Σπούδασε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου (1931-1936) και στη συνέχεια εργάστηκε ως αρχιτέκτονας έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Το 1947 πήγε στη Βραζιλία και, με σύσταση του Le Corbusier, συνεργάστηκε για την εκπόνηση μελετών και σχεδίων για την Βραζίλια. Την ίδια χρονιά ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου και εγκαταστάθηκε έως το 1960. Εγκατέλειψε την αρχιτεκτονική και αφιερώθηκε στη ζωγραφική και τη σκηνογραφία, ιδρύοντας μάλιστα και δικό του θέατρο. Πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις στη Γαλλία και το 1963 την τελευταία του ατομική στο “Ζυγό” στην Αθήνα, όπου είχε επιστρέψει από το 1961. Αναδρομικές εκθέσεις του έργου του οργάνωσαν το Τεχνολογικό Ινστιτούτο Αθηνών (1965), η Εθνική Πινακοθήκη (1980) και το Κέντρο Georges Pompidou στο Παρίσι (1980).

Από τους πρώτους καλλιτέχνες διεθνώς που εκφράστηκαν μέσα από την informel, δημιούργησε έργα πυρετικής γραφής, καρπούς παράφορου παραληρήματος, στα οποία χειρονομία και ματιέρα ενεργοποιούν τη ζωγραφική επιφάνεια.

Έκανε ελεύθερες σπουδές κοντά στον Πάνο Σαραφιανό, τον Θεόδωρο Δρόσο και, για ένα διάστημα, τον Γιάννη Τσαρούχη. Από το 1957 άρχισε να παρουσιάζει το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1972 παρουσίασε στην Ώρα την πρώτη του ατομική. Το 1965 ξεκίνησε την επαγγελματική του ενασχόληση με το θέατρο, κάνοντας σκηνικά και κοστούμια για το Εθνικό και το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, καθώς και για ελεύθερους θιάσους.

Η ζωγραφική του, που περιλαμβάνει ορισμένα τοπία και εσωτερικά αλλά επικεντρώνεται κυρίως στην ανθρώπινη μορφή και την ψυχογραφική, συχνά, διερεύνησή της, συνδυάζει στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και της βυζαντινής τέχνης, των πορτρέτων του Φαγιούμ αλλά και πιο σύγχρονων τάσεων.

Το 1934 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και το 1943 άρχισε να σπουδάζει ιατρική, την οποία όμως εγκατέλειψε από τον πρώτο χρόνο για να στραφεί στη μουσική. Την περίοδο 1951-1952 φοίτησε στο Κρατικό Ωδείο της Θεσσαλονίκης, από όπου πήρε δίπλωμα βιολιού, και συνέχισε στη Μουσική Ακαδημία της Βιέννης (1952-1953). Την ίδια περίοδο άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική, στην οποία αφοσιώθηκε οριστικά από το 1954, οπότε και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Με υποτροφίες που έλαβε εργάστηκε το 1956 στο Μόναχο, το 1960 στο Ουρμπίνο, το 1972-1973 στο Βερολίνο (υπότροφος της D.A.A.D.) και το 1978-1979 στο Worpswede της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Η δημιουργική του πορεία διακόπηκε το 1988, αφού ένα χρόνο νωρίτερα είχε προσβληθεί από ανίατη ασθένεια.

Το 1959 οργάνωσε στη Θεσσαλονίκη την πρώτη ατομική του έκθεση, αρχίζοντας την ίδια χρονιά να λαμβάνει μέρος και σε ομαδικές, που περιλαμβάνουν πλήθος συμμετοχών εντός και εκτός Ελλάδος. Το 1994 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Αποθήκη 1 του Ο.Λ.Θ.

Στα πρωιμότερα έργα του οι προσπάθειές του κινούνται στο πλαίσιο της παραστατικής αλλά και της αφηρημένης απεικόνισης. Αργότερα στράφηκε στην αφαίρεση, ενώ στη συνέχεια άρχισε να εντάσσει στα έργα του διάφορα αντικείμενα, προσθέτοντας συχνά και χρώμα και στοχεύοντας στον τονισμό του ρόλου του χρόνου και της φθοράς. Η καλλιτεχνική του δημιουργία επεκτάθηκε κατόπιν και στο χώρο της performance, του happening, της τέχνης του σώματος και της ζωντανής τέχνης, εντάσσοντας και τον εαυτό του στα έργα του.

Το 1934 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ την περίοδο 1938-1939 παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού.

Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα περιλαμβάνει διοργανώσεις ατομικών εκθέσεων ζωγραφικής και χαρακτικής και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και σε εκθέσεις της ομάδας “Αρμός”.
Νεκρές φύσεις, αντικείμενα, τοπία, προσωπογραφίες και εσωτερικά, που απέδωσε χρησιμοποιώντας κυρίως την τεχνική της υδατογραφίας και της αυγοτέμπερας, ανασυνθέτουν μια ατμόσφαιρα οικειότητας, ανακαλώντας μνήμες. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα έχει ασχοληθεί επίσης με τη χαρακτική, που, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνει και θέματα εμπνευσμένα από την Αντίσταση, καθώς και την εικονογράφηση βιβλίων.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1897 έως το 1906, και στη συνέχεια, με ιδιωτική οικονομική υποστήριξη, μετέβη στη Γερμανία και φοίτησε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Otto Seitz, ενώ μαθήτευσε επίσης κοντά στους Walter Thor και Georg Schildknecht. To 1909 βρισκόταν στο Βερολίνο και γνωρίστηκε με τον Max Liebermann. Στο Μόναχο συνδέθηκε φιλικά με διάφορους καλλιτέχνες, ιδιαιτέρως δε με τον Heinz Waldmuller, ενώ ήδη από την εποχή των σπουδών του στην Αθήνα γνώριζε τον Giorgio de Chirico. Μετείχε στις εκθέσεις τόσο του Kunstverein όσο και του Glaspalast, και από το 1917, οπότε άρχισε να διαμορφώνεται σαφέστερα το εξπρεσιονιστικό του ιδίωμα, παρουσίαζε έργα του στην γκαλερί “Rithaler”. Αργότερα θα εκθέσει στις γκαλερί “Thannhauser” του Μονάχου και “Barchfeld” της Λειψίας, στην Πινακοθήκη του Chemnitz (1927, μαζί με το γλύπτη Alexander Fischer), ενώ αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή του το 1928 στην έκθεση της Neue Secession του Μονάχου, της οποίας ήταν μέλος. Στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας θα παραμείνει έως το 1928, και στη συνέχεια, αφού επισκέφτηκε το 1929 τη Βιέννη, έζησε, έως το 1932, στο Παρίσι, όπου φιλοτέχνησε έναν μεγάλο αριθμό υδατογραφιών. Από την περίοδο αυτή προέρχεται και το Τετράδιο με τους Αφορισμούς, σημαντικό τεκμήριο για τη θεώρηση του καλλιτέχνη. Αφού επέστρεψε στο Μόναχο, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια, εγκαταστάθηκε οριστικά πλέον στην Αθήνα – μετά από υπόσχεση να αναλάβει θέση στη Σχολή Καλών Τεχνών, η οποία όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε – και το 1935 πήρε μέρος σε ομαδική έκθεση στην γκαλερί “Στούντιο”. Το 1949, πραγματοποίησε τη μοναδική ατομική του έκθεση στην Ελλάδα στην αίθουσα του “Παρνασσού”. Παρουσίασε ακόμη έργα του σε Πανελλήνιες (1938, 1939, 1952), στις εκθέσεις της ομάδας “Στάθμη” (1951 – 1953), της “Ομάδας των Πέντε” (1957), ενώ μετείχε και σε εκθέσεις στο Έρλανγκεν (1952) και τη Ρώμη (1953). Το 1950 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1956 τιμήθηκε με το Ελληνικό Βραβείο του διεθνούς διαγωνισμού Guggenheim. Μετά το θάνατό του ο σύλλογος “Οι φίλοι του Μπουζιάνη” διοργάνωσε πολλές εκθέσεις και εκδηλώσεις για το έργο του. Το 1977 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη.

Ο σημαντικότερος έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος, διαμόρφωσε το χαρακτήρα της τέχνης του στη Γερμανία την εποχή που στο καλλιτεχνικό προσκήνιο βρίσκονταν πρωτοποριακές ομάδες, όπως η “Γέφυρα” (Die Brucke) και ο “Γαλάζιος Καβαλάρης” (Der Blaue Reiter), όντας ο ίδιος μέλος της Neue Secession και της Neue Gruppe. Η νεκρή φύση, το τοπίο, αλλά κυρίως η προσωπογραφία και, εν γένει, η ανθρώπινη μορφή αποτελούν τους κύριους θεματικούς άξονες της ζωγραφικής του, όπου το χρώμα αναδεικνύεται σε βασικό δομικό στοιχείο και αυτόνομη αξία. Το έργο του, ακολουθώντας μια αντιρεαλιστική αντίληψη, αντίκειται σε οποιαδήποτε έννοια ωραιοποίησης, γίνεται φορέας συναισθηματικών καταστάσεων και προοιωνίζει την αφαίρεση.

Μέλος της ελληνικής ομογένειας, σπούδασε ζωγραφική αρχικά στη Βιέννη και στη συνέχεια στην Ακαδημία της Βενετίας. Το 1873 πήρε μέρος στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης, όπου και διακρίθηκε, και το 1878 συμμετείχε με δύο έργα στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού. Το 1882, όντας στη Βιέννη, δώρισε μία “Παναγία” ιταλού ζωγράφου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού που προκήρυξε το 1883 το Πανεπιστήμιο Αθηνών για την κατασκευή του ανδριάντα του Γλάδστωνα και την ίδια χρονιά, κατόπιν παραγγελίας, ζωγράφισε για το Πανεπιστήμιο την “Προσωπογραφία του καθηγητή Π. Γρηγοριάδη”.

Ζωγράφος των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων, φιλοτέχνησε κατά κύριο λόγο προσωπογραφίες, ακολουθώντας ακαδημαϊκά πρότυπα, ενώ εκτέλεσε και αντίγραφα έργων ιταλών δημιουργών.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Κωνσταντίνο Βολανάκη και τον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1906 πήγε στη Γερμανία και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Heinrich von Zugel, ενώ από το 1908 ως το 1910 έμεινε στο Λονδίνο. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα άνοιξε εργαστήριο και συμμετείχε ενεργά στην κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή, λαμβάνοντας μέρος σε πολλές εκθέσεις. Υπήρξε μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης, καθώς και της Επιτροπής Εκδόσεων για τον εορτασμό των 100 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και συμμετείχε στην ίδρυση της “Ομάδας Τέχνη”. Διετέλεσε επίσης διευθυντής των παραρτημάτων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στην Ύδρα και τους Δελφούς.

Το έργο του περιλαμβάνει σκηνές της καθημερινής ζωής και τοπία, που απέδωσε με ιμπρεσιονιστικό ύφος. Παράλληλα, ακολουθώντας τη θεματογραφική ειδίκευση του δασκάλου του Zugel, ενδιαφέρθηκε και για την απεικόνιση ζώων.

Το 1947 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και, από το 1949 ως το 1953, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1954, με υποτροφία του γαλλικού κράτους, πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου έμεινε ένα χρόνο παρακολουθώντας μαθήματα στην Ακαδημία Grande Chaumiere. Την ίδια περίοδο ταξίδεψε στην Ισπανία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1955 εργάστηκε στη διαφήμιση και το θέατρο, φιλοτεχνώντας πολλά σκηνικά. Το 1958, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πήγε και πάλι στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα και άνοιξε εργαστήριο. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Raymond Haynes, o Cesar, o Giacometti, o Calder και o Dubuffet, καθώς και με τον Pierre Restany.

Το 1964 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί J στο Παρίσι, την οποία ακολούθησαν πολυάριθμες ατομικές σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα και στην Αμερική. Το 1972 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στο Kunstverein, στο Ανόβερο και το 1997 στη Σχολή Καλών Τεχνών (Εργοστάσιο) στην Αθήνα. Εξίσου πολυάριθμες είναι και οι συμμετοχές του σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται παρισινά σαλόνια, οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1958, του Παρισιού το 1965 και το 1978 και της Βενετίας το 1980 και τα Ευρωπάλια το 1982.

Στο έργο του ο Παύλος αξιοποιεί αντιλήψεις του νέου ρεαλισμού και της ποπ αρτ. Συναρμολογώντας κομμένες λωρίδες από αφίσες, αλλά και μεταλλικό σύρμα δημιουργεί χαρακτηριστικές συνθέσεις με γραβάτες, σακάκια, παλτά και πουκάμισα κρεμασμένα σε καρέκλες, σε κρεμάστρες ή στον τοίχο, κουρτίνες, δέντρα, κολόνες και νεκρές φύσεις, τοπία, θάλασσες και χωράφια, όπου η εντύπωση και το αποτέλεσμα εξαρτώνται από το παιχνίδισμα των χρωμάτων και τον τρόπο συγκόλλησης του υλικού. Με ανάλογο τρόπο έχει επίσης δημιουργήσει περιβάλλοντα, ενώ στην καλλιτεχνική του δράση περιλαμβάνονται και δύο χάπενινγκς.

Εκδηλώνοντας σε νεαρή ηλικία την κλίση του στη ζωγραφική, πήρε τα πρώτα μαθήματα σχεδίου από μία αγγλίδα ζωγράφο. Από το 1895 ως το 1901 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ροϊλό. Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στη Σμύρνη, όπου οργάνωσε τις πρώτες του εκθέσεις.

Το 1903, στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, όπου φιλοτέχνησε τα πορτρέτα πλουσίων ομογενών, γνώρισε τον αρχηγό της αβησσυνιακής αποστολής στην Αίγυπτο, ο οποίος τον προσκάλεσε στην Αντίς Αμπέμπα. Κερδίζοντας τον επόμενο χρόνο το πρώτο βραβείο σε ένα διεθνή διαγωνισμό για το πορτρέτο του αυτοκράτορα, τιμήθηκε με τα παράσημα του Σολομώντος, του Αιθιοπικού Αστέρος και του Λέοντος και διορίστηκε ζωγράφος της Αυλής. Μετά από παραμονή δύο χρόνων στην Αιθιοπία επέστρεψε στην Αθήνα, πραγματοποιώντας συχνά ταξίδια στη Σμύρνη, όπου εγκαταστάθηκε τελικά.

Το 1912 παρακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους, απεικονίζοντας διάφορες μάχες, ενώ το 1920, κατά παραγγελία του αρχιστράτηγου Λ.Ι. Παρασκευόπουλου, παρακολούθησε τις επιχειρήσεις στο Μικρασιατικό μέτωπο, κινηματογραφώντας και ζωγραφίζοντας τα γεγονότα του πολέμου. Το 1922 συνελήφθη από τους Τούρκους και καταδικάστηκε σε θάνατο, κατάφερε όμως να διαφύγει με τη βοήθεια του γάλλου προξένου και να επιστρέψει στην Αθήνα. Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε στις αίθουσες της Σχολής Καλών Τεχνών τους 70 περίπου πίνακες που έφερε από το μέτωπο, ενώ το 1924 η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε για τις υπηρεσίες του το μετάλλιο Στρατιωτικής Αξίας. Η αγάπη του για την απεικόνιση μαχών τον οδήγησε και πάλι το 1940 στο μέτωπο του ελληνοϊταλικού πολέμου, στη διάρκεια του οποίου πέθανε στο Αργυρόκαστρο.

Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας παρουσίασε έργα του σε εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών και σε Πανελλήνιες, ενώ το 1966 η γκαλερί Νέες Μορφές οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του. Αν και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στις πολεμικές σκηνές, τις οποίες απέδωσε με διηγηματική διάθεση, η θεματογραφία του περιλαμβάνει επίσης μυθολογικές παραστάσεις, νεκρές φύσεις, προσωπογραφίες και τοπία. Ακαδημαϊκός αλλά και ρεαλιστής στις προσωπογραφίες του, έδωσε στα τοπία του μεγαλύτερη έμφαση στο χρώμα και, καλύπτοντας την επιφάνεια με ένα θαμπό στρώμα, δημιούργησε μια ονειρική ατμόσφαιρα.

Γόνος οικογένειας καλλιτεχνών, ήταν γιος του ζωγράφου Σπυρίδωνα και εγγονός του πρώτου νεοέλληνα γλύπτη Παύλου Προσαλέντη. ‘Εχοντας πάρει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον πατέρα του, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε μηχανικός.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε ως αξιωματικός του μηχανικού στο Πολεμικό Ναυτικό, απεικονίζοντας διάφορα λιμάνια και τη ζωή του πολεμικού καραβιού. Τα θέματα αυτά και οι θαλασσογραφίες αποτελούν το βασικό κορμό του έργου του. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε για την απεικόνιση ιστορικών γεγονότων από διαφόρους πολέμους, που διαδραματίστηκαν κυρίως στη θάλασσα, αλλά και για την απόδοση αρχαιολογικών τόπων και μνημείων. Κυρίως υδατογράφος, συνέβαλε, μαζί με τον Γιαλλινά και τον Μποκατσιάμπη, στη δημιουργία μιας παράδοσης της τεχνικής αυτής στην Κέρκυρα.

Γιος του ζωγράφου και γλύπτη Παύλου Προσαλέντη του πρεσβύτερου και πατέρας των ζωγράφων Αιμίλιου και Παύλου Προσαλέντη του νεώτερου. Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην καλλιτεχνική σχολή που είχε ιδρύσει και διηύθυνε ο πατέρας του στην Κέρκυρα και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας, αποφοιτώντας με το πρώτο βραβείο. Μετά από ένα αρκετά μεγάλο διάστημα παραμονής στη Βενετία επέστρεψε στην Κέρκυρα, ενώ το 1865 διορίστηκε καθηγητής της ζωγραφικής στο Σχολείον των Τεχνών και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μετά από ένα σύντομο διάστημα διδασκαλίας παραιτήθηκε και επέστρεψε στη Βενετία, όπου βραβεύτηκε στη Διεθνή Έκθεση της πόλης. Το 1870, με προτροπή του βασιλιά Γεωργίου Α΄, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και ανέλαβε τη διακόσμηση του παρεκκλησίου των παλαιών ανακτόρων, ενώ το 1876, με τη σύσταση δεύτερης έδρας ζωγραφικής στο Σχολείο των Τεχνών, διορίστηκε και πάλι καθηγητής, παραμένοντας στη θέση αυτή ως το θάνατό του.
Κυρίως προσωπογράφος, ασχολήθηκε σε πιο περιορισμένη κλίμακα και με την ηθογραφία. Φιλοτέχνησε τα πορτρέτα διαφόρων προσωπικοτήτων, καθώς και αγωνιστών της Επανάστασης, συνδυάζοντας το ακαδημαϊκό ύφος με τη ρεαλιστική απόδοση, ενώ στις ηθογραφικές του σκηνές είναι εμφανής η επίδραση της ιταλικής του μαθητείας.

Από μεγάλη οικογένεια της Χίου, εργάστηκε για σύντομο διάστημα στον εμπορικό οίκο Ράλλη-Μαυρογιάννη στο Λονδίνο, εγκατέλειψε όμως την επιχειρηματική καριέρα και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Εκεί σπούδασε ζωγραφική κοντά στον ακαδημαϊκό δάσκαλο και οριενταλιστή καλλιτέχνη Jean-Leon Gerome, έως το 1880 περίπου. Το 1873 έλαβε μέρος στο Σαλόν των Απορριφθέντων. Από το 1875 και έως το τέλος της ζωής του συμμετείχε ανελλιπώς στα επίσημα γαλλικά Σαλόν, στις Παγκόσμιες Εκθέσεις στο Παρίσι (1878, 1889 – αργυρό μετάλλιο, 1900 – εκτός συναγωνισμού, μέλος της κριτικής επιτροπής του ελληνικού τμήματος) αλλά και σε πολλές άλλες εκθέσεις εντός και εκτός Γαλλίας. Στην Ελλάδα τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο στα Ολύμπια του 1888 και στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών το 1903. Το 1885, χρονιά που έλαβε εύφημο μνεία στο Σαλόν και το Σταυρό του Σωτήρος στην Ελλάδα, απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Επισκέφτηκε επανειλημμένως την Ελλάδα καθώς και πολλές χώρες της Ανατολής, αντλώντας θέματα για τους πίνακές του. Διατηρούσε εργαστήριο και στο Κάιρο, όπου περνούσε τους χειμερινούς μήνες από το τέλος της δεκαετίας του 1880 έως το 1904, αναπτύσσοντας αξιόλογη καλλιτεχνική δραστηριότητα, στην οποία περιλαμβάνεται και η οργάνωση ετήσιων καλλιτεχνικών εκθέσεων. Το 1900 τιμήθηκε με το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1910 η Εθνική Πινακοθήκη αποδέχτηκε το Κληροδότημα Ράλλη, ένα χρόνο αργότερα απονεμήθηκε για πρώτη φορά το Βραβείο Θεόδωρου Ράλλη στο Παρίσι, ενώ το 1912 διεξήχθη στην Ελλάδα ο πρώτος Ράλλειος Διαγωνισμός.

Τα έργα του, κυρίως ελληνικές ηθογραφικές σκηνές και ανατολίτικα θέματα, εγγράφονται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού οριενταλισμού του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και αποδίδονται σύμφωνα με τα πρότυπα του Ακαδημαϊκού Ρεαλισμού, ενώ δεν λείπουν και ορισμένες απόπειρες συντονισμένες με τις αντιλήψεις νεοτεριστικών τάσεων.

Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι κοντά στον Alexandre Cabanel, καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών και ζωγράφο του Ναπολέοντα Γ΄. Μετά το τέλος των σπουδών του έμεινε και εργάστηκε στη γαλλική πρωτεύουσα, αναπτύσσοντας έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα. Έλαβε μέρος σε πολλά παρισινά σαλόνια, καθώς και στις Παγκόσμιες Εκθέσεις του 1878 και του 1900. Στη δεύτερη, μεταξύ των άλλων, παρουσίασε και την “Αθηναϊκή βραδιά”, για την οποία τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο. Για το ίδιο έργο τιμήθηκε με έπαινο στην Καλλιτεχνική Έκθεση των Αθηνών το 1899. Συμμετείχε επίσης στις Πανελλήνιες εκθέσεις του 1888 και 1889 στο Ζάππειο και στις εκθέσεις του “Παρνασσού” το 1901 και το 1902.
Ο Ιάκωβος Ρίζος, αν και υπήρξε φίλος του Renoir και θαυμαστής του Degas και ζούσε στο Παρίσι την εποχή που εκδηλώθηκε το ιμπρεσιονιστικό κίνημα, προτίμησε να ακολουθήσει τα διδάγματα του δασκάλου του και τη γαλλική ακαδημαϊκή παράδοση.
Στο έργο του κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι κομψές γυναικείες μορφές, που εικονίζονται σε αριστοκρατικά εσωτερικά και σε ευγενικές απασχολήσεις, στο πλαίσιο της αντίληψης της Μπελ Επόκ. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε με το τοπίο, υιοθετώντας τις ιμπρεσιονιστικές-υπαιθριστικές αντιλήψεις.

Σπούδασε χαρακτική κοντά στον Vittorio Grassi και ζωγραφική κοντά στον Giulio Bargellini στην Ανωτάτη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών της Ρώμης. Την περίοδο 1921-1922 παρακολούθησε την εκστρατεία στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ζωγράφος μαζί με τον Σπύρο Παπαλουκά και τον Περικλή Βυζάντιο, τα έργα όμως και των τριών χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης. Το 1923 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Γένοβα, έχοντας προηγουμένως ζήσει στη Γερμανία, την Αθήνα, το Παρίσι και τη Μασσαλία.

Το 1919 παρουσίασε ατομική έκθεση στην αίθουσα του “Ελεύθερου Τύπου” στην Αθήνα και την ίδια χρονιά συμμετείχε στην έκθεση που οργάνωσε η “Ομάδα Τέχνη” στη Galerie “La Boetie” στο Παρίσι. Παρουσίασε επίσης το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ιταλία, καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, 1940 και 1948, εκπροσωπώντας άλλοτε την Ελλάδα και άλλοτε την Ιταλία.

Το έργο του, επηρεασμένο αρχικά από τον συμβολισμό, περιλαμβάνει κυρίως τοπία που απέδωσε με ιμπρεσιονιστική διάθεση.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας την περίοδο 1880-1887, και ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή του, με υποτροφία του κληροδοτήματος Κρήτση, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία του Μονάχου, κοντά στον Νικόλαο Γύζη. Συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, με καθηγητές τους Jean Paul Laurens και Benjamin Constant. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1894 και από το 1895 δίδαξε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τρία χρόνια αργότερα, με την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, επιστρατεύτηκε και απεικόνισε σκηνές από την πολεμική σύρραξη, τις οποίες εξέθεσε αργότερα, στην έκθεση του Δημαρχείου της Αθήνας το 1902 και στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών το 1903. Παράλληλα ανέπτυξε καλλιτεχνική δραστηριότητα και εκτός του ελληνικού χώρου, όταν το 1903 παραιτήθηκε από τη θέση του στη Σχολή και εγκαταστάθηκε για πέντε χρόνια στην Αγγλία, αρχικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο Λίβερπουλ. Δύο χρόνια μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα διορίσθηκε εκ νέου στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε έως το 1927, και καθιέρωσε το μάθημα της σπουδής στο ύπαιθρο. Το 1912 βρέθηκε και πάλι στο μέτωπο, για να αποδώσει εικαστικά τα γεγονότα των Βαλκανικών πολέμων. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε την καλλιτεχνική του δράση, πραγματοποιώντας μάλιστα και ατομικές εκθέσεις (1919, 1925, 1927).

Απεικόνισε πορτρέτα, ηθογραφικές και πολεμικές σκηνές, καθώς και όψεις της ελληνικής φύσης σύμφωνα με μεταϊμπρεσιονιστικές αντιλήψεις.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τον Κωνσταντίνο Παρθένη και το Σπυρίδωνα Βικάτο (1935 – 1940). Την πρώτη του ατομική έκθεση το 1954 στις αίθουσες της εφημερίδας “Το Βήμα” ακολούθησαν πολλές ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Το 1957 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και το 1960 εξελέγη μεταξύ των υποψηφίων για το βραβείο Guggenheim. Ήταν μέλος της ομάδας “Στάθμη”. Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του και το 1983 έκθεση σχεδίων του.

Στα έργα του, κυρίως ανθρώπινες μορφές και τοπία, ανιχνεύονται επιδράσεις από τη βυζαντινή και λαϊκή τέχνη αλλά και από την παράδοση του θεάτρου σκιών.

Εργάστηκε στο διαφημιστικό τμήμα της εταιρείας Αστήρ από το 1918. Ασχολήθηκε με τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων και τις γραφικές τέχνες, συνεργαζόμενος με διαφημιστικά γραφεία. Σχεδίαζε επί πολλά χρόνια τα πακέτα των τσιγάρων για τις καπνοβιομηχανίες Παπαστράτου και Κεράνη. Το 1935 πήρε μέρος στην έκθεση της “Ομάδας Τέχνη”στο “Ατελιέ”.

Αυτοδίδακτος, ήταν από τους πρώτους έλληνες καλλιτέχνες που υιοθέτησαν την τεχνική του κολάζ και χρησιμοποίησαν τις εκδορές στα έργα τους. Σημαντική θεωρείται η συμβολή του στην ανανέωση του βιομηχανικού σχεδίου, σύμφωνα με την αισθητική του Bauhaus.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1956-1962). Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του παρέμεινε στη γαλλική πρωτεύουσα και από το 1976 ως το 1988 δίδαξε λιθογραφία στην ίδια σχολή. Το 1988 επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα.

Το 1966 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Άστορ της Αθήνας, οργανώνοντας στη συνέχεια ατομικές τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έχει λάβει επίσης μέρος σε παρισινά σαλόνια, καθώς και σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής.

Στο έργο του αναπαριστά ένα κόσμο που συνδυάζει στοιχεία οικεία και καθημερινά με μια εξωπραγματική, ονειρική και, συχνά, ερωτική ατμόσφαιρα, όπου κυριαρχεί η γυναικεία μορφή. Γυμνή τις περισσότερες φορές και συχνά ξαπλωμένη, μόνη ή με κάποιον άνδρα, αποδίδεται χωρίς ρεαλιστική διάθεση, με έντονα χρώματα και πλαστικότητα των όγκων και εικονίζεται σε εσωτερικά με αστικό χαρακτήρα και στοιχεία του παρελθόντος. Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολείται και με τη χαρακτική, ιδιαίτερα τη λιθογραφία, δημιουργώντας συνθέσεις με έντονα εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.

Ζωγράφος που έδρασε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όπως συνάγεται από την ενυπόγραφη “Προσωπογραφία γυναίκας” της συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης, που φέρει χρονολογία 1876.

Εκδηλώνοντας από νεαρή ηλικία το ταλέντο του στη ζωγραφική, πήρε τα πρώτα μαθήματα στον Πειραιά από τον Κωνσταντίνο Βολανάκη. Το 1906 πήγε στο Παρίσι με σκοπό να σπουδάσει ναυπηγική, η επαφή του όμως με τα καλλιτεχνικά ρεύματα που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στη γαλλική πρωτεύουσα και η γνωριμία του με τον Περικλή Βυζάντιο, τον Juan Gris και άλλους ζωγράφους τον έκαναν να στραφεί στη Σχολή Καλών Τεχνών.

Στο Παρίσι, όπου παρέμεινε ως το 1926, έκανε το 1913 την πρώτη ατομική του εμφάνιση στη γκαλερί Bernheim. Παράλληλα συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στη γαλλική πρωτεύουσα, το Λονδίνο και την Αθήνα. Στην Ελλάδα οργάνωσε για πρώτη φορά ατομική το 1926 στον Παρνασσό, συνεχίζοντας να εργάζεται και να παρουσιάζει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις ως το 1933, που πέθανε στο Δρομοκαΐτειο. Το 1961 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση των έργων του στη γκαλερί Αρμός.

Επίκεντρο της ζωγραφικής του αποτέλεσε το τοπίο. Απομονωμένα σπίτια στην άκρη της θάλασσας, βάρκες και εκκλησάκια τυλιγμένα σε μια ονειρική και ρομαντική ατμόσφαιρα υπήρξαν από τα πιο προσφιλή του θέματα. Το ύφος του είναι επηρεασμένο από τη ζωγραφική των Νabis και των Συνθετιστών, για να φτάσει δε στο επιθυμητό αποτέλεσμα χρησιμοποιούσε όχι μόνο μουσαμά και χαρτόνι αλλά και φανέλλες, παλιά σεντόνια, τη γυαλιστερή πλευρά από μουσαμά κουζίνας, ακόμη και κουρελόπανα στα οποία σκούπιζε τα πινέλα του.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1909-1916) με καθηγητές τους Σπύρο Βικάτο, Δημήτριο Γερανιώτη, Γεώργιο Ιακωβίδη, Στέφανο Λάντσα, Γεώργιο Ροϊλό και Παύλο Μαθιόπουλο, κερδίζοντας επτά πρώτα βραβεία κατά τη διάρκεια της φοίτησής του. Tο 1917 πήγε στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στις Ακαδημίες Julian και Grande Chaumiere, σταμάτησε όμως το 1921 για να λάβει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως πολεμικός ζωγράφος, μαζί με τον Περικλή Βυζάντιο και τον Παύλο Ροδοκανάκη. Τα έργα που ζωγράφισε εκεί παρουσιάστηκαν το 1922 στο Ζάππειο, χάθηκαν όμως στη συνέχεια στην καταστροφή της Σμύρνης.

Την περίοδο 1923-1924 έμεινε στο Άγιον Όρος, όπου μελέτησε τη φύση και τη βυζαντινή τέχνη και ζωγράφισε μια σειρά από πίνακες που εξέθεσε στο τέλος του 1924 στη Θεσσαλονίκη. Έχοντας κερδίσει το 1926 στο διαγωνισμό για την αγιογράφηση της Μητρόπολης της Άμφισσας, ολοκλήρωσε τη διακόσμηση του ναού από το 1927 ως το 1932, ενώ την περίοδο 1932-1933 χρωμάτισε μία πολυκατοικία στα Εξάρχεια, γνωστή από τότε σαν “Μπλε πολυκατοικία”. Η δραστηριότητά του ως αγιογράφου και διακοσμητού συνεχίστηκε με εικονογραφήσεις άλλων ναών και με τη διακόσμηση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου, ενώ από το 1926 είχε αρχίσει να ασχολείται και με τη σκηνογραφία, φιλοτεχνώντας σκηνικά για παραστάσεις του Εθνικού, του θεάτρου Κοτοπούλη κ.ά.

Δίδαξε ελεύθερο και διακοσμητικό σχέδιο στη Βιοτεχνική Σχολή από το 1925, διακοσμητικές τέχνες στη Σιβιτανίδειο από το 1936, ενώ το 1940 διορίστηκε διακοσμητής στην Πολεοδομική Υπηρεσία του Υπουργείου Διοικήσεως Πρωτευούσης και στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων. Ταυτόχρονα ανέλαβε τη διεύθυνση της Δημοτικής Πινακοθήκης. Από το 1943 ως το 1951 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π., ενώ το 1956 εξελέγη καθηγητής στο εργαστήριο ζωγραφικής της Σχολής Καλών Τεχνών.

Την περίοδο 1935-1937 εξέδιδε, μαζί με τον Στρατή Δούκα, τον Νίκο Χατζηκυριάκο – Γκίκα, τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Σωκράτη Καραντινό, το πρωτοποριακό περιοδικό “Το Τρίτο Μάτι”. Ιδρυτικό μέλος της “Ομάδας Τέχνη” και μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών, έλαβε μέρος στις εκθέσεις τους, σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και σε Πανελλήνιες. Το 1976 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1982 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.

Ασχολήθηκε με την προσωπογραφία και τη νεκρή φύση, επίκεντρο όμως της ζωγραφικής του αποτέλεσε το τοπίο, το οποίο απεικόνισε έχοντας αφομοιώσει τα διδάγματα της βυζαντινής τέχνης αλλά και των μεταϊμπρεσιονιστικών τάσεων, ιδιαίτερα του Gauguin, των Nabis και των Πουαντιγιστών. Στις προσωπογραφίες του υιοθέτησε διάφορες τεχνοτροπίες, ενώ στις αγιογραφίες του προσπάθησε να συνδυάσει τους παραδοσιακούς βυζαντινούς τύπους με στοιχεία σύγχρονων καλλιτεχνικών ρευμάτων.

Οι πληροφορίες για τη ζωή και τις σπουδές του είναι ποικίλες και αλληλοσυγκρουόμενες. Πήρε πιθανότατα τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην Αίγυπτο την περίοδο 1894-1895, από τον γερμανό καλλιτέχνη Karl Wilhelm Diefenbach και το 1895/1896 πήγε στη Βιέννη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών (1897-1903) και στο Ωδείο.

Το 1903 ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και την ίδια χρονιά έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών, στην οποία τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο. Παραμένοντας πέντε χρόνια στην Ελλάδα, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη ζωγραφίζοντας και αγιογραφώντας εκκλησίες. Από το 1909 ως το 1911/1914 έζησε στο Παρίσι, όπου έλαβε μέρος σε διάφορα σαλόνια, μεταξύ των οποίων το Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1910, όπου το έργο του “Πλαγιά” τιμήθηκε με βραβείο. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα στην Κέρκυρα, πήρε την ελληνική υπηκοότητα και έγινε μέλος της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ομάδας “Συντροφιά των Εννιά”. Το 1917 ήρθε οριστικά στην Αθήνα και, μαζί με άλλους καλλιτέχνες, ίδρυσε την “Ομάδα Τέχνη”. Το 1919, κατά παραγγελία του “Αττικού Συνδέσμου”, αγιογράφησε το ναό του Αγίου Αλεξάνδρου στο Παλαιό Φάληρο. Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε στο Ζάππειο μεγάλη αναδρομική έκθεση, για την οποία τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών και καθιερώθηκε ως ζωγράφος, ξεσηκώνοντας όμως θύελλα αντιδράσεων στους συντηρητικούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Το 1934 έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας, το 1937 στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού, όπου το έργο του “Μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες” κέρδισε το χρυσό βραβείο, ενώ το 1938 οργάνωσε αναδρομική έκθεση στο πλαίσιο της Μπιενάλε της Βενετίας, όπου το έργο του “Ευαγγελισμός” αγοράστηκε από το Μουσείο της Βενετίας.

Το 1929, με προεδρικό διάταγμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, του οποίου υπήρξε στενός φίλος, διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, αφού είχε προηγηθεί μια αποτυχημένη προσπάθεια εκλογής το 1923. Το γεγονός αυτό δημιούργησε εχθρική ατμόσφαιρα με τους συναδέλφους του, ανάμεσα στους μαθητές του όμως υπήρξε πολύ δημοφιλής. Στη Σχολή δίδαξε ως το 1947, οπότε και παραιτήθηκε. Για ένα διάστημα εξακολούθησε να διδάσκει στο εργαστήριό του, από το 1948 όμως κλείστηκε στον εαυτό του και σταμάτησε να έχει ουσιαστική επαφή με τον κόσμο. Είχε προηγηθεί η συμμετοχή του στην Πανελλήνια της ίδιας χρονιάς, όπου εξέθεσε την “Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου”, που ιδιαιτέρως επαινέθηκε και προτάθηκε για το α’ βραβείο και το χρυσό μετάλλιο. Το γεγονός ότι τελικά δεν του απονεμήθηκαν, σε συνδυασμό με την αποχώρησή του από τη Σχολή και μια μακροχρόνια διένεξη με το Δήμο της Αθήνας για μία παραγγελία δώδεκα πινάκων από το 1940, που τελικά δεν παραδόθηκαν, επέτειναν την απομόνωσή του.

Το 1954 του απενεμήθη το παράσημο του Ταξιάρχη του Βασιλέως Γεωργίου Α’ και το 1965 το παράσημο του Χρυσού Ταξιάρχη του Φοίνικος, ενώ το 1966 οι μαθητές του οργάνωσαν στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο έκθεση έργων του από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, στην οποία όμως ο ίδιος δεν παρέστη.

Ο Παρθένης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές της νεοελληνικής τέχνης, τόσο για το έργο του όσο και για την προσφορά του στη διδασκαλία. Στη ζωγραφική του, που περιλαμβάνει θρησκευτικά θέματα, τοπία, μυθολογικές και αλληγορικές σκηνές, προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις, αντλώντας τις εμπνεύσεις του από την αρχαία και τη βυζαντινή τέχνη αλλά και από τα νεότερα ρεύματα – τον ιμπρεσιονισμό και τον μεταϊμπρεσιονισμό, το συμβολισμό και την Art Nouveau – διαμόρφωσε ένα εντελώς ιδιαίτερο και προσωπικό ύφος, με το οποίο μετέφερε σε εικόνες τις ιδέες και τα οράματά του, ανοίγοντας το δρόμο για την ανανέωση της ελληνικής τέχνης.

Σπούδασε ζωγραφική στο Μόναχο από το 1842 ως το 1845. Στη συνέχεια έμεινε για τρία χρόνια στη Ρώμη, πιθανότατα για να συμπληρώσει την καλλιτεχνική του επιμόρφωση, και κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα.

Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την προσωπογραφία, εργαζόμενος στο νησιωτικό χώρο, αφού ένα μεγάλο μέρος του έργου του αποτελείται από πορτρέτα μελών γνωστών ναυτικών οικογενειών με σημαντική δράση και κύρος στα χρόνια της Επανάστασης. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε επίσης με το τοπίο. Παρά τη χαρακτηριστική απόδοση των μορφών του, που παριστάνονται τυπικές και άκαμπτες σε μεγαλοπρεπή εσωτερικά, πλάι σε ανοιχτά παράθυρα με θέα σε γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους, νησιά και πόλεις, πολλά από τα έργα του αποδίδονταν αρχικά στο ζωγράφο Ανδρέα Κριεζή. Η ταυτότητά του έγινε γνωστή όταν, στο πορτρέτο του Υδραίου Σταμάτη Βουδούρη, εντοπίστηκε η επιγραφή “Hydra, 7/19 Aprile 1857, Francesco Pige di Tirolo pinxit”, στοιχείο που οδήγησε στην ταύτιση και άλλων έργων του, με κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.

Έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης και το 1878 ήρθε στην Αθήνα, όπου, για δύο χρόνια, παρακολούθησε μαθήματα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου. Το 1880, με οικονομική υποστήριξη του ομογενούς Στέφανου Ζαφειρόπουλου, πήγε στο Μόναχο και γράφτηκε στην Ακαδημία. Για επτά χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με καθηγητές τους Julius Benczur, Ludwig von Lofftz, Wilhelm von Diez και Νικόλαο Γύζη, με τον οποίο μάλιστα τον συνέδεσε στενή φιλία.

Στη βαυαρική πρωτεύουσα παρέμεινε ως το 1925, πραγματοποιώντας παράλληλα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, το Τοκάτ, τη Σαμψούντα και την Αθήνα. Στο διάστημα αυτό διατηρούσε δικό του εργαστήριο, έγινε μέλος του Kunstverein Luitpoldgruppe και ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα, συμμετέχοντας σε εκθέσεις του Glaspalast, καθώς και σε διεθνείς εκθέσεις στο Μόναχο (1901), το Βερολίνο, τη Λειψία, το Αμβούργο, τη Βιέννη, το Παρίσι (1900) και το Λονδίνο (1895), όπου τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο. Έλαβε επίσης μέρος στην Καλλιτεχνική Έκθεση των Αθηνών το 1899 και σε εκθέσεις του “Παρνασσού” και του Ζαππείου, ενώ το 1931, τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του, το Λύκειο των Ελληνίδων οργάνωσε μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του.
Φύση ανήσυχη και με ποικίλα ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε με τη μελέτη αρχαίων μνημείων, με προβλήματα φιλοσοφικού και ηθικού περιεχομένου, καθώς και με τη γεωλογία, τη φυσιολογία, την ιατρική και τη μετεωρολογία, αναπτύσσοντας μάλιστα μια θεωρία για την πρόγνωση του καιρού σύμφωνα με τα χρώματα της ανατολής και της δύσης. Τις σκέψεις του αυτές τις παραθέτει σε ένα ανέκδοτο χειρόγραφο γραμμένο στα γερμανικά με τίτλο “Έργα και Πάρεργα”. Αυτό όμως που τον απασχόλησε περισσότερο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν η μελέτη του χρώματος και η διατύπωση μιας θεωρίας σχετικά με τα θερμά, τα ψυχρά και τα συμπληρωματικά χρώματα, η οποία έγινε προφορικά γνωστή και εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους συγχρόνους του.

Οι σκηνές της καθημερινής ζωής και τα τοπία, που κυριαρχούν στην καλλιτεχνική του δημιουργία, είναι τα θέματα που τον βοηθούν να εφαρμόσει τις θεωρίες του σχετικά με το χρώμα και το φως. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη νεκρή φύση και την προσωπογραφία, ενώ οι σκηνές από την Ανατολή, τις οποίες εμπνεύστηκε στη διάρκεια των ταξιδιών του στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, ακολουθούν το ύφος των οριενταλιστών.