Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχικά κοσμηματογραφία (1914 – 1917) και στη συνέχεια ζωγραφική, κοντά στους Δημήτριο Γερανιώτη, Σπυρίδωνα Βικάτο και Γεώργιο Ιακωβίδη (1917 – 1921). Το 1922 εξέθεσε με το Σύνδεσμο Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Ζάππειο. Ταξίδεψε στην Ευρώπη και την Αμερική και εργάστηκε για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη ως σκηνογράφος (1925). Επιστρέφοντας, δούλεψε στην Καρδίτσα ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έως το 1948, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1966 επέστρεψε οριστικά στην Καρδίτσα. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Γεωργίου Α΄. Το 1989 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Παρουσίασε ατομικές εκθέσεις, κυρίως στην επαρχία, και μετείχε σε ομαδικές στην Ελλάδα (Πανελλήνιες 1938 – 1940, 1948, 1952, 1960, 1963, 1967, 1973, 1975) και το εξωτερικό. Το 1977 η Εθνική Πινακοθήκη και το 1994 η Πινακοθήκη του Δήμου Καρδίτσας οργάνωσαν αναδρομικές εκθέσεις του έργου του.

Αρχικά καλλιέργησε κυρίως την προσωπογραφία, ακολουθώντας ακαδημαϊκά πρότυπα, σταδιακά όμως στράφηκε προς την τοπιογραφία και ιδιαίτερα προς την απεικόνιση του τοπίου και της ζωής του θεσσαλικού κάμπου, δημιουργώντας έργα διαποτισμένα από τη γνώση και την αγάπη για τον τόπο του.

Το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ήρθε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Έχοντας από μικρός εκδηλώσει ενδιαφέρον για την τέχνη και πριν αρχίσει τις σπουδές του, δημοσίευσε το 1929 σκίτσα του στο περιοδικό του Γ. Ξενόπουλου “Η Διάπλασις των Παίδων”, με το ψευδώνυμο Ακάμας. Από το 1931 ως το 1936 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τον Δημήτριο Μπισκίνη και τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ το 1934, σπουδαστής ακόμη, φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για την Άλκηστι του Ευριπίδη, που ανέβασε στη Λαϊκή Σκηνή ο Κάρολος Κουν. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε ενώ ήταν ακόμη μαθητής, με την παρουσίαση των πρώτων κυβιστικών του έργων το 1930 στο “Ατελιέ”, μετά από παρότρυνση του Φώτου Γιοφύλλη, ενώ τον επόμενο χρόνο εξέθεσε στο “Άσυλο Τέχνης”. Το 1949 οργάνωσε μεγάλη ατομική έκθεση στην γκαλερί Ρόμβος, την οποία ακολούθησε ένα μεγάλο διάστημα απουσίας και απομόνωσης, που διακόπηκε το 1975, όταν παρουσίασε ατομική στην “Ώρα”. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως η Διεθνής Έκθεση Πλαστικών Τεχνών το 1977 στο Βελιγράδι, τα Ευρωπάλια το 1982 και η Μπιεννάλε της Βενετίας την ίδια χρονιά, ενώ το 1978 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική παρουσίαση του έργου του. Εκπρόσωπος της Γενιάς του ’30, ο Διαμαντόπουλος επηρεάστηκε από την παράδοση αλλά και από τα σύγχρονα ρεύματα και ιδιαίτερα τον κυβισμό. Επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στην ανθρώπινη μορφή, δημιούργησε συνθέσεις στις οποίες η μνημειακή απόδοση συνδυάζεται με κυβιστικά πρότυπα, όπου κυριαρχούν οι μεγάλες χρωματικές επιφάνειες και μία ρεαλιστικής διάθεσης συνολικότερη πραγμάτευση.

Το μόνο γνωστό στοιχείο για το ζωγράφο αυτό είναι το έργο του «Η εκ Νεοκάστρου έξοδος του Άρεως», έργο με λαϊκότροπη απόδοση, που βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη.

Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής σε σπουδαστήριο ελευθέρων τεχνών στη Νεάπολη της Ιταλίας, ενώ πραγματοποίησε και σπουδές νομικής. Ταξίδεψε στη Γερμανία και συνέχισε τις καλλιτεχνικές του σπουδές. Μετά την επιστροφή στη γενέτειρά του την Κεφαλλονιά εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Βιβλιοθήκη Αργοστολίου, ενώ παράλληλα παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής. Ήταν επίσης λογοτέχνης, ποιητής και μουσικός. Συνέγραψε στη δημοτική το έμμετρο θεατρικό δράμα “Η Καταστροφή των Ψαρών”, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Αργοστόλι λίγο μετά τη δημοσίευσή του το 1883, ενώ ασχολήθηκε και με τη μελοποίηση ποιημάτων. Το 1885 εξέθεσε στον “Παρνασσό” τρεις προσωπογραφίες και το 1888 έλαβε μέρος στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του Ζαππείου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπήρξαν εξαιρετικά δύσκολα λόγω προβλημάτων υγείας και της δεινής οικονομικής του κατάστασης.
Εκπρόσωπος της επτανησιακής τέχνης του 19ου αιώνα, ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την προσωπογραφία αλλά και με την ηθογραφία και τη νεκρή φύση. Έχοντας ως αφετηρία την ιταλική ακαδημαϊκή παράδοση, καλλιέργησε στο έργο του μια ποιητική ατμόσφαιρα, που συχνά υπερβαίνει την οικεία καθημερινότητα. Στα πορτρέτα του απομακρύνθηκε από τον καθιερωμένο τύπο της προσωπογραφίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, με την αυστηρότητα της στάσης, τους σκοτεινούς τόνους και την τυποποιημένη σύνθεση, επιλέγοντας, στα πιο χαρακτηριστικά του έργα, ευαίσθητα, αρμονικά χρώματα και δίδοντας έμφαση στο ρεαλισμό της απόδοσης.

Ζωγράφος της Επτανησιακής Σχολής, γιος του ζωγράφου και θεωρητικού της τέχνης Παναγιώτη Δοξαρά. Μετά το 1715 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του αρχικά στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στη Λευκάδα. Το 1722 πήγε στην Κέρκυρα όπου, το 1729, κατετάγη στο στρατό του κόμητος M. von Schulenburg, ενώ, μετά το θάνατο του πατέρα του, πήγε στη Βενετία για να σπουδάσει στρατιωτικός μηχανικός και ζωγράφος. Είναι πιθανό να επηρεάστηκε από τον Giambattista Piazetta ή τον Giovanni-Batista Tiepolo, που την εποχή εκείνη κυριαρχούσαν στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, δεν είναι όμως γνωστό πού ή κοντά σε ποιον μαθήτευσε. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1738 και για μερικά χρόνια εγκαταστάθηκε στη Λευκάδα, ενώ το 1745 διορίστηκε αξιωματικός της χωροφυλακής στην Κέρκυρα. Για ένα διάστημα υπηρέτησε επίσης στην Κεφαλλονιά και το 1752 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του.

Τα σημαντικότερα έργα του υπήρξαν η διακόσμηση της ουρανίας του ναού της Φανερωμένης στη Ζάκυνθο (1754-1762/1765) και του Αγίου Μηνά στη Λευκάδα (1762), όπου ακολούθησε δυτικά πρότυπα στην απόδοση. Η ουρανία του Αγίου Μηνά καταστράφηκε το 1976 από πυρκαγιά, ξαναζωγραφίστηκε όμως πρόσφατα σύμφωνα με τις σωζόμενες ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Η διακόσμηση της Φανερωμένης παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί, αντί για τη συνηθισμένη παράσταση της μορφής του Παντοκράτορα, εικονίζονται η Γέννηση, η Κοίμηση και η Μετάσταση της Θεοτόκου, σύμφωνα με τα πρότυπα της καθολικής εκκλησίας. Οι παραστάσεις αυτές, εκτός από τη Γέννηση, καταστράφηκαν στο σεισμό του 1953, όπως και αρκετοί από τους προφήτες των τοίχων, οι οποίοι όμως είναι πιθανόν, τουλάχιστον στην τελική τους μορφή, να έγιναν από τον Στέφανο Πασηγέτη. Προσχέδια των παραστάσεων βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ το σωζόμενο “Γενέσιον της Θεοτόκου” στο Μουσείο Ζακύνθου.

Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, γεννήθηκε στο Κουτήφαρι της Μάνης, όμως το 1664/1665 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο που βρισκόταν υπό ενετική κατοχή. Εκεί, στα 1685, πήρε μαθήματα αγιογραφίας κοντά στον κρητικό ζωγράφο Λέο Μόσκο. Στα πρώτα γνωστά του έργα συγκαταλέγεται η εικόνα του Χριστού ως Αρχιερέα, που φιλοτέχνησε το 1691 για την Κυρία των Αγγέλων στη Ζάκυνθο και η οποία αργότερα επιζωγραφίστηκε από το Νικόλαο Κουτούζη. Στα 1694 – 1699 έλαβε μέρος στους πολέμους της Βενετίας εναντίον των Οθωμανών, και για το λόγο αυτό τιμήθηκε με το παράσημο του Ιππότη, ενώ αργότερα του παραχωρήθηκαν και κτήματα στη Λευκάδα. Στο γύρισμα του αιώνα και έως το 1704 έζησε στην Ιταλία, όπου κατά πάσα πιθανότητα σπούδασε ζωγραφική. Κατά την επιστροφή του εγκαταστάθηκε στην ενετοκρατούμενη Καλαμάτα, όπου παρέμεινε έως το 1715, χρονιά κατά την οποία η περιοχή πέρασε σε τουρκική κατοχή. Το 1719 φιλοτέχνησε, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, την “Προσωπογραφία του κόμη Matthias von der Schulenburg” (Αθήνα, ιδιωτική συλλογή), του γερμανού αρχιστράτηγου των βενετικών δυνάμεων κατά την πολιορκία της Κέρκυρας από τους Τούρκους (1714-1718). Το έργο αυτό, ενυπόγραφο και χρονολογημένο, συγκαταλέγεται, μαζί με το “Πορτρέτο του Schulenburg” της Συλλογής του Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη (1725), στα ελάχιστα αδιαμφισβήτητα δείγματα της δουλειάς του καλλιτέχνη. Το 1727 ζωγράφισε δεκαεπτά συνθέσεις για την ουρανία του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα στην Κέρκυρα, που αντικαταστάθηκαν από αντίγραφα που εκτέλεσε στα 1853-1871 ο Ν. Ασπιώτης. Στη ζωγραφική στράφηκαν και δύο από τα οκτώ παιδιά του Δοξαρά, ο Νικόλαος και ο Δημήτριος.

Το ζωγράφο απασχόλησαν και η μελέτη, μετάφραση και σύνταξη θεωρητικών συγγραμμάτων για την τέχνη. Έτσι το 1720 μετέφρασε στην Ιταλία την πραγματεία του Leonardo da Vinci Trattato de la Pittura (Τέχνη ζωγραφίας Λιονάρδου του Βίντζη) και το 1724 προσέθεσε στο έργο σχετικά κείμενα των Leon Battista Alberti, Andrea Pozzo κ.ά. Το 1726 ολοκλήρωσε το “Περί ζωγραφίας”, που, ενώ έως πρόσφατα θεωρείτο πρωτότυπη πραγματεία, σύμφωνα με νεότερες έρευνες αποτελεί ανθολογία μεταφράσεων ιταλικών κειμένων του 17ου και 18ου αιώνα.

Το θεωρητικό και καλλιτεχνικό έργο του Παναγιώτη Δοξαρά, που εγκαινιάζει την επτανησιακή ζωγραφική, σηματοδοτεί και την αφετηρία της νεοελληνικής τέχνης, με την αποδέσμευση από τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση και την υιοθέτηση των αρχών της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής, τόσο στο επίπεδο της τεχνικής όσο και στο επίπεδο της τεχνοτροπίας αλλά και της ευρύτερης αντίληψης για την τέχνη.

Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την περίοδο της ζωής του ζωγράφου στον βενετοκρατούμενο Χάνδακα, αρκετά αξιόλογο τοπικό καλλιτεχνικό κέντρο κατά τον 16ο αιώνα. Η χρονολογία γέννησής του συνάγεται από μαρτυρία του ίδιου κατά τη διάρκεια δίκης το 1606, σύμφωνα με την οποία ήταν τότε εξήντα πέντε ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το 1563 ήταν ήδη “μαΐστρος”, δηλαδή τελειωμένος ζωγράφος που ασκούσε επαγγελματικά την τέχνη του. Από την πρώτη αυτή εποχή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας προέρχονται οι ενυπόγραφες εικόνες του “Ευαγγελιστή Λουκά που ζωγραφίζει τη βρεφοκρατούσα Παναγία”, της “Προσκύνησης των Μάγων” (Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη) και της “Κοίμησης της Θεοτόκου” (Ερμούπολη Σύρου, Ναός Κοίμησης της Θεοτόκου), στις οποίες διαπιστώνεται η εξοικείωση του ζωγράφου με τύπους τόσο της ορθόδοξης όσο και της δυτικής παράδοσης.

Το 1567 ή το 1568 αναχώρησε από την Κρήτη για την Ιταλία, όπου παρέμεινε, αρχικά στη Βενετία και αργότερα, από το 1570, στη Ρώμη, επί μία δεκαετία περίπου. Στη Βενετία γνώρισε το έργο των μεγάλων δασκάλων της εποχής, του ηλικιωμένου Tiziano, του Tintoretto, του Veronese, ενώ στη Ρώμη δέχτηκε την επίδραση του μανιερισμού. Στην Ιταλία, όπου ζωγράφισε έργα όπως το “Τρίπτυχο της Μόδενας” (Μόδενα, Galleria Estense), την “Προσκύνηση των Ποιμένων” (Frederickssund, Μουσείο J. F. Willumsen) και την “Άποψη του Όρους Σινά” (Ηράκλειο, Ιστορικό Μουσείο), διείσδυσε στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και είχε τη στήριξη ισχυρών παραγόντων της καλλιτεχνικής ζωής, όπως του καρδιναλίου Alessandro Farnese, του μικρογράφου Giulio Clovio και του βιβλιοθηκάριου Fulvio Orsini, χωρίς όμως να μπορέσει να εξασφαλίσει κάποια ιδιαιτέρως σημαντική παραγγελία. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Τολέδο της Ισπανίας, την εποχή της βασιλείας του Φίλιππου Β΄, όπου και καθιερώθηκε ως ζωγράφος.

Προσωπογραφίες και θρησκευτικά έργα αποτελούν τον κύριο κορμό της ισπανικής παραγωγής του, όπου συγκαταλέγονται και τα περισσότερα από τα αριστουργήματά του. Ιδιαίτερα κατά την τελευταία εικοσιπενταετία της ζωής του (1590-1614) φτάνει στο απώτατο σημείο των προσωπικών του αναζητήσεων και κατακτήσεων, ενώ όψιμες δημιουργίες όπως ο “Λαοκόων” (π. 1608-1614, Ουάσιγκτον, National Gallery of Art) ή η “Άποψη και Χάρτης του Τολέδο” (π. 1608-1614, Τολέδο, Μουσείο Greco) εντυπωσιάζουν με τις εικονογραφικές τους καινοτομίες. Ήταν επίσης γλύπτης και αρχιτέκτονας, ενώ συνέταξε και θεωρητικά κείμενα για την τέχνη, που δυστυχώς έχουν χαθεί.

Καλλιτέχνης με ανθρωπιστική παιδεία, έδωσε ένα έργο μοναδικό, που διακρίνεται για τη βαθιά πνευματικότητά του και φέρει έντονη τη σφραγίδα της διάνοιας του ίδιου του δημιουργού, που θεωρείται ένας από τους προδρόμους της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης.

Σπούδασε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και το 1949 συμμετείχε, με τον Αλέκο Κοντόπουλο και άλλους καλλιτέχνες που είχαν στραφεί στις αφηρημένες τάσεις, στην ίδρυση της ομάδας “Οι Ακραίοι”. Το 1954 πήγε στο Παρίσι, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών και στην ακαδημία Grande Chaumiere.

Εργαζόμενος τόσο το Παρίσι όσο και στην Αθήνα και έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα το 1944 με μία ατομική έκθεση στο εργαστήριό του και στη συνέχεια στον Παρνασσό, εξακολούθησε να παρουσιάζει ατομικά το έργο του σε παρισινές και αθηναϊκές γκαλερί, καθώς και σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ το 1984, μία εβδομάδα πριν το θάνατό του, εγκαινιάστηκε μεγάλη αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη. Πολυάριθμες υπήρξαν και οι συμμετοχές του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1952 και το 1967 και τα Ευρωπάλια το 1982 στις Βρυξέλλες. Το έργο του παρουσιάστηκε επίσης σε μεταθανάτιες εκθέσεις, μεταξύ των οποίων η αναδρομική το 1994 στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και, σε πιο περιορισμένη κλίμακα, με τη γλυπτική και τη χαρακτική, ξεκίνησε από πορτρέτα, για να προχωρήσει σύντομα σε αφηρημένες εξπρεσιονιστικές και σουρεαλιστικές συνθέσεις, κυβιστικές και γεωμετρικές δημιουργίες και, παράλληλα, αφηρημένες συνθέσεις γλυπτικής από γύψο, αντίστοιχες με της ζωγραφικής του. Για ένα διάστημα οι δημιουργίες του συντίθενται από έντομα, ανθρωπάκια, πουλιά και φυτά, που υποδηλώνουν ένα παράλογο κόσμο. Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 άρχισε να διαμορφώνει το γνωστό ανθρωπάκι, που επαναλαμβάνεται αρχικά γύρω από μια κεντρική παράσταση, για να σχηματοποιηθεί και να τυποποιηθεί στη συνέχεια, αποτελώντας, επαναλαμβανόμενο σε διάφορες παραλλαγές, ένα σύμβολο και ένα μέσο ειρωνείας και κοινωνικής κριτικής. Με επίκεντρο το ανθρωπάκι αυτό δημιούργησε επίσης κατασκευές, υπερμεγέθεις γλυπτικές συνθέσεις, περιβάλλοντα και χάπενινγκς, ενώ το μετέφερε και σε ρούχα, υφάσματα και παιχνίδια.

Σπούδασε χημικός στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και από το 1907 πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία του Μονάχου, κοντά στον Gabriel von Hackl. Στην Αθήνα ήρθε το 1912/1913, αφού πρηγουμένως είχε επισκεφτεί το Λονδίνο και το Παρίσι. Το 1917 πήρε μέρος στην έκθεση του Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών, ενώ το 1931 εξέθεσε με την “Ομάδα Τέχνη”. Συμμετείχε επίσης στις Μπιενάλε της Βενετίας του 1934 και του 1936, καθώς και στην Πανελλήνιο του 1938. Αναδρομική έκθεση του έργου του πραγματοποιήθηκε το 1961 στην γκαλερί “Ζυγός”.

Ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την τοπιογραφία και την προσωπογραφία, αφήνοντας ένα περιορισμένο σε έκταση έργο ιμπρεσιονιστικού ή μεταϊμπρεσιονιστικού χαρακτήρα, που διακρίνεται για την ευαισθησία και τη λεπτότητά του.

Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, κοντά στους Σπυρίδωνα Προσαλέντη, Κωνσταντίνο Βολανάκη και Νικηφόρο Λύτρα, και μετά το 1895 στο Μόναχο, όπου μαθήτευσε κοντά στους Νικόλαο Γύζη και Γεώργιο Ιακωβίδη. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα δίδαξε προσωπογραφία στην Καλλιτεχνική Σχολή Κυριών και Δεσποινίδων της “Εταιρείας Φιλοτέχνων”. Το 1900 έλαβε μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού και από το 1901 συμμετείχε σε εκθέσεις στην Ελλάδα (Εταιρεία Φιλοτέχνων 1901, “Παρνασσός” 1901, 1903, Ζάππειο 1908). Από το 1903 έως το 1936 δίδαξε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχικά αγαλματογραφία, ενώ από το 1904 ανέλαβε την έδρα της σκιαγραφίας στη θέση του παραιτηθέντος Κωνσταντίνου Βολανάκη. Το 1934 αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Ακαδημαϊκός ζωγράφος, ασχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την προσωπογραφία. Το έργο του διακρίνεται για τη συμβατικότητά του και επικρίθηκε συχνά για την προσκόλλησή του σε συντηρητικά πρότυπα.

Γιος του ιταλού Βικέντιου Λάντσα, σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα. Εξέθεσε έργα του στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Από το 1909 έως το 1932 δίδαξε σχέδιο στο Σχολείο των Τεχνών.

Απεικόνισε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία σύμφωνα με το ρομαντικό πνεύμα των ευρωπαίων περιηγητών.

Μαθητής του Δημήτριου Γερανιώτη, του Γεώργιου Ιακωβίδη και του Γεώργιου Ροϊλού, αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1919. Παρουσίασε έργα του σε εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών και άλλες ομαδικές, καθώς και στη Μπιενάλε της Βενετίας του 1934. Το 1930 πραγματοποίησε τη μοναδική ατομική του έκθεση στην αίθουσα του “Παρνασσού”. Το 1974 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του.

Ασχολήθηκε κυρίως με την απεικόνιση τοπίων, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στην απόδοση των χρωμάτων και της ατμόσφαιρας.

Σπούδασε ζωγραφική στο Μόναχο, όπου μαθήτευσε κοντά στο Νικόλαο Γύζη από το 1883 έως το 1887, χρονιά της επιστροφής του στην Ελλάδα. Το 1891 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Ευελπίδων και το 1910 συντηρητής στην Εθνική Πινακοθήκη. Έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα (“Παρνασσός” 1901 – 1905, Ελληνική Καλλιτεχνική Εταιρεία 1907) και την Αλεξάνδρεια (1905).

Συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους έλληνες τοπιογράφους του τέλους του 19ου και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Στο έργο του αξιοποίησε τα νεοτεριστικά μηνύματα του Γερμανικού Ιμπρεσιονισμού.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην Κέρκυρα από τον Χαράλαμπο Παχή και συνέχισε με σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Νάπολης, κοντά στον Vicenzo Marinelli. Δίδαξε στο Πρακτικό Λύκειο της Κέρκυρας, ενώ διετέλεσε και διευθυντής της Καλλιτεχνικής Σχολής του νησιού. Ασχολήθηκε επίσης με τη μουσική και την ποίηση.

Προσωπογραφίες, ηθογραφικές σκηνές και θρησκευτικά θέματα απασχόλησαν το ζωγράφο αυτό, που καλλιέργησε έναν τύπο Ακαδημαϊκού Ρεαλισμού, ενώ σε κάποια τοπία του εμφανίζονται ορισμένα υπαιθριστικά ανοίγματα.

Σπούδασε αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών, από όπου αποφοίτησε το 1878. Τον επόμενο χρόνο πήγε στο Μόναχο και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Το 1891, εξαιτίας της εκδήλωσης ψυχοπάθειας, αποσύρθηκε στο χωριό του και τον επόμενο χρόνο πέθανε στο Δρομοκαΐτειο.

Καταπιάστηκε κυρίως με την προσωπογραφία στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας της Σχολής του Μονάχου και παρουσίασε έργα του στα Ολύμπια του 1875 και στον Καλλιτεχνικό Σύλλογο του Μονάχου το 1882 και το 1883.

Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών (1874-1880) κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Μετά το τέλος των σπουδών του δίδαξε τεχνικά σε δημόσια σχολεία.

Ξεκινώντας πολύ νέος την εκθεσιακή του δραστηριότητα, έλαβε μέρος στα Ολύμπια του 1875 και συνέχισε με συμμετοχές σε διάφορες ομαδικές, όπως η Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση το 1888, η Καλλιτεχνική Έκθεση των Αθηνών το 1899, η έκθεση του Δημαρχείου το 1902 και η Διεθνής των Αθηνών το 1903.

Στα πρωιμότερα έργα του το ενδιαφέρον του εντοπίζεται στις ηθογραφικές σκηνές, στις οποίες υιοθετεί το ύφος του Λύτρα. Αργότερα, ακολουθώντας την τάση της εποχής, στρέφεται στην απεικόνιση του τοπίου και απελευθερώνεται από τις επιδράσεις του δασκάλου του, αποδίδοντάς το με μεγαλύτερη ελευθερία. Η προσφορά του στον τομέα αυτό είναι σημαντική γιατί οι συνθέσεις του, που εικονίζουν τα περίχωρα της Αθήνας, αποτελούν τοπιογραφικές μαρτυρίες της εποχής. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα περιλαμβάνει επίσης την τοιχογραφική διακόσμηση της εκκλησίας Χριστοκοπίδη στην Αθήνα, ενώ, στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με την ξυλογραφία, συνεργάστηκε στη δεκαετία του 1880 με τα περιοδικά “Ποικίλη Στοά” και “Εστία”.

Η οικογένειά του καταγόταν από τη Γαλλία (De Bocchaciampe) και επί Βουρβώνων κατείχε οικόσημο βαρωνείας. Ο ίδιος σπούδασε αρχικά στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Μασσαλίας, ενώ αργότερα πήγε στη Φλωρεντία και στη συνέχεια στη Ρώμη, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά. Το 1895 επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου παρέμεινε τέσσερα χρόνια και ίδρυσε καλλιτεχνική σχολή. Το 1899 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ένα χρόνο αργότερα διαδέχτηκε τον Βικέντιο Λάντσα στην έδρα της Κοσμηματογραφίας του Σχολείου των Τεχνών. Στη θέση αυτή παρέμεινε ως το 1928, ενώ παράλληλα δίδαξε στην Καλλιτεχνική Σχολή των Φιλοτέχνων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη έλαβε μέρος σε πολλές καλλιτεχνικές διοργανώσεις, ενώ στην Ελλάδα οργάνωνε κάθε χρόνο ατομική έκθεση στο εργαστήριό του. ‘Ελαβε επίσης μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900, στις Διεθνείς των Αθηνών το 1903 και της Ρώμης το 1911, στην Ελληνογαλλική του Ζαππείου το 1918, καθώς και στις εκθέσεις του Παρνασού και του Ζαππείου από το 1902 ως το 1926. Ο Μποκατσιάμπης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους έλληνες υδατογράφους και, μαζί με τον Άγγελο Γιαλλινά, δημιούργησε μια παράδοση του είδους στα Επτάνησα. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα χρησιμοποίησε επίσης το λάδι και το παστέλ, ασχολήθηκε δε αποκλειστικά σχεδόν με το τοπίο, ιδιαίτερα της Κέρκυρας και της Αθήνας, το οποίο απέδωσε με ποιητική διάθεση, προσδίδοντάς του ειδυλλιακό χαρακτήρα.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Ανδρέα Γεωργιάδη (1950 – 1955).

Παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση με αφαιρετικά έργα στην Αθήνα το 1960 στην γκαλερί “Ζυγός”. Την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έμεινε έως το 1981, ταξιδεύοντας παράλληλα σε πολλές χώρες. Το 1962 δημιούργησε τη σειρά των “Μύθων” και λίγο αργότερα μονοτυπίες με τον τίτλο “Επαναλήψεις”. Το 1965 παρουσίασε στο Σαρλότενμπουργκ στο Βερολίνο τα πρώτα της κολάζ, τα οποία εξέθεσε τη ίδια χρονιά και στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το 1968 άρχισε να δουλεύει τα “Μεκανό” – συναρμολογούμενες ξυλοκατασκευές μεγάλων διαστάσεων -, ακολούθησαν τα “bloc-notes” και, λίγο μετά, οι “Λαβύρινθοι” σε πλεξιγκλάς. Το 1982 έλαβε μέρος στα Ευρωπάλια που διοργανώθηκαν στην Αμβέρσα και το 1994 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο.

Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά, στη Ρώμη. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα δίδαξε και ο ίδιος ζωγραφική, στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα και τη Σμύρνη. Το 1875 έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων. Άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, γνώριζε αγγλικά και ιταλικά, έγραφε ποιήματα και αντέγραφε έργα μεγάλων ζωγράφων. Παράλληλα φιλοτεχνούσε υδατογραφίες στις οποίες απεικόνιζε στιγμιότυπα, στάσεις και ενδυμασίες των προσφύγων και των αγωνιστών που κετέφευγαν την εποχή εκείνη στα Επτάνησα από την ηπειρωτική Ελλάδα.

Ο Γιατράς ανήκει στους ζωγράφους της Επτανησιακής Σχολής. Ασχολήθηκε με την προσωπογραφία με μία διάθεση εξιδανίκευσης των μορφών, συμβάλλοντας με το έργο του στην αλλαγή τεχνοτροπίας που συντελέστηκε στα Επτάνησα στο β’ μισό του 19ου αιώνα.

Γιος του Ιωάννη Καντούνη, γιατρού, ποιητή και συγγραφέα, μαθήτευσε κοντά στον Ιωάννη Κοράη και, πιθανόν, τον Νικόλαο Κουτούζη, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, τον απέβαλε από το εργαστήριό του από φθόνο. Ο ίδιος πάντως δήλωνε αυτοδίδακτος, όπως φαίνεται και στο επίγραμμα μιας αυτοπροσωπογραφίας του (Εθνική Πινακοθήκη). Η επίδραση του Κουτούζη πάντως είναι εμφανής τόσο στο έργο του όσο και στην ιδιωτική του ζωή, αφού, ακολουθώντας το παράδειγμά του, χειροτονήθηκε το 1788 ιερέας στο ναό της Ευαγγελίστριας στη Ζάκυνθο. Αργότερα, ως μέλος της Φιλικής Εταιρείας, εργάστηκε για την Επανάσταση και από το Μάιο ως τον Οκτώβριο του 1821 εξορίστηκε στο νησί της Κυράς αφ’ το Δία, κοντά στην Κεφαλλονιά, όπου φιλοτέχνησε και το “Μυστικό Δείπνο”.

Το έργο του περιλαμβάνει θρησκευτικές συνθέσεις και προσωπογραφίες. Στο θρησκευτικό μέρος ανήκουν εικονογραφήσεις στους ναούς των Αγίων Πάντων, των Αγίων Αποστόλων, της Παναγίας του Τσουρούφλη, της Αγίας Παρασκευής, της Οδηγήτριας και της Χρυσοπηγής στη Ζάκυνθο, οι οποίες δεν σώζονται. Στο Μουσείο Ζακύνθου φυλάσσονται συνθέσεις από το ναό της Πικριδιώτισσας, των Αγίων Αναργύρων, του Αγίου Γεωργίου της Κυπριάνας, της Επισκοπιανής, του Αγίου Ανδρέα του Αβούρη, του Αγίου Αντωνίου του Ανδρίτση κ. ά., ενώ επί τόπου σώζονται συνθέσεις στο Καθολικό της Μονής της Πλατυτέρας στην Κέρκυρα και στο ναό της Αγίας Αικατερίνης του Σινά στη Ζάκυνθο. Για την απόδοση των συνθέσεων αυτών πρότυπό του υπήρξε το έργο του Κουτούζη, αλλά και έργα Ιταλών και Φλαμανδών που κυκλοφορούσαν ευρέως σε χαρακτικά φύλλα την εποχή εκείνη στα Επτάνησα. Από τον Κουτούζη επηρεάστηκε και στις προσωπογραφίες του, μαζί δε αποτελούν τους θεμελιωτές της κοσμικής ζωγραφικής και ιδιαίτερα της προσωπογραφίας.

Μαθήτευσε πιθανώς στο εργαστήριο του Νικόλαου Δοξαρά στη Ζάκυνθο, και υπό τη δική του επίβλεψη φιλοτέχνησε το 1757 τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και την Αγία Βαρβάρα στον Άγιο Δημήτριο του Κόλλα, που σήμερα δεν σώζονται. Στα 1760 – 1764 πιθανολογείται ότι ταξίδεψε στη Βενετία, ενώ το 1766 βρισκόταν στη Ζάκυνθο και ζωγράφισε τη Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου, πίνακα υπογεγραμμένο και χρονολογημένο που βρίσκεται στο γυναικωνίτη του ναού του Αγίου Διονυσίου. Το 1770 τραυματίστηκε στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια συμπλοκής. Το 1777 χειροτονήθηκε ιερέας στη Λευκάδα και στη συνέχεια έγινε εφημέριος σε εκκλησίες της γενέτειράς του. Παράλληλα με το ζωγραφικό και εκκλησιαστικό του έργο, ασχολήθηκε με τη σατιρική ποίηση ασκώντας έντονη κριτική στα πράγματα του καιρού του, ενώ η εκκεντρική του συμπεριφορά όπως και ο ανατρεπτικός και θεατρικός τρόπος τέλεσης της λειτουργίας προκάλεσαν τη σύγκρουση με τον περίγυρό του. Τρία θρησκευτικά ζωγραφικά σύνολα, που προέρχονται από ναούς της Ζακύνθου, και συγκεκριμένα από τον Άγιο Σπυρίδωνα το Φλαμπουριάρη, τον Άγιο Γεώργιο τον Πετρούτσο και τον Άγιο Αντώνιο τον Ανδρίτση, αποδίδονται στον Κουτούζη. Η παράσταση της Γέννησης της Θεοτόκου στην ουρανία της εκκλησίας της Παναγίας των Ξένων στην Κέρκυρα, καθώς και τέσσερις πίνακες στη μονή του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο με θέματα από το βίο του αγίου είναι επίσης δικά του έργα.

Κυρίαρχη μορφή της τέχνης στα Επτάνησα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, καλλιέργησε κυρίως τη θρησκευτική σκηνή, ενώ στο πλαίσιο της κοσμικής ζωγραφικής σημαντικότατη θεωρείται η συμβολή του στη διαμόρφωση της προσωπογραφίας. Ακολούθησε τα πρότυπα του ιταλικού μπαρόκ και ήλθε σε ρήξη με την παράδοση της μεταβυζαντινής τέχνης, τόσο σε επίπεδο τεχνικής όσο και σε επίπεδο εικαστικής διαπραγμάτευσης. Το έργο του άσκησε επίδραση στους ομοτέχνους του και βρήκε συνέχεια στη ζωγραφική του μαθητή του, Νικόλαου Καντούνη.