Ξεκίνησε με σπουδές Ιατρικής (1943-1944), τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να στραφεί στη Σχολή Καλών Τεχνών και να σπουδάσει ζωγραφική στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη (1944-1947). Το 1954 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου, ως το 1957, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη ζωγραφική και διδάχτηκε την τέχνη του ψηφιδωτού.

Στο Παρίσι παρουσίασε το 1964 την πρώτη ατομική του έκθεση στη Galerie J, την οποία ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας της Ελλάδας και άλλων χωρών, ενώ το 1998 το έργο του παρουσιάστηκε αναδρομικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Έχει λάβει επίσης μέρος σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως οι “Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική” το 1964 στο Teatro la Fenice της Βενετίας στο πλαίσιο της Μπιενάλε, η Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1965 και τα Ευρωπάλια το 1982. Ενδιαφερόμενος και σε θεωρητικό επίπεδο για την τέχνη, δημοσίευσε άρθρα σε περιοδικά και εξέδωσε τα βιβλία “Η ζωγραφική πράξη και σκέψη” (Αθήνα 1973), “Κιαροσκούρο”, 1982 και “Επιλογή από το ημερολόγιο 1973-1985” (Αθήνα 1987). Γνωρίζοντας από κοντά την αφηρημένη τέχνη, υιοθέτησε τα διδάγματά της από τα πρώτα κιόλας χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, δημιουργώντας την πρώτη σειρά κουτιών με τη χρησιμοποίηση ευτελών, καθημερινών υλικών, τα οποία βάφει με κοινά χρώματα, τρυπά, σχίζει και τσαλακώνει. Αργότερα δημιούργησε συνθέσεις επηρεασμένες από την hard edge, την οπτική και την κινητική τέχνη, ενώ στη συνέχεια επανήλθε στις επίπεδες επιφάνειες. Στα έργα αυτά το χαρτόνι, που αποτελεί το βασικό υλικό, τέμνεται ή αφαιρείται για να αφήσει ελεύθερο το λευκό φως του τοίχου. Στη συνέχεια το καναβάτσο αντικαθιστά το χαρτόνι και, αποτελούμενο από λωρίδες ή κομμάτια αρέλιαστα, ραμμένα με εμφανείς βελονιές ή ξεφτισμένα και χρωματισμένα, κρέμεται ελεύθερα στον τοίχο αφήνοντας να εισρεύσει το φως.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον πατέρα του, Περικλή Βυζάντιο. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1938-1942) και το 1946, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι, φοιτώντας στις ακαδημίες Julian και Grande Chaumiere. Εγκατεστημένος από τότε μόνιμα στη γαλλική πρωτεύουσα, συνδέθηκε με τον Alberto Giacometti, τον Christian Zervos, τον Ευγένιο Ιονέσκο και τον Δημήτρη Γαλάνη, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη της χαρακτικής.

Το 1951 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ariel. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και την Αθήνα, μερικές από τις οποίες προλόγισαν ο Ευγένιος Ιονέσκο, ο Michel Foucault και άλλες προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων. Πολυάριθμες είναι επίσης και οι συμμετοχές του σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις στη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ξεκινώντας από την παραστατική απόδοση με επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή αλλά και το τοπίο, εγκατέλειψε σύντομα τα διδάγματα των δασκάλων του υιοθετώντας ένα προσωπικό ύφος. Αργότερα στράφηκε για ένα διάστημα στην αφηρημένη ζωγραφική, για να επανέλθει στη συνέχεια στην παραστατική απεικόνιση. Εισάγοντας στη θεματογραφία του και τη νεκρή φύση, δημιούργησε συνθέσεις με μια ιδιόμορφη προοπτική που υποβάλλει μία αινιγματική ατμόσφαιρα και ένα “προβληματικό” χώρο, στον οποίο εντάσσει μορφές με μανιεριστικά χαρακτηριστικά σε παράδοξες θέσεις και στάσεις.

Καταγόμενος από οικογένεια εμπόρων, μετά το τέλος των εγκυκλίων σπουδών του στη Σύρο στράφηκε και ο ίδιος στο εμπόριο. Το 1856 βρισκόταν στην Τεργέστη, όπου εργαζόταν ως λογιστής στον εμπορικό οίκο του γαμπρού του Γεωργίου Αφεντούλη. Την ίδια περίοδο άρχισε να φιλοτεχνεί τα πρώτα του σχέδια με θέματα από το λιμάνι και το 1864, με την προτροπή του εργοδότη του και την οικονομική βοήθεια της οικογένειάς του, πήγε στο Μόναχο, όπου άρχισε τη φοίτησή του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κοντά στον Karl von Piloty.

Η συμμετοχή του στο διαγωνισμό για την απεικόνιση της ναυμαχίας της Λίσσας, που προκήρυξε το 1866 η αυστριακή κυβέρνηση, του χάρισε το 1867 το πρώτο βραβείο για τα σχέδια, που συνοδευόταν από ένα ταξίδι στην Αδριατική για να γνωρίσει τον τόπο της ναυμαχίας. Τον επόμενο χρόνο το έργο παρουσιάστηκε στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Βιέννης και αγοράστηκε από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Το 1868 άρχισε επίσης να παίρνει μέρος στις εκθέσεις της Καλλιτεχνικής Εταιρείας του Μονάχου, στις οποίες συμμετείχε και πάλι στα 1869, 1872, 1873, 1877 και 1878, ενώ το 1877 εξέθεσε στο Λονδίνο τη “Ναυμαχία του Τραφάλγκαρ”, που αγοράστηκε από το Υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας.

Το 1883 επέστρεψε στην Ελλάδα και διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε Στοιχειώδη Γραφική και Αγαλματογραφία ως το 1903, οπότε και παραιτήθηκε για λόγους υγείας. Παράλληλα δίδασκε στο “Καλλιτεχνικό Κέντρο”, σχολή ζωγραφικής που ίδρυσε ο ίδιος το 1895 στον Πειραιά, όπου εγκαταστάθηκε μετά την επιστροφή του από το Μόναχο.

Συνεχίζοντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα, συμμετείχε στις εκθέσεις της Οικίας Μελά το 1881 και του “Παρνασσού”, στα Ολύμπια του 1888, στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών το 1903, στην οποία τιμήθηκε με αργυρό βραβείο, στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ το 1907, στην οποία επίσης βραβεύτηκε, κ.α. Το 1883, εξάλλου, παρουσίασε στα Ανάκτορα τη “Ναυμαχία της Σαλαμίνας”, ενώ το 1889 του απενεμήθη ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος.

Αν και ξεκίνησε από την τοπιογραφία, ο Βολανάκης εξελίχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους έλληνες θαλασσογράφους, απεικονίζοντας ναυμαχίες, σκηνές από λιμάνια, καράβια και καΐκια, αλλά και σημαντικά γεγονότα του κοινωνικού βίου. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από χρωματική αρμονία και επιμελημένη απόδοση των λεπτομερειών και φανερώνουν τη μελέτη της ολλανδικής θαλασσογραφικής παράδοσης. Στα τοπία του διαφαίνονται επιδράσεις της Σχολής της Barbizon και του έργου του Corot, ενώ δεν λείπουν και οι απηχήσεις του γαλλικού ιμπρεσιονισμού.

Έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Τήνο και το 1850 εγκαταστάθηκε με τον πατέρα του στην Αθήνα, προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να καλλιεργήσει συστηματικά την κλίση του προς τη ζωγραφική. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του, παρακολούθησε μαθήματα στο Πολυτεχνείο ως ακροατής. Ενεγράφη επισήμως πια το 1854 και φοίτησε έως το 1864 με δασκάλους τους Φίλιππο Μαργαρίτη, Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, Raffaelo Ceccoli, Ludwig Thiersch, Πέτρο Παυλίδη – Μινώτο και Βασίλειο Καρούμπα – Σκόπα. Το 1859 έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων. Το 1862, με σύσταση του συμπατριώτη και στενού του φίλου Νικηφόρου Λύτρα, γνώρισε τον εύπορο Τηνιακό και μετέπειτα πεθερό του Νικόλαο Νάζο, ο οποίος τον βοήθησε να λάβει υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου. Στα μέσα του 1865 αναχώρησε για το Μόναχο, όπου μαθήτευσε κοντά στον Hermann Anschutz και τον Alexander von Wagner στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, πριν γίνει δεκτός, το 1868, στην τάξη του Karl von Piloty. Στο Μόναχο μυήθηκε στην καλλιτεχνική ζωή από το Λύτρα, που ήταν εγκατεστημένος εκεί ήδη από το 1860, και γρήγορα έγινε δεκτός στον κύκλο του Leibl, ενώ συνδέθηκε φιλικά με τους ζωγράφους Franz von Defregger, Eduard Kurzbauer και, αργότερα, με το Franz von Lenbach. Μετά τις συμμετοχές του σε εκθέσεις στο Μόναχο και τη Βιέννη, αναχώρησε το 1872 για την Ελλάδα, όπου παρέμεινε δύο χρόνια. Το ταξίδι στην Ανατολή, που πραγματοποίησε ενδιαμέσως, το 1873, μαζί με το Λύτρα, επηρέασε καθοριστικά την αντίληψη και την απόδοση του χρώματος και του φωτός στο έργο του. Επέστρεψε, οριστικά πλέον, στο Μόναχο το 1874, όπου μετείχε συστηματικά στις ετήσιες και τις διεθνείς εκθέσεις του Glaspalast. Το 1875 έγινε μέλος του καλλιτεχνικού συλλόγου “Αllotria”. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1878, όπου συμμετείχε στο γερμανικό τμήμα, απέσπασε το τρίτο βραβείο, και το 1879 ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου. Στα 1878 – 1880 εκτέλεσε την οροφογραφία του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών στο Kaiserslautern. Το 1880 έγινε επίτιμο μέλος της Ακαδημίας των Ωραίων Τεχνών, το 1882 αναπληρωτής καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και έξι χρόνια αργότερα, το 1888, τακτικός καθηγητής. Εκτός από την ηθογραφία, τη νεκρή φύση και το πορτρέτο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 ο Γύζης θα στραφεί προς τα ιδεαλιστικά – αλληγορικά θέματα, που είχε προσεγγίσει ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, και θα αναδειχθεί έτσι σε εκφραστή ενός νέου πνεύματος που εκείνη την εποχή καλλιεργείτο στο Μόναχο προαναγγέλλοντας το Jugendstil. Το 1887 σχεδίασε τη σημαία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας, ενώ ένα χρόνο αργότερα, με το “Πνεύμα της Τέχνης” για την 3η Διεθνή Έκθεση του Μονάχου, στράφηκε προς τον τομέα της καλλιτεχνικής αφίσας. Το 1892 κέρδισε χρυσά μετάλλια στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και στη Μαδρίτη, εξελέγη δε μέλος της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Έκθεσης του Σικάγου του 1893, χρονιά κατά την οποία εικονογράφησε και το διήγημα του Δημητρίου Βικέλα “Φίλιππος Μάρθας”. Το 1895 πραγματοποίησε το τελευταίο του ταξίδι στην Ελλάδα. Το 1896 ολοκλήρωσε το Δίπλωμα των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ τα χρόνια 1895 – 1899 φιλοτέχνησε τη μεγάλη ιδεαλιστική σύνθεση “Η Αποθέωση της Βαυαρίας” για το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών της Νυρεμβέργης. Το 1899 απέστειλε τη “Δόξα” στην έκθεση της Αθήνας, ενώ το 1900 τα έργα του Νέος Αιώνας και Εαρινή Συμφωνία παρουσιάστηκαν στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι, και στο Glaspalast η μεγάλη σύνθεση “Ιδού ο Νυμφίος”, που εντάσσεται στα θρησκευτικά οράματα, τα οποία δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Το 1901 πραγματοποιήθηκε στο Glaspalast μεταθανάτια έκθεση αφιερωμένη στους εκλιπόντες Wilhelm Leibl, Arnold Bocklin και Νικόλαο Γύζη. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε η βιογραφία του από το Marcel Montandon. Το 1928 η Εταιρεία Φιλοτέχνων οργάνωσε στο Ιλίου Μέλαθρον αναδρομική έκθεση, που περιελάμβανε τετρακόσια εξήντα τρία έργα του. Το 2001 η Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών παρουσίασε μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του με τη συμπλήρωση εκατό ετών από το θάνατό του.

Κυρίαρχη μορφή της “Σχολής του Μονάχου”, ο Γύζης επηρέασε την πορεία της ελληνικής τέχνης με το ζωγραφικό του έργο, ενώ σημαντική είναι η θέση του και στη γερμανική ιστορία της τέχνης του 19ου αιώνα. Στις ηθογραφίες του κατόρθωσε να υπερβεί το επίπεδο της απλής διήγησης, ενώ το διαμέτρημά του αναδεικνύεται στο ιδεαλιστικό, αλληγορικό και θρησκευτικό του έργο, τομείς στους οποίους συμβάδισε με τις αναζητήσεις του πρωτοποριακού κινήματος Jugendstil.

Το 1911 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα και το 1919 γράφτηκε στο Σχολείον των Τεχνών, το οποίο όμως εγκατέλειψε πολύ γρήγορα γιατί διαφωνούσε με το ακαδημαϊκό σύστημα διδασκαλίας. Την περίοδο 1920-1927 ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γερμανία και το Παρίσι, όπου παρέμεινε ως το 1925 και συνεργάστηκε με την εφημερίδα “Petit Parisien” δημοσιεύοντας σκίτσα. Στη συνέχεια επισκέφτηκε τη Μάλτα, όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η οικογένειά του, και το 1927 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, συνεχίζοντας να συνεργάζεται στην εικονογράφηση εφημερίδων και περιοδικών. Παράλληλα, ενδιαφερόμενος και σε θεωρητικό επίπεδο για τα προβλήματα της τέχνης, δημοσίευσε το 1940 το δοκίμιο “Τέχνη και Εποχή” και τα άρθρα “Έρευνα και διδασκαλία”, “Προβλήματα δημόσιας αισθητικής” και “Καλλιτεχνική αγορά” στο περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα”.

Το 1922 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα με την οργάνωση ατομικής έκθεσης στο “Αυτοκρατορικόν”. Ακολούθησαν άλλες ατομικές και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων και της “Ομάδας Τέχνη”, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, ενώ το 1934 υπήρξε ένας από τους εκπροσώπους της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας. Μετά το θάνατό του οργανώθηκαν αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του στον “Παρνασσό” το 1957, στη γκαλερί Άστορ το 1973 και στη γκαλερί Dada το 1987.

Άνθρωπος ανήσυχος και ευαίσθητος, ακολούθησε και στο έργο του ένα αντιακαδημαϊκό πνεύμα, φιλοτεχνώντας με εξπρεσιονιστικό ύφος και ψυχογραφική διάθεση προσωπογραφίες, τοπία αλλά και θρησκευτικά θέματα. Στο ίδιο κλίμα κινείται και η γλυπτική του, που περιλαμβάνει κυρίως κεφάλια σε πηλό και γύψο.

Μετά τον απαγχονισμό του πατέρα του από τους Τούρκους το 1821 βρέθηκε μαζί με τον αδελφό του Ευθύμιο στο Ορφανοτροφείο του Καποδίστρια στην Αίγινα. Το 1832, με τη μεσολάβηση πιθανώς του Ludwig Thiersch, έφυγε στο Μόναχο, όπου φοίτησε στο “Πανελλήνιον”, το ελληνικό παιδαγωγικό σχολείο που είχε ιδρύσει ο Λουδοβίκος Α΄ για τα ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1844, έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και έως το 1855 ήταν υπότροφος της ελληνικής παροικίας. Χάρη στην οικονομική αυτή στήριξη ταξίδεψε στην Ευρώπη, ενώ από το 1848 έως το 1851 βρέθηκε στην Ελλάδα, με σκοπό να μελετήσει την τοπογραφία και τις φυσιογνωμίες που επρόκειτο να απεικονίσει στις ιστορικές του σκηνές. Στο Μόναχο είχε στο μεταξύ γνωρίσει το έργο των Peter von Hess, Karl von Heideck, Johann Petzl, Karl Krazeisen και Joseph Stieler, γεγονός που ερμηνεύει τη διαμόρφωση του ύφους του μέσα στο κλασικό ρομαντικό πνεύμα αλλά και την επιλογή των θεμάτων της ζωγραφικής του μέσα από τα γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.

Επιστρέφοντας στη βαυαρική πρωτεύουσα άνοιξε εργαστήριο και κοντά του δούλευαν αρκετοί νεαροί μαθητευόμενοι. Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας πήρε μέρος σε πολλές εκθέσεις (Παγκόσμια Έκθεση Παρισιού 1855, Διεθνής Έκθεση Λονδίνου 1862, Ολύμπια 1870) και απέσπασε διακρίσεις (Α΄ βραβείο στη Διεθνή Έκθεση της Βιέννης του 1853 για το έργο “Η Έξοδος του Μεσολογγίου”, αργυρό βραβείο β΄ τάξεως στα Ολύμπια του 1870 για τη λιθογραφία του με θέμα το “Στρατόπεδο του Καραϊσκάκη”). Κατά τα έτη 1861-1863 ιστόρησε την ελληνική εκκλησία του Ευαγγελισμού στο Μάντσεστερ, μετά από παραγγελία της εκεί ελληνικής παροικίας. Την τελευταία δεκαετία της ζωής του δεν μαρτυρούνται πλέον έργα του, καθώς μία οφθαλμική πάθηση τον ανάγκασε να απομονωθεί από την καλλιτεχνική και κοινωνική ζωή του Μονάχου. Οι πίνακές του, που με τη διαθήκη του κληροδότησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, περιήλθαν εντέλει στην Εθνική Πινακοθήκη μέσω της Δωρεάς του Πανεπιστημίου. Στην έκθεση μνημείων του Ιερού Αγώνα, που οργανώθηκε, μετά το θάνατό του, στον “Παρνασσό” το 1884 παρουσιάστηκαν έξι έργα του.

Εισηγητής της “Σχολής του Μονάχου”, ασχολήθηκε συστηματικά με την απεικόνιση σκηνών του απελευθερωτικού αγώνα και των επώνυμων ή ανώνυμων πρωταγωνιστών του σύμφωνα με τις αρχές της Ακαδημίας. Η θεματογραφία αυτή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και τα έργα του λιθογραφήθηκαν, κυκλοφόρησαν ευρέως και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του κοινού ως αυθεντικές αναπαραστάσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Άλλη πτυχή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελούν τα πορτρέτα, στα οποία ο Βρυζάκης αναδεικνύεται σε δεξιοτέχνη προσωπογράφο, κάτοχο των εκφραστικών του μέσων.

Γιος του ιταλού καθηγητή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης Saverio Altamura και της ζωγράφου Ελένης Μπούκουρη από τις Σπέτσες, πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τη μητέρα του. Το 1857/1859, μετά το χωρισμό των γονιών του, επέστρεψε με τη μητέρα του και τα αδέλφια του στην Αθήνα. Το 1871-1872, σύμφωνα με τα μητρώα της Σχολής Καλών Τεχνών, φοιτούσε στην τάξη του Νικηφόρου Λύτρα. Από το 1873 ως το 1876, με υποτροφία του Γεωργίου Α’, συνέχισε τις σπουδές του στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης κοντά στο θαλασσογράφο Κarl Frederik Soerensen, φοιτώντας μάλιστα δωρεάν χάρη στις συστάσεις του δανού αρχιτέκτονα Christian Hansen. Προσβεβλημένος από φυματίωση, επέστρεψε το 1876 στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στις Σπέτσες, όπου πέθανε δύο χρόνια αργότερα.

Το 1875 έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων, όπου εξέθεσε το “Λιμάνι της Κοπεγχάγης” και τιμήθηκε με το “αργυρούν νομισματόσημον β’ τάξεως”, και το 1878 στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού, ενώ μετά το θάνατό του έργα του παρουσιάστηκαν σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Γνωρίζοντας την ευρωπαϊκή παράδοση της θαλασσογραφίας και έχοντας αφομοιώσει την ακαδημαϊκή δανική παράδοση στο θέμα, αλλά και τις νεωτεριστικές απόψεις του δασκάλου του, κινήθηκε κατά κύριο λόγο σε αυτή τη θεματογραφική περιοχή, απεικονίζοντας παράλληλα ορισμένα τοπία, προσωπογραφίες και ναυμαχίες από την Ελληνική Επανάσταση. Η ιδιότητα του βασιλικού υποτρόφου τού έδωσε τη δυνατότητα να συναναστραφεί με αξιωματικούς του δανικού πολεμικού ναυτικού και να συμμετάσχει σε πλεύσεις του δανικού στόλου, γνωρίζοντας έτσι τα σκανδιναβικά θαλασσινά τοπία, τα οποία συχνά απεικόνισε στα έργα του. Οι συνθέσεις του, λυρικές και ατμοσφαιρικές, χαρακτηρίζονται από την απόδοση του στιγμιαίου, του φευγαλέου και του ευμετάβλητου και φανερώνουν την επαφή του με τις τάσεις του πρώιμου ιμπρεσιονισμού.

Σπούδασε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών (1900-1904) κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ροϊλό και, με Αβερώφειο υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου (1907-1911), με καθηγητές τους Otto Seitz, Ludwig von Lofftz και Karl von Marr. Στη βαυαρική πρωτεύουσα παρέμεινε ως το 1929, κάνοντας στο ενδιάμεσο ένα μεγάλο εκπαιδευτικό ταξίδι σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, καθώς και στην Κωνσταντινούπολη, την Ιερουσαλήμ, την Αίγυπτο, το Άγιον Όρος και την Αθήνα, για να μελετήσει κυρίως την παράδοση της αγιογραφίας.

Το 1929 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, διατηρώντας τη θέση αυτή ως το 1953. Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου και κατά παραγγελία της κυβέρνησης πήγε στο μέτωπο και απεικόνισε πολλές μάχες. Για το έργο του αυτό τιμήθηκε το 1952 με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών, της οποίας έγινε μέλος το 1959.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις του Glaspalast, καθώς και σε ομαδικές σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, ενώ το 1925 οργάνωσε στον Παρνασσό την πρώτη του ατομική. Παρουσίασε επίσης το έργο του στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1936, σε ομαδικές και σε Πανελλήνιες.

Στη ζωγραφική του ασχολήθηκε αρχικά με μυθολογικά και συμβολικά θέματα, ενώ αργότερα καταπιάστηκε με σκηνές της καθημερινής ζωής, τοπία, προσωπογραφίες και γυμνά σε εσωτερικούς χώρους. Ακολουθώντας στα πρωιμότερα έργα του ένα νατουραλιστικό ύφος, υιοθέτησε αργότερα τις υπαιθριστικές αντιλήψεις της εποχής του, ενώ στα γυμνά του διακρίνεται μία διάθεση για αισθησιακή και ευχάριστη απόδοση.

Κερκυραϊκής καταγωγής, τελείωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή στο Φανάρι. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική, επηρεασμένος ίσως από τη μητέρα του που ήταν ερασιτέχνις ζωγράφος. Το 1903 πήγε στο Μόναχο και το 1906 γράφτηκε στην Ακαδημία, όπου σπούδασε ζωγραφική κοντά στον G. von Hackl και χαρακτική πιθανότατα στο εργαστήριο του M. Kern.

Στη Γερμανία συνδέθηκε φιλικά με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και γνώρισε τις σοσιαλιστικές ιδέες, ενώ το 1909 συμμετείχε στην ίδρυση της “Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ένωσης”. Δημοσίευσε επίσης στο “Νουμά” τη σοσιαλιστικού περιεχομένου μελέτη του “Ανθρώπινες αντιλήψεις”. Την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι και τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου, μαζί με τον Θεοτόκη, οργάνωσε το “Σοσιαλιστικό Κέντρο Κερκύρας”. Το 1914 συμμετείχε στην ίδρυση της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ομάδας “Συντροφιά των Εννέα”, δημοσιεύοντας συγχρόνως ποιήματα, σχέδια και χαρακτικά στο περιοδικό της ομάδας “Κερκυραϊκή Ανθολογία”.

Πριν το 1912 είχε αρχίσει να ασχολείται με την εικονογράφηση διηγημάτων του Κ. Θεοτόκη, από τα οποία όμως εκδόθηκε τότε μόνο “Η τιμή και το χρήμα” (1914). Τα υπόλοιπα εκδόθηκαν το 1982 με τίτλο “Διηγήματα-Κορφιάτικες Ιστορίες” και “Το βιος της κυρά Κερκύρας”. Την περίοδο 1919-1922 φιλοτέχνησε χαρακτικά για την επανέκδοση του βιβλίου του Π. Βλαστού “Στον ήσκιο της συκιάς”, η οποία όμως τελικά δεν έγινε, ενώ το 1922 πήγε στο Βερολίνο, όπου εικονογράφησε το βιβλίο του Alfred Maria Ellis (Werner Hageman) “Iphigenie”.Το 1917 ήρθε στην Αθήνα, όπου παρουσίασε μια σειρά χαρακτικών στο μουσικό κατάστημα Καζάζη, ενώ το 1922 οργάνωσε ατομική έκθεση στο Ζάππειο με λάδια και χαρακτικά. Έλαβε επίσης μέρος σε εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών, ενώ το 1936 χαρακτικά του εκτέθηκαν στη Μπιενάλε της Βενετίας. Μετά το θάνατό του οργανώθηκαν επανειλημμένως αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του.

Το χαρακτικό του έργο, που περιλαμβάνει κυρίως χαλκογραφίες και κατά το μεγαλύτερο μέρος του προοριζόταν για εικονογραφήσεις βιβλίων, κινείται σε μια ρεαλιστική αντίληψη, ενώ στη ζωγραφική του, που περιλαμβάνει τοπία, εσωτερικά και προσωπογραφίες, είναι φανερή η γνωριμία του με τις ιμπρεσιονιστικές και μεταϊμπρεσιονιστικές τάσεις.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1870-1876), με δάσκαλο στη ζωγραφική τον Νικηφόρο Λύτρα. Από το 1877, έχοντας κερδίσει στο διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η Σχολή για σπουδές στην Ευρώπη, φοίτησε στην Ακαδημία του Μονάχου, όπου παρακολούθησε μαθήματα έως το 1883, κοντά στους Ludwig von Lofftz, Wilhelm Lindenschmidt και Gabriel von Max. Στο Μόναχο παρέμεινε έως το τέλος του αιώνα, εντάχθηκε στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης και καθιερώθηκε. Έχοντας ήδη παρουσιάσει έργα του στις εκθέσεις του Kunstverein και στο Glaspalast, το 1884 έγινε τακτικό μέλος της Kunstlergenossenschaft, και ορίστηκε τρεις φορές μέλος στην κριτική επιτροπή των εκθέσεών της (1889, 1892, 1895). Εκτός του γερμανικού χώρου, όπου διακρίθηκε σε πολλές εκθέσεις, σημαντική ήταν η παρουσία του και στις εκθέσεις που διοργανώνονταν στην Αθήνα, καθώς και στις Παγκόσμιες Εκθέσεις στο Παρίσι (1878, 1889 – χάλκινο μετάλλιο, 1900 – χρυσό μετάλλιο). Το 1900, μετά από πρόσκληση της ελληνικής κυβέρνησης, επέστρεψε στην Ελλάδα και ανέλαβε τη διεύθυνση της νεοσύστατης Εθνικής Πινακοθήκης, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1918. Το 1904 διαδέχθηκε το δάσκαλό του Λύτρα στην έδρα της ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε έως το 1930, όντας διευθυντής της Σχολής από το 1910. Το 1914 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1926 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 2005 η Εθνική Πινακοθήκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του.

Θεωρείται ως ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους της ακαδημαϊκής ζωγραφικής στην Ελλάδα, παρά τις κάποιες αντίθετες πτυχές της εικαστικής του δημιουργίας αλλά και της ευρύτερης δράσης του. Στη θεματογραφία των έργων του συγκαταλέγονται μυθολογικές και ηθογραφικές σκηνές, προσωπογραφίες, τοπία και νεκρές φύσεις. Στη διάρκεια της παραμονής του στο Μόναχο, περίοδο κατά την οποία ανιχνεύονται και οι επιρροές του Γερμανικού Ιμπρεσιονισμού στο έργο του ως προς την απόδοση του φωτός και του χρώματος, έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ηθογραφία, τις εικόνες από την παιδική ζωή, καθώς και την απεικόνιση μορφών στο ύπαιθρο. Μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα στράφηκε κυρίως στην εκτέλεση επίσημων πορτρέτων, νεκρών φύσεων και ανθογραφιών.

Υπήρξε μαθητής του Alexandre Cabanel στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική επί μία δεκαετία (π. 1875-1885). Όντας στη γαλλική πρωτεύουσα, εξέθεσε έργα του στο Σαλόν της Εταιρείας Ζώντων Καλλιτεχνών, της οποίας ήταν μέλος (1876, 1877, 1878, 1880), και στην Παγκόσμια Έκθεση του 1878. Το 1885 πήρε μέρος στην πρώτη έκθεση του “Παρνασσού”. Το 1886 διορίστηκε άμισθος καθηγητής Τεχνικών Σχεδιάσεων στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, όπου αργότερα, από το 1903, δίδαξε Στοιχειώδη Γραφική και Σκιαγραφία έως το 1916. Το 1888 μετείχε στην έκθεση των Ολυμπίων στο Ζάππειο, όπου έλαβε έπαινο, το 1899 στην έκθεση της “Εταιρείας Φιλοτέχνων” και το 1900 στην έκθεση της “Καλλιτεχνικής Ενώσεως”. Πήρε επίσης μέρος στην έκθεση της Αλεξάνδρειας το 1903.
Γνωστός ως ζωγράφος νεκρών φύσεων, κυρίως με φρούτα και γλυκίσματα, συντονισμένων με τις αρχές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού, φιλοτέχνησε επίσης προσωπογραφίες.

Γιος του ελληνιστή Friedrich Thiersch, σπούδασε γλυπτική και αργότερα ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Το 1849 αναχώρησε για τη Ρώμη, όπου παρέμεινε έως το 1852 και μελέτησε το έργο του Ραφαήλ. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και δίδαξε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών μέχρι το 1855. Από το 1853 έως το 1855 ιστόρησε τη Ρωσική Εκκλησία στην Αθήνα. Ένα χρόνο μετά, το 1856, έφυγε για το Μόναχο και τα επόμενα χρόνια ταξίδεψε σε πολλές πόλεις, όπως τη Βιέννη, την Αγία Πετρούπολη, την Καρλσρούη, το Λονδίνο και το Παρίσι. Στις τρεις τελευταίες πόλεις καταπιάστηκε με την αγιογράφηση των ελληνικών εκκλησιών. Από την εκθεσιακή του δραστηριότητα είναι γνωστή η συμμετοχή του στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855 και η έκθεση σχεδίων του στο Ζάππειο το 1891, παράλληλα με την παρουσίαση βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων που ανήκαν στη συλλογή του.

Έχοντας αναγεννησιακά πρότυπα, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη θρησκευτική ζωγραφική, ενώ φιλοτέχνησε επίσης προσωπογραφίες.

Σε μικρή ηλικία κατέφυγε με την οικογένειά του στην Οδησσό λόγω των διώξεων από τους Τούρκους και στη συνέχεια στην Πετρούπολη, μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο της εποχής, όπου γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Το 1857 ταξίδεψε στη Ρώμη και τη Βενετία για να γνωρίσει τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης και εγκαταστάθηκε τελικά στη Φλωρεντία, όπου έμεινε και εργάστηκε ως το 1867. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Καμπάνη, η οποία όμως πέθανε ένα χρόνο μετά το γάμο τους από φυματίωση. Έχοντας προσβληθεί και ο ίδιος από την ασθένεια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Φλωρεντία και να κατευθυνθεί στην Αίγυπτο, που είχε θερμότερο κλίμα. Στη διάρκεια του ταξιδιού του πέρασε από την Αθήνα και επισκέφθηκε την Ακρόπολη. Το όνομά του πάντως αναφέρεται για πρώτη φορά το 1878 στο περιοδικό “Εστία”, σύμφωνα με το οποίο η πεθερά του, Ευφημία Καμπάνη, δώρισε επτά έργα του στην Πινακοθήκη του Σχολείου των Τεχνών. Εντούτοις, το ελληνικό κοινό ήρθε πολύ αργότερα σε επαφή με το έργο του, στην έκθεση της Εταιρείας Φιλομούσων το 1895. Έργα του παρουσιάστηκαν επίσης στην έκθεση της Εταιρείας Φιλοτέχνων το 1900, ενώ το 1915 η Εθνική Πινακοθήκη εξέθεσε στο Ζάππειο την “Οικογένεια του ζωγράφου”. Το έργο αυτό παρουσιάστηκε επίσης στην έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών το 1917, καθώς και σε όλες τις εκθέσεις που οργάνωσε η Πινακοθήκη στο Ζάππειο. Το 1908 ο Κίμων Μιχαηλίδης δημοσίευσε εκτενές άρθρο για τον καλλιτέχνη στο περιοδικό “Παναθήναια”, ενώ φαίνεται ότι ήταν αναγνωρισμένος και στη Φλωρεντία, αφού μία αυτοπροσωπογραφία του βρίσκεται στην Πινακοθήκη Uffizi, αλλά και ένα κεφάλι γριάς στο Museo Civico της Πάντοβα.

Η ζωγραφική του Κουνελάκη περιλαμβάνει προσωπογραφίες, θρησκευτικά θέματα και σκηνές από τη μυθολογία. Έχοντας γνωρίσει την τέχνη της Αναγέννησης, αλλά και το έργο των γάλλων κλασικιστών του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, συνδυάζει την αναγεννησιακή κλασική δομή, το μέτρο και την αρμονία με το άψογο σχέδιο και τη μελαγχολική απόδοση των μορφών της γαλλικής τέχνης, ενώ στην απεικόνιση των μυθολογικών σκηνών καθοριστικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε η γνωριμία του με το έργο του Dominique Ingres.

Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών (1844-1848) με καθηγητές τους αδελφούς Φίλιππο και Γεώργιο Μαργαρίτη και τον Raffaelo Ceccoli. Το 1846 βραβεύεται στην κατηγορία της Ελαιογραφίας. Το 1851, με διετή υποτροφία του Όθωνα, συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Ρώμης. Το 1875 μαρτυρείται η συμμετοχή του στην έκθεση των Ολυμπίων. Το έργο του, επηρεασμένο από την τέχνη της αναγέννησης, περιλαμβάνει ηθογραφικές σκηνές και προσωπογραφίες, καθώς και αντιγραφές έργων ιταλικής τέχνης.

Σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Τεχνών, όπου γράφτηκε το 1859. Από το 1865 ως το 1868 συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου, με δάσκαλο τον Karl von Piloty, και κατόπιν στο Παρίσι, κοντά στον Jean-Leon Gerome. Παραμένοντας στο εξωτερικό ως το 1876, εργάστηκε στο Παρίσι, τη Μασσαλία και τη Βιέννη, όπου διακρίθηκε ως προσωπογράφος. Με την προσωπογραφία εξακολούθησε να ασχολείται συστηματικά και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, είναι δε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του είδους τον 19ο αιώνα, αποδίδοντας τους εικονιζόμενους με ρεαλιστική και συγχρόνως ψυχογραφική διάθεση. Η θεματογραφία του περιλαμβάνει επίσης ιστορικές, μυθολογικές, βιβλικές και αλληγορικές παραστάσεις, καθώς και αντιγραφές έργων ξένων ζωγράφων, κυρίως των Rubens, Rembrandt και A. Van Dyck, ενώ στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Liverpool έχει φιλοτεχνήσει μία εικόνα του Χριστού. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων συμμετοχές στο παρισινό Σαλόν το 1869, στα Oλύμπια του 1870, όπου τιμήθηκε με αργυρό νομισματόσημο α’ τάξεως, και του 1888, στη Διεθνή Έκθεση της Κρήτης, στις εκθέσεις της Oικίας Μελά (1881), του “Παρνασσού” (1885) και της Εταιρείας Φιλοτέχνων (1900-1901), ενώ συχνά παρουσίαζε έργα του σε προθήκες αθηναϊκών καταστημάτων.

Σπούδασε αρχικά στην Κέρκυρα κοντά στον Χαράλαμπο Παχή (1872-1875) και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Ρώμη, τη Νάπολη και τη Βενετία (1875-1877/78). Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, πραγματοποίησε όμως πολλά ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ελβετία απεικονίζοντας τα τοπία τους.

Το 1875 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα συμμετέχοντας στα Ολύμπια, ενώ το 1886 παρουσίασε την πρώτη του ατομική στην Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί γνώρισε τον άγγλο πρεσβευτή Ford, ο οποίος του ανέθεσε να φιλοτεχνήσει επτά λευκώματα με τοπία από την Κωνσταντινούπολη, τη Ρόδο, τη Βενετία και την Ισπανία, οργάνωσε εκθέσεις του στην Αθήνα και το εξωτερικό και τον εισήγαγε σε ευρωπαϊκούς αυλικούς κύκλους. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας με διοργανώσεις ατομικών και συμμετοχές σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στον “Παρνασσό” και το Ζάππειο, στην Καλλιτεχνική Έκθεση των Αθηνών το 1899, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900 κ.ά. Το 1918 παρουσίασε μεγάλη ατομική στην αίθουσα GEO, ενώ το 1974 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του.

Το 1902 ίδρυσε την Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας, στην οποία δίδασκε και ο ίδιος, και το 1907/8 διακόσμησε με τοιχογραφίες την οικία Βραΐλα στην Κέρκυρα, εξοχική κατοικία της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Ελισάβετ.

Μετά από πολλές αναζητήσεις εκφραστικών τρόπων ήδη από την εποχή των σπουδών του, ο Γιαλλινάς στράφηκε στην υδατογραφία, την οποία καλλιέργησε σχεδόν αποκλειστικά και εξελίχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους έλληνες υδατογράφους, δημιουργώντας σχολή στον τομέα του. Ζωγραφίζοντας κατά κύριο λόγο τοπία (θαλασσογραφίες, μνημεία της αρχαίας Ελλάδας, του Βυζαντίου και της Ανατολής, συνοικίες κ.ά.), αλλά και ορισμένα ηθογραφικά θέματα, δημιούργησε εικόνες ποιητικές που απηχούν μια κλασικιστική-ρομαντική αντίληψη και χαρακτηρίζονται από την ισορροπία της σύνθεσης, την ιδιαίτερη επιμέλεια στην απόδοση των λεπτομερειών και την ευαισθησία στην απόδοση των χρωματικών διαβαθμίσεων.

Ορφανός από πατέρα, καθιέρωσε το επώνυμο της μητέρας του αντί του πατρικού του ονόματος “Αποστολέλλης”. Φοίτησε στο γυμνάσιο των Κυδωνιών. Το 1913 γράφτηκε στην τρίτη τάξη της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, δύο χρόνια όμως αργότερα διέκοψε τις σπουδές του και, αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, εγκαταστάθηκε έως το 1919 στο Παρίσι, όπου και έγραψε το βιβλίο του Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του και δίδαξε γαλλική γλώσσα και καλλιτεχνικά μαθήματα στο γυμνάσιο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε ως πρόσφυγας στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα και εργάστηκε για το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη. Το 1923 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και ήλθε σε επαφή με τη βυζαντινή ζωγραφική. Την ίδια χρονιά εξέθεσε με τον Κωνσταντίνο Μαλέα και παρουσίασε έργα του στο Λύκειο των Ελληνίδων στην Αθήνα. Εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας (1930), στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου (1933) και στο Μουσείο της Κέρκυρας (1934 – 1935), ενώ από το 1936 δούλεψε για τη συντήρηση και τον καθαρισμό των τοιχογραφιών της Περίβλεπτου στο Μυστρά. Το 1932, με βοηθούς το Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο, ζωγράφισε με την τεχνική της νωπογραφίας τις τοιχογραφίες του σπιτιού του, που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, και το 1933 πήρε το δίπλωμά του από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Συμμετείχε σε Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις (1938, 1948, 1957), στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1934 και στη Β΄ Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1957). Στα 1937 – 1939 φιλοτέχνησε κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία τις τοιχογραφίες του Δημαρχείου της Αθήνας. Το 1960 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το δίτομο βιβλίο του Έκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Αστήρ”, καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος, ενώ το 1965 έλαβε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών. Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και την Καπνικαρέα στην Αθήνα (1942 – 1953), ιστόρησε μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση και τη συγγραφή βιβλίων. Αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του διοργανώθηκαν από την Εθνική Πινακοθήκη (1978), το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (1983) και το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης (1986).

Έχοντας ως γνώμονα των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων τη βυζαντινή και τη λαϊκή ζωγραφική, αλλά και μελετώντας δημιουργίες παλαιότερων περιόδων, όπως τα πορτρέτα του Φαγιούμ, αναδείχτηκε με το έργο του σε βασικό υποστηρικτή του αιτήματος της αυθεντικότητας της ελληνικής έκφρασης, ενώ καθοριστική κρίνεται η συμβολή του στη διαμόρφωση της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής.

Από ταπεινή οικογένεια της Μυτιλήνης, εκδήλωσε πολύ νωρίς την κλίση του προς τη ζωγραφική. Εγκατέλειψε το νησί του στα 1883 και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη έως το 1897, οπότε επέστρεψε με σκοπό να καταταγεί ως εθελοντής στο μέτωπο του ελληνοτουρκικού πολέμου. Μην μπορώντας να ξαναγυρίσει στην τουρκοκρατούμενη Σμύρνη, παρέμεινε στη Θεσσαλία, και συγκεκριμένα στο Βόλο και τα χωριά του Πηλίου, όπου διακόσμησε με ζωγραφιές καταστήματα, καφενεία και πανδοχεία, χωρίς όμως να γίνει αποδεκτός από τους κατοίκους της περιοχής λόγω και της εκκεντρικής συμπεριφοράς και εμφάνισής του. Το 1927, ο Θεόφιλος, απογοητευμένος, επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου συνέχισε να εργάζεται έως το θάνατό του. Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο τεχνοκρίτης Στρατής Ελευθεριάδης, γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού ως Τeriade, με σύσταση του Φώτη Κόντογλου και του Γιώργου Γουναρόπουλου, γνώρισε τον Θεόφιλο και του παρήγγειλε έργα προκειμένου να οργανώσει έκθεση στο Παρίσι. Τελικά η έκθεση παρουσιάστηκε το 1936. Το 1965 εγκαινιάστηκε στη Βαρειά το Μουσείο Θεόφιλου, δωρεά του Τeriade.

Στα έργα του -τοιχογραφίες, ζωγραφική πάνω σε αντικείμενα ή πανιά- αποτυπώνεται, με την αφέλεια και την αθωότητα αλλά και τη φρεσκάδα της λαϊκής ζωγραφικής, ο κόσμος του Θεόφιλου, ένας κόσμος θεών, ηρώων και καθημερινών ανθρώπων, που συνυπάρχει με στοιχεία και εικόνες από την οικεία πραγματικότητα και το τοπίο.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1950 – 1955) με το Γιάννη Μόραλη και παράλληλα εργάστηκε ως βοηθός κοντά στο Γιάννη Σπυρόπουλο και το Νίκο Νικολάου. Το 1952 πήρε μέρος στην Πανελλήνιο με τρία έργα. Συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, στη Σχολή Συντήρησης Έργων Τέχνης, και δούλεψε ως συντηρητής στις εργασίες αποκατάστασης των τοιχογραφιών στο ναό των Eremitani στην Πάντοβα. Παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση το 1957 στην γκαλερί “Obelisco” της Ρώμης, τον κατάλογο της οποίας προλόγισε ο τεχνοκριτικός Giulio Carlo Argan, ενώ το 1958 εξέθεσε στην Μπιενάλε της Βενετίας το πρώτο του “άμορφο” έργο. Στην Ιταλία δημιούργησε την Ομάδα Σίγμα μαζί με τους Γιάννη Γαϊτη, Δημήτρη Κοντό, Βλάση Κανιάρη και Κώστα Τσόκλη. Το 1959 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο Amedeo Modigliani στο Λιβόρνο και αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, όπου και συνδέθηκε φιλικά με τον Pierre Restany. Το 1961 κέρδισε το ευρωπαϊκό βραβείο Premio Lissone και τιμητικό έπαινο στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Το ίδιο έτος παρουσίασε τις “Χειρονομίες” στην γκαλερί “J” και το 1962, χρονιά και της πρώτης του παρισινής ατομικής έκθεσης, τους “Τοίχους” σε ομαδική έκθεση ελλήνων καλλιτεχνών στο Παρίσι, ενώ παράλληλα συνέχιζε να εκθέτει και στην Ιταλία. Το 1964 έλαβε μέρος με την πρώτη του “Λευκή Χειρονομία” στο Mercato d’ Arte της Φλωρεντίας, ενώ σεντόνια θα παρουσιάσει και σε ατομική του έκθεση στη Ρώμη αλλά και στο Θέατρο La Fenice της Βενετίας, στο πλαίσιο της Μπιενάλε. Ταυτόχρονα πειραματίζεται με τη φωτογραφία και το 1965 παρουσιάζει στο Βερολίνο, το Παρίσι και τη Ρώμη τις “Φαντασμαγορίες της ταυτότητας”. Την ίδια εποχή σχηματίζεται η ομάδα της mec art από καλλιτέχνες όπως οι Di Bello, Bertini, Rotella, Mariani, Beguier, Jacquet υπό την εποπτεία του Restany. Το 1966 δημιουργεί τις “Αναμορφώσεις” με τη χρήση επιδιασκόπιου και χρώματος και θα ακολουθήσουν οι “Μεταδομές”. Το 1978 μετέχει στην έκθεση των Νέων Ρεαλιστών στη γκαλερί “Ζουμπουλάκη”. Το 1981 εκλέγεται καθηγητής στην ΑΣΚΤ και εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα στις αρχές του επόμενου χρόνου. Διετέλεσε επίσης πρύτανης της Σχολής έως το 1996. Το 1987 παρουσίασε τη σειρά με τις “Λεύκες” στην Πινακοθήκη Πιερίδη, και το 1988 εκπροσώπησε μαζί με το Βλάση Κανιάρη την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας και πήρε μέρος στην Ολυμπιάδα Τεχνών της Σεούλ. Το 1996 παρουσίασε τα “Τσιμέντα” και για πρώτη φορά στην Ελλάδα ολοκληρωμένες τις “Χειρονομίες” στην γκαλερί “ΑΔ”.

Καλλιτέχνης ανήσυχος, που δεν παύει να πειραματίζεται με τεχνικές και μεθόδους, κατόρθωσε να υπερβεί τα παραδοσιακά ζωγραφικά μέσα και να βρίσκεται στο προσκήνιο της πρωτοπορίας καθ’ όλη την πορεία του, από το informel και τη mec art έως τα φωτομηχανικά του έργα σε ευαισθητοποιημένο πανί ή τσιμέντο.

Από καλλιτεχνική οικογένεια χιακής καταγωγής, ήταν ανιψιός του ζακυνθινού ζωγράφου Ιωάννη Κοράη (του Ιερωνύμου) ή Καστρινού (πεθ. 1799), κοντά στον οποίο μαθήτευσε. Εργάστηκε στη Ζάκυνθο, φιλοτεχνώντας θρησκευτικές εικόνες και προσωπογραφίες.

Το ενδιαφέρον του για τη ζωγραφική εκδηλώθηκε από τα μαθητικά του χρόνια, δεν έκανε όμως ποτέ επίσημες σπουδές. Η γνωριμία του, ωστόσο, με το φιλόσοφο Γιώργο Μακρή υπήρξε αποφασιστική και τον οδήγησε στη συστηματική ενασχόληση με την τέχνη. Την περίοδο 1958-1960 έζησε στο Παρίσι, όπου γνωρίστηκε με τον Alberto Giacometti και άλλες σημαντικές προσωπικότητες και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Θανάση Τσίγκο. Το 1968 πήγε στο Βερολίνο ως υπότροφος της D.A.A.D., παραμένοντας συνολικά ως το 1984. Εκεί συνδέθηκε με τον Κωνσταντίνο Ξενάκη και ήρθε σε επαφή με κύκλους του χορού και του θεάτρου, που αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον του για το θέατρο. Το 1965 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, την οποία οι κριτικοί δέχτηκαν με επιφύλαξη. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές γκαλερί, ανάμεσα στις οποίες και του Αλέξανδρου Ιόλα, καθώς και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ το 1998 το έργο του παρουσιάστηκε αναδρομικά στην Εθνική Πινακοθήκη.

Φύση ανήσυχη και επαναστατική, ο Ακριθάκης αρνήθηκε κάθε μορφής συμβατικότητα και έκανε τέχνη την ίδια τη ζωή. Η πρώτη φάση της δουλειάς του περιλαμβάνει συνθέσεις γραμμικές, ασπρόμαυρες, τα “τσίκι τσίκι”, που δημιουργούσε ξεκινώντας από μια τυχαία κουκίδα πανω στο χαρτί. Αργότερα άρχισε να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα εκφραστικά σύμβολα, όπως τον ήλιο, τη φωτιά, το μάτι, το πουλί, την καρδούλα, το ελικόπτερο, το αεροπλάνο, το καραβάκι, το βέλος και να δημιουργεί συνθέσεις με έντονες χρωματικές αντιθέσεις και περιγράμματα, καθώς και τη βαλίτσα, που αποτέλεσε ένα επαναλαμβανόμενο σύμβολο της αιώνιας φυγής. Σε μια μεταγενέστερη φάση, χρησιμοποιώντας καινούργια ή φθαρμένα ξύλα και ενσωματώνοντας στην επιφάνειά τους διάφορα ευτελή υλικά, δημιούργησε ξύλινες κατασκευές, που στη συνέχεια εμπλουτίστηκαν με επιζωγραφίσεις και λαμπάκια, καθρεφτάκια και πλαστικά λουλούδια. Παράλληλα πραγματοποίησε σειρές με κολλάζ, ενώ το 1986, σε συνεργασία με τον Γιώργο Λάππα, δημιούργησε το Τσίρκο. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων και φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις.

Σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Νάπολης (1896 – 1899) και συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη και τη Βενετία (1899 – 1901). Από το 1915 έως το 1948 κατείχε την έδρα της ζωγραφικής υπαίθρου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και διετέλεσε διευθυντής της Σχολής κατά το διάστημα 1945 – 1948. Το 1927 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Εθνικό Αριστείο Τεχνών. Το 1930 εξελέγη ακαδημαϊκός και το 1961 Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Τιμήθηκε επίσης με τον Ταξιάρχη του ιταλικού στέμματος και τον Ταξιάρχη αξίας της Ιταλικής Δημοκρατίας. Παρουσίασε έργα του σε πολυάριθμες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ άλλων στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι το 1900, όπου βραβεύθηκε, και στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1934.

Ζωγραφίζοντας για περισσότερα από εβδομήντα χρόνια όψεις του ελληνικού τοπίου και θέματα εμπνευσμένα από τον αγροτικό βίο, άφησε ένα πλούσιο έργο που κινείται στις προεκτάσεις του Ιμπρεσιονισμού, με έμφαση στα γραφικά και διακοσμητικά στοιχεία.

Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές μαθήτευσε κοντά στον αγιογράφο Γ. Σαραφιανό. Το 1923 ήρθε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δασκάλους τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Δημήτριο Γερανιώτη, Παύλο Μαθιόπουλο και Νικόλαο Λύτρα. Αποφοίτησε το 1929 και τον επόμενο χρόνο πήγε στο Παρίσι, όπου έμεινε ως το 1932, παρακολουθώντας μαθήματα κοντά στους P. Le Doux και H. Morisset. Παράλληλα έκανε αντίγραφα στο Λούβρο και ταξίδεψε στο Βέλγιο για να μελετήσει τη φλαμανδική ζωγραφική.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνδέθηκε με τον κύκλο των “Νέων Πρωτοπόρων”, ενώ το 1934 συμμετείχε στην ίδρυση της ομάδας “Ελεύθεροι Καλλιτέχνες”. Το 1935 πήγε και πάλι στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών και στις ακαδημίες Colarossi και Grande Chaumiere και το 1937 έγινε μέλος της ομάδας “Paris-Montparnasse”. To 1939 επέστρεψε στην Ελλάδα και δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου εργάστηκε ως το 1969. Το 1960 φιλοτέχνησε στο Μουσείο μια μεγάλη τοιχογραφία με θέμα την αρχαία ελληνική κεραμεική. Στη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση, ενώ το 1944 πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου. Το 1949 ίδρυσε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, την ομάδα “Οι Ακραίοι”, που για πρώτη φορά παρουσίασε έργα ανεικονικής τέχνης στην Ελλάδα.

Έχοντας ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα από ένα καφενείο της Λαμίας το 1923, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1953, 1955 (στην οποία τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο) και 1957, της Αλεξάνδρειας το 1959 και της Βενετίας το 1960. Το 1976 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη, την οποία ακολούθησαν άλλες αναδρομικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το 1950 το ελληνικό τμήμα της AICA τον πρότεινε για το βραβείο Guggenheim, ενώ το 1973 του απενεμήθη το Α΄ Κρατικό Βραβείο, το οποίο όμως αρνήθηκε να παραλάβει σε ένδειξη διαμαρτυρίας κατά του δικτατορικού καθεστώτος. Άνθρωπος με ποικίλα ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων και περιοδικών, έκανε διαλέξεις και εξέδωσε τα βιβλία “Η σημερινή ζωγραφική” (1951), “Εγκώμιον της Σιωπής” (1970), “Αισθητικά δοκίμια” (1971) και “Η πνευματική ευθύνη” (1973), που περιλαμβάνουν κείμενα σχετικά με θέματα τέχνης. Μετά το θάνατό του, με δωρεά της γυναίκας του, το σπίτι του στην Αγία Παρασκευή λειτουργεί ως Βιβλιοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου, ενώ στη Δημοτική Πινακοθήκη Λαμίας στεγάζεται η Πινακοθήκη Αλέκου Κοντόπουλου.

Πιστός στη ρεαλιστική απεικόνιση αρχικά και αδιάφορος στις αφηρημένες τάσεις που γνώρισε στη γαλλική πρωτεύουσα, ζωγράφισε τοπία, προσωπογραφίες και γυμνά, καθώς και συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από μία διάθεση κοινωνικής κριτικής. Από το 1947 όμως και κυρίως τη δεκαετία του ’50, στράφηκε στην ανεικονική ζωγραφική, της οποίας υπήρξε πρωτοπόρος, συντελώντας αποφασιστικά στη διάδοση της αφηρημένης τέχνης στην Ελλάδα.