Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και λιθογραφίας από τον Όθωνα Περβολαράκη. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Δημήτριο Μπισκίνη και τον Ουμβέρτο Αργυρό.

Το 1958, και ενώ ήταν πολιτικός κρατούμενος από το 1945, έστειλε έργα του στο Σαλόνι Νέων της γκαλερί Ζυγός, όπου το 1961 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις εντός και εκτός Ελλάδος, στις οποίες απέσπασε τιμητικές διακρίσεις. Την περίοδο 1961-1967 δίδαξε γραφικές τέχνες στη Σχολή Βακαλό, ενώ το 1969 ίδρυσε το Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα.

Στη ζωγραφική του, χρησιμοποιώντας το λάδι φιλοτέχνησε ενότητες με μηχανές, εσωτερικά, φυλακές και πολιτικούς κρατούμενους, που βασίζονται στα προσωπικά του βιώματα και κινούνται στο πνεύμα του κριτικού ρεαλισμού. Παράλληλα καλλιέργησε εκτεταμένα την υδατογραφία, απεικονίζοντας τοπία που υποβάλλουν μια ποιητική ατμόσφαιρα. Στο πλαίσιο της ευρύτερης δραστηριότητάς του ασχολήθηκε επίσης με τη διακόσμηση, τις γραφικές τέχνες, τη λιθογραφία, τη διαφήμιση και την εικονογράφηση βιβλίων και δημοσίευσε άρθρα σχετικά με την τέχνη στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο.

Έχοντας ζήσει μετά το 1922 για ένα διάστημα στη Ρουμανία, εγκαταστάθηκε τελικά με την οικογένειά της στην Αθήνα. Αν και το ενδιαφέρον της για τη ζωγραφική είχε εκδηλωθεί από μικρή ηλικία, οι γονείς της δεν της επέτρεψαν να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Έτσι, παρακολούθησε ελεύθερα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Βάσο Γερμενή και τον Αριστοτέλη Βασιλικιώτη και γλυπτικής κοντά στον Θανάση Απάρτη.

Το 1957 παρουσίασε για πρώτη φορά έργα της στην Πανελλήνια έκθεση, οργανώνοντας την ίδια χρονιά και την πρώτη της ατομική στην αίθουσα Ζαχαρίου. Ακολούθησαν άλλες ατομικές και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Στη ζωγραφική της, που απηχεί τα διδάγματα του φωβισμού και του ιμπρεσιονισμού, έχει ενδιαφερθεί για όλες τις θεματογραφικές περιοχές – τοπίο, νεκρή φύση, ηθογραφική σκηνή, γυμνό και εσωτερικά. Χαρακτηριστικό μέρος του έργου της αποτελεί η πληθωρική γυναικεία μορφή, που δεσπόζει σε εσωτερικά που πλαισιώνονται από παραπληρωματικά θέματα και χαρακτηρίζονται από μια αισθησιακή ατμόσφαιρα.

Την περίοδο 1952-1958 σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Κώστα Ηλιάδη, όπου στη συνέχεια δίδαξε ως βοηθός του, και διεύρυνε την καλλιτεχνική της ενημέρωση με ταξίδια σε χώρες της Ευρώπης και την Αμερική.

Το 1960 οργάνωσε την πρώτη ατομική της έκθεση στη γκαλερί Νέες Μορφές, έχοντας ήδη αρχίσει να εκθέτει από το 1957. Ακολούθησαν ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1967 και του Σάο Πάολο το 1989, καθώς και συμμετοχές σε εκθέσεις της ομάδας “Διαδικασίες-Συστήματα”, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος.

Κινούμενη στα πρώτα της έργα στο πλαίσιο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, προχώρησε στη συνέχεια σε τρισδιάστατες συνθέσεις από πλεξιγκλάς και εισήγαγε την έννοια του ρυθμού, τη λογική των μαθηματικών και τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με τη βοήθεια του οποίου έδινε μορφή σε αφηρημένες έννοιες. Χρησιμοποιώντας επίσης υλικά και τεχνολογικά μέσα και, με βάση το σύστημα Fibonacci, δημιούργησε σειραϊκές συνθέσεις, ενώ στην τελευταία φάση της δουλειάς της επανήλθε στη χειρονομιακή, εξπρεσιονιστική έκφραση, οργανώνοντας συγχρόνως εγκαταστάσεις στο χώρο.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1948-1950) κοντά στον Γιάννη Μόραλη και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1965 εξελέγη επιμελητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Την περίοδο 1973-1974, με υποτροφία του Ιδρύματος Ford, εργάστηκε στο Centre for Advanced Visual Studies του MIT, διερευνώντας τις σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη και τη μαθηματική σύλληψη. Το 1981 αναγορεύθηκε διδάκτωρ με θέμα “Γεωμετρικοί μετασχηματισμοί και μορφή”, ενώ το 1991 έγινε διευθυντής και, στη συνέχεια, το 1995, καθηγητής του Τομέα Αρχιτεκτονικής Γλώσσας, Επικοινωνίας και Σχεδιασμού του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π.

Από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας “Διαδικασίες-Συστήματα”, ξεκίνησε το 1957 την εκθεσιακή του δραστηριότητα, που περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες τα Ευρωπάλια του 1982 στις Βρυξέλλες.

Υιοθετώντας στην αρχή της δημιουργίας του εξπρεσιονιστικά πρότυπα, προχώρησε στη συνέχεια σε αφαιρετικές συνθέσεις με βάση σύνθετα και απλά γεωμετρικά σχήματα. Παράλληλα, ενδιαφερόμενος σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο για την εισαγωγή μαθηματικών στοιχείων στην τέχνη, δημιούργησε το 1963 τα πρώτα κινητικά έργα στην Ελλάδα, ενώ αργότερα, διευρύνοντας τις έρευνές του, εισήγαγε στο έργο του τη χρήση του ηλεκτρονικού υπολογιστή, δημοσιεύοντας συγχρόνως σχετικά άρθρα και μελέτες σε διάφορα περιοδικά.

Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ε.Μ.Π. (1942-1948), ενώ την περίοδο 1942-1943 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1955-1956, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Κέντρο Έρευνας C.S.T.B. στο Παρίσι, ερευνώντας τα υλικά και την τεχνική της οικοδομής. Η καλλιτεχνική του επιμόρφωση ολοκληρώθηκε με ταξίδια στην Ελλάδα και την Αμερική (1970-1971), που πραγματοποίησε με υποτροφία του ιδρύματος Ford.

Ξεκινώντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα το 1948, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και γλυπτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1965 και τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982. Το 1968 προτάθηκε να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας, αρνήθηκε όμως τελικά να συμμετάσχει. Το 1957 οργάνωσε στην Αθήνα την πρώτη του ατομική, ενώ το 1990 ζωγραφικά του έργα παρουσιάστηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη.

Στη ζωγραφική του ξεκίνησε από την παραστατική απεικόνιση, φιλοτεχνώντας προσωπογραφίες, ηθογραφικές σκηνές, εσωτερικά, αλληγορικά και μυθολογικά θέματα. Αργότερα προχώρησε στη γεωμετρική αφαίρεση και δημιούργησε συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο συνδυασμό των χρωμάτων. Η γλυπτική του συνδυάζεται συνήθως με την αρχιτεκτονική και περιλαμβάνει ανάγλυφες συνθέσεις και συμπλέγματα από σκυρόδεμα, μάρμαρο και πολυεστέρα σε ιδιωτικές κατοικίες, πολυκατοικίες και δημόσια κτήρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πραγματοποίησε επίσης αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές μελέτες και δημοσίευσε διάφορα κείμενα σε περιοδικά. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία, ενώ το 1968 και το 1970 συμμετείχε στη Διεθνή Εβδομάδα Σύγχρονης Μουσικής με μία κινηματογραφική ταινία και μία πολύτεχνη παράσταση και το 1980, με παραγγελία του Υπουργείου Πολιτισμού, συνέθεσε και κατέγραψε ένα πολύτεχνο θεατρικό έργο που συνδύαζε χορό, μουσική, κινηματογράφο, λόγο κ.ά.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1979 – 1984). Το 1984 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αθήνα (“Γκαλερί 7”). Έκτοτε έχει παρουσιάσει ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (“Γκαλερί 7” 1985, “Μέδουσα” 1987, 1989, 1991, “Νέες Μορφές” 1994, 1997, “Τερρακόττα” 1994, 1996). Έχει λάβει μέρος στη 2η και 3η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Ευρωπαϊκής Μεσογείου (Θεσσαλονίκη 1986, Βαρκελώνη 1987), στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1987) και σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διδάσκει σχέδιο στη Σχολή Βακαλό. Τα έργα του, που αντλούν εικόνες από τη μνήμη και το όνειρο, εγγράφονται στην εξπρεσιονιστική παράδοση.

Το 1923 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και από το 1928 ως το 1936 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Το 1936 έγινε μέλος της ομάδας “Ελεύθεροι Καλλιτέχνες”, έχοντας ήδη από τον προηγούμενο χρόνο ξεκινήσει την εκθεσιακή του δραστηριότητα. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες η Διεθνής του Καΐρου το 1947, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1963 και η Διεθνής Έκθεση Χαρακτικής της Λειψίας την ίδια χρονιά. Το 1977 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής φιλοτέχνησε μια σειρά συνθέσεων με θέμα την πείνα και τον αγώνα του αθηναϊκού λαού, ενώ το 1944 ανέβηκε στα βουνά της Ευρυτανίας και ζωγράφισε σκηνές από τη ζωή και τον αγώνα των ανταρτών, που αργότερα μετέφερε σε πίνακες μεγαλύτερων διαστάσεων. Μετά τον πόλεμο άρχισε να ασχολείται και με τη χαρακτική, επινοώντας μάλιστα μια δική του τεχνική με την οξείδωση του τσίγκου και του χαλκού. Καλλιεργώντας έναν τύπο εξπρεσιονιστικού σοσιαλιστικού ρεαλισμού, απεικόνισε κυρίως τη ζωή των εργατών, των αγροτών, των ψαράδων και των ανθρώπων του βουνού. Σε πιο περιορισμένη κλίμακα ασχολήθηκε επίσης με την προσωπογραφία και το τοπίο, ιδιαίτερα της Ρόδου, όπου έζησε πολλά χρόνια και διακόσμησε με τοιχογραφίες την αίθουσα συνεδρίων του Επιμελητηρίου, σπίτια και ιδρύματα.

Γιος ενός ανθοπώλη με καταγωγή από τη Μάνη, ο Μιχάλης Λεκάκης, παράλληλα με την εργασία στην επιχείρηση του πατέρα του, πήρε μαθήματα σχεδίου, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του ΄20 άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Παρακολούθησε ελεύθερα μαθήματα ιστορίας, ιστορίας της τέχνης, λογοτεχνίας, φιλοσοφίας, μουσικής και ανθρωπολογίας σε αμερικανικά πανεπιστήμια και συνδέθηκε φιλικά με αμερικανούς διανοούμενους και καλλιτέχνες. Ταξίδεψε στο Μεξικό, στο Γιουκατάν, στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, διατηρώντας ταυτόχρονα στενούς δεσμούς με την ελληνοαμερικανική κοινότητα της Νέας Υόρκης.

Το 1941 οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Artists Gallery της Νέας Υόρκης. Ακολούθησαν πολυάριθμες ατομικές παρουσιάσεις, μεταξύ των οποίων στο Whitney Museum of American Art στη Νέα Υόρκη το 1973 και στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα το 1980. Αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του οργανώθηκαν το 1968 από το Dayton Art Institute και το 1987 από την Γκαλερί Kouros στη Νέα Υόρκη. Πολυάριθμες υπήρξαν και οι συμμετοχές του σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων στο Whitney Museum, στο Solomon R. Guggenheim Museum, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης.

Αυτοδίδακτος, αλλά με πλατιά ενδιαφέροντα, ο Μιχάλης Λεκάκης υπήρξε δημιουργός που από νωρίς χάραξε μια προσωπική καλλιτεχνική πορεία. Ξεκίνησε φιλοτεχνώντας ρεαλιστικά κεφάλια των οικείων του, αλλά γρήγορα πέρασε στην αφηρημένη γλυπτική. Δουλεύοντας κυρίως το ξύλο και εκμεταλλευόμενος το τυχαίο και το απρόβλεπτο που το ίδιο το υλικό τού προσέφερε, δημιούργησε συνθέσεις στο πλαίσιο της οργανικής αφαίρεσης. Τα έργα του, ανάλογα με τα επιμέρους στοιχεία που τα συνθέτουν, έχουν διακριθεί σε “κίονες”, γραμμικές και σφαιροειδείς φόρμες, που αναπτύσσονται ελεύθερα στο χώρο ή συμπλέκονται σε ποικίλους συνδυασμούς, οι οποίοι προκύπτουν από το συνδυασμό βιόμορφων ή γεωμετρικών σχημάτων, δημιουργώντας την αίσθηση της κίνησης και της ανάπτυξης. Ζωτικό ρόλο στις συνθέσεις του διαδραματίζουν οι βάσεις τους, που τις αντιμετωπίζει σε άμεση σχέση με τα γλυπτά και τις δουλεύει με τον ίδιο τρόπο και από το ίδιο υλικό.

Εκτός από τη γλυπτική, ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική, στην οποία αντλεί θέματα από τη μυθολογία και την παράδοση και δημιουργεί έργα με συμβολικό χαρακτήρα και ήπια χρωματική κλίμακα.