντατική ενασχόλησή του με ανάγλυφες ή ολόγλυφες συνθέσεις βασισμένες σε γεωμετρικά σχήματα. Χρησιμοποιώντας καμβά τον οποίο στερεώνει επάνω σε ξύλινα τελάρα, δημιουργεί ποικίλες κατασκευές, επιδιώκοντας πάντα να αναδείξει τις συνθέσεις του εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες του φωτός.

Σπούδασε σχέδιο με τον Τάσο Ρήγα και ζωγραφική με τον Δημοσθένη Κοκκινίδη στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1978-1983). Στη συνέχεια (1983-1984), παρακολούθησε το Advanced Course στο St Martin’s School of Art, με καθηγητές τους Σάιμον Μάρσντεν και Τζένιφερ Ντυράν.

Έχει παρουσιάσει το έργο της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στις οποίες συγκαταλέγονται εκθέσεις στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, καθώς και στο Σπίτι της Κύπρου.

Στο πολυδιάστατο καλλιτεχνικό της έργο, όπου συνδυάζονται αρμονικά η γλυπτική, η ζωγραφική και τα περιβάλλοντα, κυριαρχεί μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι, της ουσίας και του περιβλήματος. Οι ανθρώπινες μορφές και τα έντονα χρωματισμένα “γλυπτά κουτιά” της, από ξύλο, χαρτί, υφάσματα, στοχεύουν στη δημιουργία μιας ποιητικής ατμόσφαιρας.

Προερχόμενος από οικογένεια με παράδοση στη γλυπτική, πήρε τα πρώτα μαθήματα από τον πατέρα του. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου (1819-1822) κοντά στον Άλμπρεχτ Άνταμ, αρχικά ζωγραφική, ενώ στη συνέχεια στράφηκε στη γλυπτική. Η πρώτη επίσημη παραγγελία που πήρε το 1824 από τον αυτοκράτορα Ιωσήφ Μαξιμιλιανό Ι ήταν η αρχή μιας σημαντικής πορείας ως αυλικού γλύπτη του βασιλιά Λουδοβίκου Ι της Βαυαρίας. Τα ταξίδια που πραγματοποίησε στη Ρώμη τα διαστήματα 1826-1827 και 1832-1834 τον έφεραν σε επαφή με τον τρόπο δουλειάς και οργάνωσης των εργαστηρίων των εκεί καλλιτεχνών, και κυρίως του Μπέρτελ Τόρβαλντσεν, με αποτέλεσμα να οργανώσει με τον ίδιο τρόπο ένα εργαστήριο που απασχολούσε πολλούς βοηθούς. Το 1835 διορίστηκε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Ξεκινώντας από έναν αυστηρό νεοκλασικισμό, προσπάθησε να δώσει στη γλυπτική του έναν ρομαντικό χαρακτήρα, που πηγάζει από τη νοσταλγία του για την μεσαιωνική τέχνη. Οι δημιουργίες του, αποτέλεσμα κυρίως παραγγελιών της βασιλικής οικογένειας για τη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων της βαυαρικής πρωτεύουσας, περιλαμβάνουν ανάγλυφα, ανδριάντες και προτομές προσωπικοτήτων της εποχής, διακοσμητικές και ελεύθερες συνθέσεις, καθώς και σημαντικό αριθμό μνημείων τόσο στη Γερμανία όσο και σε άλλες χώρες.

Σε ηλικία οκτώ ετών γράφεται στο Arts and Crafts School της Βαλένθια, όπου παίρνει τα πρώτα μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. To 1968 γράφεται στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαλένθια, όπου φοιτά ως το 1969. Το διάστημα 1969-1974 σπουδάζει αρχιτεκτονική στην “Escuela Tecnica Superior de Arquitectura de Valencia” και στη συνέχεια πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές Πολεοδομίας. Κατόπιν πηγαίνει στη Ζυρίχη, όπου παίρνει πτυχίο Πολιτικού Μηχανικού από το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας (ETH) (1975-1979). Ακολουθεί η απόκτηση του διδακτορικού του διπλώματος στις Τεχνικές Επιστήμες του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του ETH (1979-1981). Το 1981 ανοίγει στη Ζυρίχη το πρώτο του γραφείο. Το 1989 αποκτά επίσης γραφείο στο Παρίσι και το 1991 στη Βαλένθια.

Μέχρι σήμερα έχει τιμηθεί με μεγάλο αριθμό βραβείων και μεταλλίων, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται το Καλλιτεχνικό Βραβείο της Πόλης της Βαρκελώνης για τη Γέφυρα Bach-de-Roda το 1988, το Αργυρό Μετάλλιο Έρευνας και Τεχνικής της Fondation Academie d’Architecture το 1970, το Χρυσό Μετάλλιο του Institute of Structural Engineers του Λονδίνου το 1992, το Χρυσό Μετάλλιο για διάκριση στις Καλές Τέχνες από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας το 1996, καθώς και το Βραβείο Exitos 2000 για το Μουσείο Επιστημών της Βαλένθια το 2001. Έχει αναγορευθεί διδάκτωρ σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και είναι μέλος πολυάριθμων ιδρυμάτων, όπως της Διεθνούς Ακαδημίας Αρχιτεκτονικής (1987), του Βασιλικού Ινστιτούτου Βρετανών Αρχιτεκτόνων (Royal Institute of British Architects) (1993), καθώς και της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Μηχανικών Επιστημών (1999).

Έχοντας ενδιαφέροντα που απλώνονται σε διάφορα πεδία, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και το σχέδιο, και αντλώντας έμπνευση από διαφορετικές κατευθύνσεις, από τον γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι, τον αρχιτέκτονα Αντόνι Γκαουντί, τη γοτθική τέχνη, αλλά κυρίως τη φύση, ο Σαντιάγο Καλατράβα δημιουργεί έργα που επιβάλλονται με την αισθητική τους και ενσωματώνονται αρμονικά στο περιβάλλον που τα φιλοξενεί. Ξεκινώντας από το σχέδιο και τη γλυπτική δημιουργεί φόρμες που στη συνέχεια εξελίσσει σε αρχιτεκτονικές κατασκευές – γέφυρες, αεροδρόμια, σιδηροδρομικούς σταθμούς, μουσεία, όπερες – οι οποίες αναπαράγουν με εξαιρετικά λιτό ύφος μορφές του οργανικού κόσμου. Χωρίς να θυσιάζει τη λειτουργικότητα για την αισθητική, σχεδιάζει κτίρια με δυναμικές μορφές και ξεκάθαρη αντίληψη των δομικών μέσων, που χαρακτηρίζονται από αρμονία και ελαφρότητα.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1957-1962) ζωγραφική κοντά στον Γιάννη Μόραλη και χαρακτική με τον Κώστα Γραμματόπουλο. Το 1966, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πήγε στο Παρίσι, όπου, ως το 1969, έκανε σπουδές νωπογραφίας και ψηφιδωτού στη Σχολή Καλών Τεχνών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δίδαξε για πολλά χρόνια Σχέδιο και Xρώμα σε ιδιωτικές σχολές, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα, που ξεκίνησε το 1960, περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το έργο του, που χαρακτηρίζεται από ένα προσωπικό ύφος στο οποίο συνδυάζονται στοιχεία της παραστατικής ζωγραφικής και της Aφαίρεσης, περιλαμβάνει συνθέσεις σουρεαλιστικού χαρακτήρα όπου το χρώμα παίζει σημαντικό ρόλο, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας ποιητικής και ονειρικής ατμόσφαιρας.

Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1967 – 1972), πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Boston University (1979 – 1982). Κατά το διάστημα 1983 – 1991 δίδαξε στο Δ΄ εργαστήριο ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές (“Ζουμπουλάκη” 1987, “Lindblom” Ελσίνκι 1990, “Ιλεάνα Τούντα” 1991, 1995) και ομαδικές εκθέσεις.

Στο έργο του, που περιλαμβάνει ζωγραφική, κατασκευές, περιβάλλοντα, φτιαγμένα από υλικά όπως το κάρβουνο, το καμένο ξύλο ή το χαρτί, και το χώμα, η αναπαράσταση ενδιαφέρει και λειτουργεί ως “εννοιακή” σύλληψη, εκφράζοντας την αγωνία με την οποία ο καλλιτέχνης φαίνεται να αντικρίζει τον κόσμο και το μέλλον του (σειρά “Βουνά”, σειρά “Δέντρα”).