Μαθητής του Γεωργίου Βρούτου στο Σχολείο των Τεχνών αρχικά, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών από το 1904, ενώ προηγουμένως έκανε ένα σύντομο πέρασμα από το Μόναχο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930, μετά από 26 χρόνια, έχοντας διανύσει μια επιτυχημένη πορεία στο εξωτερικό με πολλές διακρίσεις και εργαστήρια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Την ίδια χρονιά διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ το 1936 αναγορεύθηκε ακαδημαϊκός.

Παρουσίασε το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις και παρισινά Σαλόνια, όπως το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών και το Φθινοπωρινό Σαλόν, η Έκθεση Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Grand Palais στο Παρίσι, η Μπιενάλε της Βενετίας το 1936, καθώς και η Πανελλήνια Έκθεση του 1938.

Η μακροχρόνια παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα και η επαφή του με την ευρωπαϊκή τέχνη και ειδικότερα με το έργο του Ροντέν, υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του καλλιτεχνικού του ύφους. Η επίδραση του γάλλου γλύπτη εντοπίζεται τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στην απόδοσή τους. O βασικός άξονας του έργου του Δημητριάδη είναι η ανθρώπινη μορφή που υψώνεται σε αλληγορικό σύμβολο. Η ανάδειξη της ανθρώπινης ανατομίας σε εκφραστικό μέσο πρωταρχικής σημασίας, ο τονισμός της κίνησης μέσα από την αντίθεση φωτός και σκιάς, το ενδιαφέρον για τη σύλληψη του στιγμιαίου, η υιοθέτηση της αποσπασματικής μορφής είναι στοιχεία που φανερώνουν την προσαρμογή του Δημητριάδη στο πνεύμα της τέχνης του Ροντέν και χαρακτηρίζουν κυρίως τις ελεύθερες συνθέσεις του. Αντίθετα στα μνημεία, και κυρίως στις προτομές, το στοιχείο που επικρατεί είναι η ρεαλιστική απόδοση.

Ξεκίνησε τη μαθητεία του στο εργαστήριο του Δημητρίου Φιλιππότη και συνέχισε κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο. Το 1903 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και το 1909 πήρε από το Αβερώφειο κληροδότημα μηνιαία επιχορήγηση. Το 1911-1912 έλαβε το Χρυσοβέργειο βραβείο και το 1914 πήρε υποτροφία για σπουδές στο εξωτερικό, την οποία χρησιμοποίησε από το 1919, λόγω της κήρυξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1919 έφτασε στο Παρίσι και γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε κοντά στον Ζαν Μπουσέ. Το 1923 επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε εργαστήριο, ενώ το 1925 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής Πλαστικής στο Πολυτεχνείο.

Πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στη Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται συμμετοχές σε εκθέσεις του Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών και η Ελληνογαλλική έκθεση το 1918 στην Αθήνα, ενώ μετά το θάνατό του, το 1926, οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στον Παρνασσό. Έργα του εκτέθηκαν επίσης στην Πανελλήνια έκθεση του 1948.

Το καλλιτεχνικό ιδίωμα του Λουκά Δούκα, που διαμορφώθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι με σαφείς, μεταξύ άλλων, επιρροές από τη γλυπτική του Ροντέν, κινείται μεταξύ ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού. Στις δημιουργίες του είναι φανερή η επιδίωξή του άλλοτε για την απόδοση της πραγματικότητας με την επιλογή ρεαλιστικών θεμάτων και άλλοτε για τον τονισμό του εκφραστικού πάθους μέσω της εξπρεσιονιστικής παραμόρφωσης.

Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ από το 1847 έως το 1855, ενώ το 1856, με κρατική υποτροφία πήγε στο Μόναχο, όπου σπούδασε κοντά στον Μαξ Βίντμαν έως το 1859. Εκεί γνώρισε τον έλληνα βαρώνο Σίμωνα Σίνα, ο οποίος τον υποστήριξε οικονομικά για τη συνέχιση των σπουδών του και αργότερα για την ανάθεση σημαντικών έργων, όπως η γλυπτική διακόσμηση της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1859 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Δρέσδης, όπου σπούδασε κοντά στον Ερνστ Χένελ. Στη συνέχεια ταξίδεψε στη Βιέννη, το Παρίσι και το Λονδίνο και κατέληξε στη Ρώμη, όπου άνοιξε εργαστήριο με πολλούς βοηθούς. Το 1868 αποδέχθηκε την πρόταση που του έγινε να διδάξει στο Σχολείο των Τεχνών και τον ίδιο χρόνο επέστρεψε στην Ελλάδα. Η δημιουργική του πορεία σταμάτησε πρόωρα, καθώς πέθανε σε ηλικία 48 ετών.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει συμμετοχή σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, όπως η Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1867 και το 1878, κερδίζοντας στην πρώτη το αργυρό βραβείο, η Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης το 1873, όπου τιμήθηκε με το μετάλλιο καλλιτεχνίας, καθώς και τα Ολύμπια του 1870 στην Αθήνα.

Οι σπουδές του στο Μόναχο και τη Δρέσδη, τα ταξίδια σε ευρωπαϊκές πόλεις και η παραμονή του στη Ρώμη, τον έφεραν σε άμεση επαφή με τον ευρωπαϊκό κλασικισμό, του οποίου υπήρξε ο συνεπέστερος έλληνας εκπρόσωπος, και του προσέφεραν μια μεγάλη ποικιλία προτύπων. Τα θέματά του είναι αλληγορικά και μυθολογικά, ανδριάντες και προτομές. Ήδη από τις πρωιμότερες συνθέσεις των σπουδαστικών του χρόνων, αποδείχθηκε ικανότατος στην επεξεργασία του μαρμάρου και κάτοχος του κλασικιστικού ιδιώματος. Λευκές και λείες επιφάνειες, ιδεαλισμός και εξιδανίκευση, αυστηρά περιγράμματα, σαφήνεια στη διάρθρωση των επιμέρους μερών και αριστοτεχνικές πτυχώσεις, εμμονή στη λεπτομέρεια και άψογη τεχνική αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της γλυπτικής του. Η προσκόλληση ωστόσο σε πρότυπα, οδηγεί στην έλλειψη ζωντάνιας, κάτι που παρατηρείται συχνότερα στις μυθολογικές μορφές του. Με το έργο του και τη διδασκαλία του επηρέασε αρκετούς από τους μεταγενέστερους γλύπτες.

Σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών (1903-1908) ζωγραφική και γλυπτική με τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Βρούτο. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, αρχικά στην Ακαδημία Ζυλιάν κοντά στον Ραούλ Βερλέ και τον Πωλ Μαξιμιλιέν Λαντόβσκι και κατόπιν στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Ζυλ-Φελίξ Κουτάν. Το 1911 επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε εργαστήριο μαζί με τον Νικόλαο Λύτρα.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις, κυρίως του Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών και της «Ομάδας Τέχνη», σε Πανελλήνιες, ενώ το 1934 έλαβε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας.

Στο έργο του, που περιλαμβάνει ένα σημαντικό αριθμό ηρώων, προτομές, ανάγλυφα και συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης, συνδύασε την ακαδημαϊκή του παιδεία με στοιχεία της γλυπτικής του Ροντέν, αφενός ως προς τη δραματοποίηση του περιεχομένου κυρίως στα ηρώα, και αφετέρου στο επίπεδο της ρευστής, ιμπρεσιονιστικής απόδοσης, ενώ ορισμένες συνθέσεις του διακρίνονται από μια διακοσμητική χάρη.

Απόγονος του ναυάρχου Μιαούλη, φοίτησε αρχικά στη Σχολή Ευελπίδων, γρήγορα όμως τον κέρδισε η ζωγραφική και σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών από το 1874 έως το 1878. Το 1885 αναχώρησε με υποτροφία για το Μόναχο, όπου σπούδασε επί δύο χρόνια στην Ακαδημία κοντά στους Ludwig von Lofftz, Andreas Muller και Νικόλαο Γύζη. Στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας άνοιξε ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, στην οποία φοίτησαν αρκετοί Έλληνες, ενώ στην Ελλάδα επέστρεψε άρρωστος το 1902, λίγους μόνο μήνες πριν το θάνατό του.

Ήδη από τα χρόνια των σπουδών του στην Ελλάδα μαρτυρείται η συμμετοχή του στην έκθεση των Ολυμπίων του 1875 με την “Προσωπογραφία του Δ. Βούλγαρη”, ενώ στα Ολύμπια του 1888 τιμήθηκε με το χάλκινο μετάλλιο. Το 1890 απέσπασε αργυρό μετάλλιο στην έκθεση σκαριφημάτων του “Παρνασσού” και το 1898 πήρε μέρος στην καλλιτεχνική έκθεση του Ζαππείου. Στο Μόναχο παρουσίασε έργα του στις εκθέσεις του Kunstverein (1889, 1901) και στο Glaspalast (1898), ενώ το 1900 έλαβε μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού με μία νεκρή φύση.

Ασχολήθηκε αρχικά με την ηθογραφία και την προσωπογραφία. Στη συνέχεια, ακολουθώντας το πρότυπο των ολλανδών ζωγράφων, στράφηκε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στις νεκρές φύσεις, κυρίως με ψάρια και όστρακα, τις οποίες απέδωσε με νατουραλιστική διάθεση.

Καλλιτέχνης κρητικής καταγωγής, γιος του Κωνσταντίνου και αδελφός του Θεμιστοκλή Βαρούχα, επίσης ζωγράφων. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη, όπου το 1907 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό της ιταλικής κυβέρνησης. Είναι γνωστή η συμμετοχή του στα “Ολύμπια” του 1888.

Το 1859 σπούδαζε στο Σχολείον των Τεχνών, όπου τιμήθηκε με το β’ βραβείο. Αποφοίτησε το 1866 και τον επόμενο χρόνο συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Κarl von Piloty ο οποίος, εκτιμώντας το ταλέντο του, πρότεινε να του χορηγηθεί υποτροφία. Το 1873 έλαβε μέρος στη Διεθνή ‘Εκθεση της Βιέννης, η εκδήλωση όμως ψυχασθένειας διέκοψε πολύ νωρίς την καλλιτεχνική του πορεία. Πέθανε στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, αλλά η ακριβής χρονολογία του θανάτου του δεν είναι γνωστή.

Το έργο του, περιορισμένο σε αριθμό, περιλαμβάνει προσωπογραφίες και ηθογραφικές σκηνές, που αποδίδει με ιδιαίτερη ευαισθησία και δύναμη τεχνικής.

Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου το 1894, όπου μαθήτευσε κοντά στο Νικόλαο Γύζη. Μετά το πέρας των σπουδών του εγκαταστάθηκε στη βαυαρική πρωτεύουσα και ανέπτυξε σημαντική καλλιτεχνική και πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα, μετέχοντας σε είκοσι δύο εκθέσεις του Glaspalast από το 1904 έως το 1930, ενώ το 1913 τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο. Επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και το 1932 διορίστηκε διευθυντής του παραρτήματος της Σχολής Καλών Τεχνών στη Μύκονο. Το 1921 πραγματοποιήθηκε αναδρομική του έκθεση στο Μόναχο και το 1934 στο Ζάππειο με περισσότερα από διακόσια πενήντα έργα. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές, Πανελλήνιες (1938, 1939, 1940) και διεθνείς (Μπιενάλε Βενετίας 1936) εκθέσεις.

Στα έργα του απεικονίζει κατά κύριο λόγο ανθρώπους του μόχθου και, σε πιο περιορισμένη έκταση, τοπία και πορτραίτα. Απομακρυνόμενος γρήγορα από τις αρχές της Ακαδημίας και κινούμενος στο πνεύμα του ρεαλισμού, δέχτηκε τις επιρροές του γερμανικού ιμπρεσιονισμού, εμφανείς στο πλάσιμο και τη χρωματική διαπραγμάτευση του θέματος, με στόχο την ερμηνεία της υποκειμενικής αλήθειας.

Με υποτροφία του μητροπολίτη Αθηνών Γερμανού Καλλιγά σπούδασε στο Σχολείον των Τεχνών (1896-1900) ζωγραφική με τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Σπυρίδωνα Προσαλέντη και γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο (1900-1905/1906) κοντά στον Νικόλαο Γύζη και τον Ludwig von Lofftz, με υποτροφία της Μονής Πετράκη και της Ε. Βαλλιάνου. Το 1909 διορίστηκε καθηγητής της Σκιαγραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1939.

Ξεκινώντας νωρίς την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι συμμετοχές στο Glaspalast το 1905, στις διεθνείς του Μπορντώ το 1907 (χρυσό μετάλλιο), της Ρώμης το 1911 και του Παρισιού το 1937 και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1936. Το 1937 τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1951 η Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της. Ο ίδιος με τη διαθήκη του καθιέρωσε τη “Βικάτειο υποτροφία” για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και της Ακαδημίας του Μονάχου αντίστοιχα.

Παραμένοντας πιστός στα διδάγματα της γερμανικής ακαδημαϊκής παράδοσης, ζωγράφισε κατά κύριο λόγο προσωπογραφίες. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε με ιστορικές και θρησκευτικές συνθέσεις, νεκρές φύσεις, τοπία και σκηνές της καθημερινής ζωής. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του κατέχουν οι γεροντικές μορφές, τις οποίες απέδωσε μεμονωμένα ή στο πλαίσιο ευρύτερων συνθέσεων, με έντονη ψυχογραφική διάθεση.

Έδειξε από πολύ μικρή ηλικία την κλίση του στη ζωγραφική αλλά και την αγάπη του για το θέατρο. Ξεκίνησε τις σπουδές του παρακολουθώντας τα νυχτερινά μαθήματα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο και συνέχισε στη Βασιλική Ακαδημία Εικαστικών τεχνών στο Βερολίνο και αργότερα στο Παρίσι. Το 1910 βραβεύεται για το έργο του “Η προσκύνηση των μάγω” στο Διαγωνισμό των Ακαδημιών Βερολίνου και Μονάχου. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι τον ανάγκασαν να επιστρέψει στην Ελλάδα όπου πολέμησε ως έφεδρος. Από αυτή την περίοδο σχεδιάζει το σύνολο των στολών του ελληνικού στρατού και δίνει μία σειρά έργων από τις εμπειρίες του πολέμου.

Η πρώτη του επαφή με τη σκηνογραφία χρονολογείται το 1914 που φτιάχνει τα σκηνικά για το έργο Ζωντανές εικόνες από τον Σύλλογο Ερασιτεχνών. Τα επόμενα δύο χρόνια σχεδιάζει και επιβλέπει την κατασκευή σκηνικών και κοστουμιών για οπερέτες, και θεατρικά έργα. Η πιο μεγάλη επιτυχία του είναι η δουλειά του για την επιθεώρηση Ξιφίρ Φαλέρ. Δεν εγκαταλείπει όμως τη ζωγραφική και ζωγραφίζει πορτρέτα διαφόρων προσωπικοτήτων της εποχής.

Το 1918 προσλαμβάνεται στο Βασιλικό Θέατρο του Βερολίνου και τον ίδιο χρόνο διορίζεται στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου. Τα συχνά ταξίδια του στο Παρίσι καλλιεργούν τη φιλία του με τον Δημήτρη Γαλάνη ο οποίος μεσολαβεί για τη δημοσίευση γελοιογραφιών σε γαλλικά περιοδικά. Η πρώτη μεγάλη του επιτυχία στη Γερμανία έρχεται το 1920 με τα σκηνικά της όπερας του Ρίχαρντ Στράους “Γυναίκα δίχως σκιά”. Το 1921 βραβεύεται από το Κυβερνητικό Γραφείο Ευρεσιτεχνίας για το αρχιτεκτονικό του σχέδιο για τα κρατικά θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών. Το 1926 τιμάται με τον τίτλο του καλλιτεχνικού συμβούλου των γερμανικών θεάτρων και του ανατίθεται η οργάνωση δικής του σχολής σκηνογραφίας στα ατελιέ της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου. Η δράση του επεκτείνεται και στα θέατρα άλλων πόλεων της Γερμανίας.

Το 1927 καλείται στην Αθήνα για να δώσει οδηγίες σχετικά με την ανακαίνιση της σκηνής του Δημοτικού θεάτρου και λίγο αργότερα για την ανακαίνιση του Βασιλικού θεάτρου. Το 1930 καλείται στο Παρίσι όπου και πεθαίνει.

Το 1945 μετέβη στη Νότιο Αφρική, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική στο Witwatersrand University του Γιοχάνεσμπουργκ. Το 1949, θέλοντας να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, διέκοψε τις σπουδές του και αποφάσισε να φύγει για το Παρίσι, όπου παρέμεινε επί τριάντα χρόνια. Την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί “Arnaud” στη γαλλική πρωτεύουσα ακολούθησε μία σειρά ατομικών παρουσιάσεων στο Άμστερνταμ, την Αμβέρσα, το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. Από το 1979 ως το 1999 διεύθυνε το Μουσείο Τεριάντ στη Λέσβο, όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένος.

Ορόσημο για τη ζωγραφική του θεωρείται το ταξίδι του στη Λέσβο το 1956, που σηματοδοτεί την αρχή της περιόδου της τοπιογραφίας, την οποία αρχικά αποδίδει αφαιρετικά και αργότερα ακολουθώντας την κατεύθυνση της παραστατικής ζωγραφικής.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών, από όπου αποφοίτησε το 1956, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα κοντά στο Σπύρο Παπαλουκά. Δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1960 – 1968) και στο δικό του Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών Ζωγραφικής (1969 – 1972). Το 1982 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην έδρα της ζωγραφικής, όπου παρέμεινε έως τη χρονιά της παραίτησής του, το 1988. Πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις σε αθηναϊκές αίθουσες τέχνης (Ζυγός 1963, Χίλτον 1973, Νέες Μορφές 1973, Δεσμός 1979, Ώρα 1984) και έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Πανελλήνιες 1957, 1960, 1963, 1965, Μπιενάλε Νέων, Παρίσι 1961, Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1963 κ.ά.).

Μετά τα πρώτα έργα που κινούνταν στην κατεύθυνση της εξπρεσιονιστικής αφαίρεσης, στράφηκε προς την παραστατική ζωγραφική, δημιουργώντας υπερρεαλιστικούς πίνακες με ανθρώπινες μορφές και αντικείμενα, ενώ αργότερα τον απασχόλησε και η τοπιογραφία.

Φοίτησε για δύο χρόνια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, το ενδιαφέρον του όμως για τη ζωγραφική τον οδήγησε στο Παρίσι, όπου από το 1930 ως το 1932 παρακολούθησε ελεύθερες ακαδημίες και κυρίως την Grande Chaumiere. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Γουναρόπουλο, που υπήρξε ο κυριότερος δάσκαλός του, και με τον Teriade, ο οποίος, εκτιμώντας το ταλέντο του, τον παρουσίασε με εγκωμιαστικό πρόλογο στην πρώτη ατομική του έκθεση το 1933 στον Παρνασσό. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει πολλές ατομικές παρουσιάσεις, αλλά και συμμετοχές στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και της Αλεξάνδρειας το 1954, σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε εκθέσεις των ομάδων “Τέχνη” και “Στάθμη”, καθώς και σε Πανελλήνιες. Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη λιθογραφία, ενώ, στο πλαίσιο της ευρύτερης δραστηριότητάς του, δημοσίευσε κριτικές και μελέτες σε εφημερίδες και περιοδικά. Η ζωγραφική του επικεντρώνεται στην ανθρώπινη μορφή, ιδιαίτερα τη γυναικεία και την παιδική, και στο τοπίο, στεριανό και θαλασσινό. Η γνωριμία του με το έργο του Picasso, αλλά κυρίως του Soutine και του Derain, είναι εμφανής σε αρκετές από τις συνθέσεις του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως σε παιδικές μορφές από την Κατοχή, το ύφος του παραπέμπει στον εξπρεσιονισμό, ενώ τα τοπία του χαρακτηρίζονται από μια εξαιρετικά λυρική και ποιητική απόδοση.

Σπούδασε ζωγραφική αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1921) και στη συνέχεια στην Ακαδημία του Μονάχου (1923 – 1929). Παρουσίασε δύο ατομικές εκθέσεις, το 1932 στον “Παρνασσό” και το 1953 στην αίθουσα της εφημερίδας “Το Βήμα”. Πήρε μέρος σε πολλές Πανελλήνιες εκθέσεις και ήταν μέλος της ελληνικής αντιπροσωπείας στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1934. Το 1974 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του.

Προσωπογραφίες, τοπία και νεκρές φύσεις συνθέτουν τη θεματογραφία της ζωγραφικής του, που συνδέεται με τις αναζητήσεις του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού. Ήταν επίσης σκιτσογράφος και χαράκτης, ενώ ασχολήθηκε και με την εικονογράφηση βιβλίων.

Το 1931 άρχισε να σπουδάζει στη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχικά κοντά στον Παύλο Μαθιόπουλο και τον Δημήτριο Γερανιώτη και στη συνέχεια στα εργαστήρια του Ουμβέρτου Αργυρού και του Κωνσταντίνου Παρθένη, το 1935 όμως διέκοψε τις σπουδές της για να παντρευτεί τον συγγραφέα Μ. Καραγάτση. Μετά την απελευθέρωση και αφού για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε εγκαταλείψει τη ζωγραφική, παρακολούθησε μαθήματα χαλκογραφίας στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού και άρχισε πάλι να ζωγραφίζει. Το 1950 παρουσίασε για πρώτη φορά έργα της στην έκθεση της ομάδας “Στάθμη”, ενώ το 1956 οργάνωσε στην Αίθουσα Πέην την πρώτη της ατομική. Ακολούθησαν άλλες ατομικές, καθώς και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εντός και εκτός Ελλάδος, όπως η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1965. Το 1988 το έργο της παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη. Πιστή στην παραστατική ζωγραφική, απεικόνισε τοπία, νεκρές φύσεις και σκηνές της καθημερινής ζωής, καθώς και πρόσωπα που συνδέονται με τα προσωπικά της βιώματα και τον οικείο της χώρο. Οι συνθέσεις της, με έντονα στοιχεία ελληνικότητας, διακατέχονται από μία συναισθηματική, αλλά συγχρόνως ρεαλιστική διάθεση, χωρίς ιδιαίτερο τονισμό των λεπτομερειών και με κυρίαρχο στοιχείο το χρώμα.

Δείχνοντας από μικρός κλίση στο σχέδιο, πήρε τα πρώτα μαθήματα στη Λάρισα από το ζωγράφο Χρήστο Παπαμερκουρίου και στη συνέχεια στην Αθήνα από την Ερατώ Ασπρογέρακα-Βάλβη. Από το 1915 ως το 1921 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στους Γεώργιο Ροϊλό, Γεώργιο Ιακωβίδη, Σπύρο Βικάτο, Παύλο Μαθιόπουλο και Νικόλαο Λύτρα.

Τη χρονιά της αποφοίτησής του ξεκίνησε και την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσιάζοντας την πρώτη ατομική του έκθεση στη Λάρισα. Ακολούθησαν άλλες ατομικές και συμμετοχές σε ομαδικές, Πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1940, του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας το 1959, καθώς και των ομάδων “Τέχνη” και “Στάθμη”, των οποίων υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Το 1925 έγινε μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών.
Το 1961 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το 1976 στην Εθνική Πινακοθήκη.

Για βιοποριστικούς λόγους εργάστηκε για ένα διάστημα στη διαφημιστική εταιρεία GEO, ενώ αργότερα δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στη Μέση Εκπαίδευση και σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές. Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε με την αντιγραφή βυζαντινών τοιχογραφιών, την αγιογράφηση εκκλησιών, το σχεδιασμό ψηφιδωτών και φορητών εικόνων και την εικονογράφηση βιβλίων. Η χαρακτική αποτέλεσε έναν ακόμη τομέα της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και περιλαμβάνει λευκώματα με λιθογραφίες, ενώ στην Κατοχή κυκλοφόρησε μονόφυλλα χαρακτικά με θέματα από δημοτικά τραγούδια. Το 1928 εξέδωσε το βιβλίο “Το σπίτι του Σβαρτς στα Αμπελάκια” (επανέκδοση 1974), με χαρακτικά από την περιήγησή του στη Θεσσαλία, και το 1933 τα “Παιδικά σχέδια”, σε συνεργασία με το φίλο του ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου, για τα οποία τιμήθηκε το 1937 με το Μέγα Βραβείο Εκδόσεων της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού.

Το έργο του, πλούσιο κυρίως σε τοπία, περιλαμβάνει επίσης γυμνά, προσωπογραφίες και νεκρές φύσεις. Αποδίδει τις συνθέσεις του με ένα χαρακτηριστικά προσωπικό ύφος, στο οποίο συνυπάρχουν στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης, της λαϊκής τέχνης και της ναΐφ ζωγραφικής με τη χρησιμοποίηση μιας ιδιόρρυθμης προοπτικής, ενώ δεν λείπουν και ορισμένες κυβιστικές ή και υπερρεαλιστικές επιρροές.