Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1924-1930) με τον Θωμά Θωμόπουλο. Την περίοδο των σπουδών του συνεργάστηκε με αρχιτέκτονες και ζωγράφους. Από το 1930 και μέχρι την Κατοχή εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα του Υπουργείου Παιδείας, όπου μελέτησε και έχτισε σχολικά συγκροτήματα και εκκλησίες. Κατά την επίσκεψή του στο Παρίσι, το 1937, ήρθε σε επαφή με το έργο του Σαρλ Ντεσπιώ. Το 1949 πήρε υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση και πήγε για ένα χρόνο στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου εργάστηκε στο ατελιέ του Μαρσέλ Ζιμόν, ενώ το διάστημα 1953-1954 πήγε στην Ιταλία με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και μελέτησε τεχνικές χαλκοχυτικής, την ετρουσκική τέχνη, καθώς και το έργο μεγάλων καλλιτεχνών, όπως των Μιχαήλ Άγγελου, Αντρέα Πιζάνο, Ντονατέλο, Τζάκομο Μαντζού και Αρνάλντο Πομοντόρο.

Το 1936 οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Στρατηγοπούλου· ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε της Βενετίας (1940, 1956, 1964, 1993, 1995) και του Σάο Πάουλο (1957), παρισινά Σαλόν, καθώς και εκθέσεις του Συλλόγου Ελλήνων Καλλιτεχνών, των ομάδων “Τέχνη”, “Στάθμη”, “Αρμός” και “Τομή” και της “Ομάδας για την Επικοινωνία και Εκπαίδευση στην Τέχνη”, των οποίων υπήρξε μέλος.

Ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την ένταξη της γλυπτικής στο περιβάλλον, συνεργάστηκε επανειλημμένα με αρχιτέκτονες και βραβεύτηκε σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, καθώς και για έργα που κοσμούν ή προορίζονταν για δημόσιους χώρους. Μεταξύ άλλων κέρδισε το Α΄ βραβείο για το μνημείο για τις Ηρωίδες του Ζαλόγγου (1954-1960) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καραντινό, για το γλυπτό που κοσμεί την είσοδο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (1966) και για το Μνημείο Πεσόντων του Δήμου Νίκαιας, καθώς και για τις μελέτες του για τη διαμόρφωση της πλατείας Ομονοίας (1958-1960) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Κ. Μπίτσιο και της πλατείας Κλαυθμώνος (1981) και του Μνημείου Εθνικής Αντίστασης στο Γοργοπόταμο (1986) σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Α. Τομπάζη, οι οποίες όμως δεν υλοποιήθηκαν.

Καλλιτέχνης τολμηρός και με πλούσια φαντασία, ξεκίνησε από τη ρεαλιστική απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής σε γύψο, μάρμαρο, πέτρα και ορείχαλκο, για να προχωρήσει σταδιακά στη σχηματοποίηση και την αφαιρετική απόδοση. Από το 1960 περίπου στράφηκε στην αφαίρεση, δημιουργώντας συνθέσεις από μέταλλο στο πλαίσιο μιας κατασκευαστικής αντίληψης. Σταδιακά τα υλικά του εμπλουτίζονται με νίκελ, γυαλί, πλεξιγκλάς, ανοξείδωτο μέταλλο, φακούς, ελατήρια, καρφιά, σωλήνες, ομπρέλες, και βέργες σε ποικίλους συνδυασμούς και οι συνθέσεις του ενσωματώνουν το κενό, ενώ το νερό, ο ήχος και η κίνηση συμβάλλουν στη δημιουργία της τελικής εντύπωσης.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1952-1957) στο εργαστήριο του Μιχάλη Τόμπρου. Το 1959, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πήγε στο Παρίσι, συνεχίζοντας ως το 1962 τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών, κοντά στους Μαρσέλ Ζιμόν και Ρενέ Κολαμαρινί. Έμαθε επίσης την τεχνική του μετάλλου στην Academie du Feu και παρακολούθησε σεμινάρια σχετικά με το αστικό περιβάλλον (Urbanisme) στο εργαστήριο Αρχιτεκτονικής των Camelot και Bodiansky. Για να διευρύνει την καλλιτεχνική του επιμόρφωση ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στην Ιαπωνία και τις Η.Π.Α., όπου το 1972 δίδαξε Γλυπτική στο California State University, Hayward, ως επισκέπτης καθηγητής. Το 1974 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα και το 1980 εξελέγη καθηγητής Πλαστικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π., παραμένοντας στη θέση αυτή ως το 1998.

Το 1961 εξέθεσε για πρώτη φορά στο Σαλόν της Νέας Πραγματικότητας, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Πόλης του Παρισιού και τον επόμενο χρόνο στο Σαλόν της Νέας Γλυπτικής, στο Μουσείο Ροντέν, στα οποία επανειλημμένως παρουσίασε έργα του. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα συνεχίστηκε με συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις. Η Μπιενάλε του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας το 1963, η Μπιενάλε των Νέων στο Παρίσι το 1965, όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Ροντέν, η ΙΙΙ Διεθνής Έκθεσης Συγχρόνου Γλυπτικής στο Μουσείο Ροντέν το 1966, τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982, το Συμπόσιο Γλυπτικής στο Ολυμπιακό Πάρκο της Σεούλ το 1988, οι “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας το 1992, το Salon του Montrouge στη Γαλλία το 1997, όπου επίσης βραβεύτηκε, αναφέρονται ενδεικτικά ανάμεσα σε πολλές άλλες συμμετοχές. Πολυάριθμες είναι επίσης και οι διοργανώσεις ατομικών παρουσιάσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με πρώτη την έκθεση στο Centre Culturel National, στην Aix-en-Provence το 1965. Το 1984 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.

Το 1983 έστησε ένα σκηνικό-περιβάλλον για τις “Φοίνισσες” του Ευριπίδη στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ενώ συνθέσεις του κοσμούν τράπεζες, ξενοδοχεία και ιδιωτικές κατοικίες.

Οι πρωιμότερες συνθέσεις του καλλιτέχνη, καμωμένες από ατσάλι ή μπρούντζο, είναι πειραματισμοί με την ισορροπία και παραπέμπουν σε ντανταϊστικά ή σουρεαλιστικά πρότυπα. Με την πάροδο των χρόνων στα υλικά που χρησιμοποιεί προστίθενται το σίδερο, η πέτρα, το μάρμαρο, το γυαλί, το πλεξιγκλάς, το ξύλο, το σχοινί, το πανί, το λάστιχο, καθώς και η χρήση νερού, φωτιάς και άμμου. Παράλληλα, η λειτουργία του έργου αλλάζει. Το βάθρο σταδιακά καταργείται και οι συνθέσεις διασπώνται σε μέρη, ενώ σε μια προσπάθεια άμεσης και πιο ελεύθερης έκφρασης, με διάφορους χειρισμούς και δρώμενα, επιδιώκει ιδιαίτερα την ενεργητική συμμετοχή του κοινού.

Γλύπτης με ενδιαφέροντα και αναζητήσεις και σε θεωρητικό επίπεδο, έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά και έχει εκδώσει τα βιβλία “Ένας γλύπτης στην αγορά” (Αθήνα 1981), “Στίγματα πορείας” (Αθήνα 1984), “Ίχνη” (Αθήνα 1988), “Ένας γλύπτης στον αέρα” (Αθήνα 1989), “Ανα-Κατάληψη” (Αθήνα 1992), “Λόγοι” (Αθήνα 1994).

Σπούδασε αρχικά στο Σχολείο των Τεχνών ζωγραφική με τον Νικηφόρο Λύτρα και γλυπτική με τον Γεώργιο Βρούτο και συνέχισε στο εργαστήριο του Σ. Έμπερλε στο Μόναχο, καθώς και στην Ακαδημία της βαυαρικής πρωτεύουσας, όπου παρακολούθησε μαθήματα σύνθεσης. Επισκέφθηκε και μελέτησε τα μουσεία της Φλωρεντίας, της Ρώμης και της Νάπολης. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1900 και άνοιξε εργαστήριο, ενώ το 1910 παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήριο του Κ. Κωνσταντινίδη. Το Ιανουάριο του 1912 διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και διατήρησε αυτή τη θέση ως το θάνατό του. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συμβολή του στη διάσωση του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά, καθώς το 1922, ως επικεφαλής συνεργείου του Υπουργείου Παιδείας, πήγε στην Τήνο και μετέφερε σε γύψο τα έργα της τελευταίας περιόδου του τήνιου γλύπτη. Το 1930 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται εκθέσεις του Παρνασσού και της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Εταιρίας, καθώς και η Μπιενάλε της Βενετίας το 1934, ενώ έργα του παρουσιάστηκαν τιμητικά στην Πανελλήνια Έκθεση του 1948.

Στη μαθητεία του κοντά στον Γεώργιο Βρούτο οφείλονται τα κλασικιστικά στοιχεία του έργου του, ενώ ήδη από τις πρώτες του δημιουργίες, με την προτίμησή του στα μυθολογικά και αλληγορικά θέματα, γίνονται φανερές νεοϊδεαλιστικές και συμβολιστικές τάσεις με τις οποίες είχε έλθει σε επαφή κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Μόναχο. Ωστόσο ο Θωμόπουλος δεν περιορίζεται σ’ αυτές, καθώς το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας χαρακτηρίζεται από εκλεκτικιστική διάθεση. Έτσι διακρίνονται και ρομαντικά στοιχεία, όπως η επιδίωξη της απόδοσης του πάθους ή η ρευστοποίηση των περιγραμμάτων που έχει την αφετηρία της στον Ροντέν, καθώς και ρεαλιστικά, κυρίως στις προτομές του. Η μεγαλύτερη καινοτομία του υπήρξαν τα έγχρωμα γλυπτά, τα οποία εισήγαγε περίπου από το 1900.

Καταγόταν από ευγενή κρητική οικογένεια που είχε εγκατασταθεί στην Κέρκυρα, όπως πιθανότατα και ο ίδιος. Στην Κέρκυρα σώζεται ο ναός της Αγίας Τριάδας, που ανήκε στην οικογένειά του και χτίστηκε, σύμφωνα με επιγραφή στο νάρθηκα, το 1680. Από τις εικόνες που κοσμούσαν το ναό άλλες φέρουν υπογραφή Σπυρίδων Τζαγκαρόλας και χρονολογία 1685 και άλλες υπογραφή Στέφανος Τζαγκαρόλας και χρονολογία 1688. Το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, που πριν γίνει μοναχός χρησιμοποιούσε το κοσμικό του όνομα. Το 1700 χειροτονήθηκε ιερέας. Η δράση του εκτείνεται ως το 1710, σύμφωνα με τη χρονολογία των “Εισοδίων της Θεοτόκου”, του τελευταίου χρονολογημένου του έργου. Εκτός από τις εικόνες στο ναό της Αγίας Τριάδας φιλοτέχνησε επίσης εικόνες για τη Μονή Σισίων και το ναό της Ευαγγελίστριας του Κάστρου στην Κεφαλλονιά, ενώ έργα του υπάρχουν επίσης στο Μουσείο Μπενάκη, στη συλλογή Λοβέρδου, στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Αργοστολίου, στη Δημοτική Πινακοθήκη της Κέρκυρας κ.α. Στο έργο του επηρεάστηκε αρχικά από την κρητική ζωγραφική, ενώ αργότερα υιοθέτησε δυτικά πρότυπα.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Γιάννη Παππά (1962-1967), καθώς και σκηνογραφία και διακοσμητική με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Παράλληλα, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., μελέτησε τη λαϊκή τέχνη στη Βόρεια Ελλάδα. Σπούδασε επίσης ζωγραφική στο Πανεπιστήμιο του Fresno Καλιφόρνιας (1967-1969), όπου και δίδαξε γλυπτική για ένα διάστημα. Το 1970 πήγε στο Λος Άντζελες, όπου εργάστηκε ως σκηνογράφος στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την αμερικανική τηλεόραση.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ το 1990 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στη γκαλερί “Ζυγός”. Έχει επίσης λάβει μέρος σε ομαδικές διοργανώσεις, όπως η έκθεση “Καλλιτέχνες του Λος Άντζελες” (Los Angeles Artists) στο Μουσείο του Λος Άντζελες το 1971, η Ετήσια Έκθεση στα Μουσεία του Σακραμέντο και του Σαν Φρανσίσκο το 1972, Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε της Βαρκελώνης το 1975 και της Ρουμανίας το 1985, η Παγκόσμια Έκθεση Μικρογλυπτικής στη Βουδαπέστη το 1987 και η έκθεση “Σύγχρονη Ελληνική Γλυπτική” που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1992.

Με αφετηρία την αφαίρεση και τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό ο Σώτος Αλεξίου διαμόρφωσε το ζωγραφικό του έργο, επιδιώκοντας την ψευδαισθησιακή απόδοση των όγκων και της τρίτης διάστασης. Η αντίληψη αυτή μεταφέρθηκε και στη γλυπτική του, που βασίζεται στο συνδυασμό μινιμαλιστικών και κονστρουκτιβιστικών τάσεων. Ασχολείται επίσης με το χάπενινγκ και συνεργάζεται με αρχιτέκτονες-πολεοδόμους για τη διαμόρφωση χώρων τέχνης.

ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ Σάο Πάολο Βραζιλίας 1917 Το 1925 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Το 1934, λόγω οικονομικών δυσκολιών, αναγκάστηκε να διακόψει το γυμνάσιο και να παρακολουθήσει νυχτερινά μαθήματα στη Βιοτεχνική Σχολή της Αθήνας, ενώ παράλληλα παρακολούθησε ελεύθερα μαθήματα ζωγραφικής κοντά στην Τζένη Μανούση. Το 1945 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης και σπούδασε για ένα χρόνο γλυπτική στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών κοντά στον Μαρσέλ Ζιμόν. Το διάστημα 1947-1953 πραγματοποίησε μακέτες και μελέτες για αρχιτεκτονικά έργα σε συνεργασία με τον Λε Κορμπιζιέ. Το 1988 τιμήθηκε με το βραβείο Antoine Pevsner για το σύνολο του έργου του. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα, στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται πολυάριθμες αναδρομικές παρουσιάσεις στη Γαλλία και την Ελλάδα, με πιο πρόσφατη εκείνη στο Τελλόγλειο Ίδρυμα στη Θεσσαλονίκη το 2004. Έχει λάβει επίσης μέρος σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις γλυπτικής και χαρακτικής, μεταξύ των οποίων το Φθινοπωρινό Σαλόν, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής, το Σαλόν του Μαΐου και η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής (Exposition Internationale de Sculpture Contemporain) στο Μουσείο Ροντέν, στο Παρίσι, η Μπιενάλε Χαρακτικής της Λουμπλιάνα το 1963 και η Μπιενάλε της Βενετίας το 1966. Ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ΄40 ο Κώστας Ανδρέου σκαλίζει μορφές στην πέτρα, χωρίς να απομακρύνεται από την ορατή πραγματικότητα και την παραδοσιακή γλυπτική. Το 1947 στρέφεται στη χρήση του μετάλλου και επινοεί μια νέα μέθοδο εργασίας, την οξυγονοκόλληση φύλλων ορείχαλκου. Ταυτόχρονα, συνεχίζοντας να διατηρεί την επαφή με την οπτική πραγματικότητα, εισάγει στο έργο του αφαιρετικά, σουρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία, δημιουργώντας έργα με κυρίαρχο θέμα την ανθρώπινη μορφή, ιδιαίτερα τη γυναικεία, αλλά και ζώα και πουλιά, ενώ δε λείπουν και ορισμένες συνθέσεις αποτροπαϊκού χαρακτήρα, στις οποίες χρησιμοποιεί και χρώμα. Εκτός από τη γλυπτική έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική και τη χαρακτική, ενώ στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας έχει φιλοτεχνήσει σκηνικά και κοστούμια για θεατρικές παραστάσεις. Φ. Τ.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα γλυπτικής από τον αρμένιο γλύπτη Παπαζιάν και σχεδίου από τον Βασίλειο Ιθακήσιο. Το 1919 βρέθηκε στο Παρίσι και φοίτησε στην Ακαδημία Ζυλιάν· τον Οκτώβριο του ίδιου έτους πέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Καλών Τεχνών, την οποία όμως εγκατέλειψε δύο μήνες αργότερα και επέστρεψε στην Ακαδημία Ζυλιάν, όπου φοίτησε για δύο χρόνια κοντά στους Πωλ Λαντόφσκι και Ανρί Μπουσάρ. Το 1921, με αφορμή τη συμμετοχή του στο Φθινοπωρινό Σαλόν, γνώρισε τον Αντουάν Μπουρντέλ, ο οποίος τον οδήγησε στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ· σπούδασε εκεί τέσσερα χρόνια και, με τη μεσολάβηση του δασκάλου του, το 1923 έλαβε υποτροφία 40000 γαλλικών φράγκων από την Έλενα Βενιζέλου, με τα οποία μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του, χωρίς ωστόσο να πάρει πτυχίο, καθώς εγκατέλειψε τη σχολή το 1925. Την ίδια χρονιά γνώρισε τον Σαρλ Ντεσπιώ. Την άνοιξη του 1940 επέστρεψε στην Αθήνα οριστικά. Στην αρχή της Κατοχής υπήρξε για μικρό χρονικό διάστημα βοηθός του Δημήτρη Πικιώνη στην Έδρα Ελεύθερου Σχεδίου, το 1959 έγινε καθηγητής στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και το 1961 εξελέγη τακτικός καθηγητής του Β΄ Εργαστηρίου γλυπτικής της Α.Σ.Κ.Τ. Το 1967 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος του τμήματος γλυπτικής της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Γαλλίας. Το 1939 το γαλλικό κράτος του απένειμε το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής και το 1947 το γαλλικό Υπουργείο Παιδείας το παράσημο της Ακαδημίας του Φοίνικα.

Παρουσίασε το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται το Φθινοπωρινό Σαλόν και το Σαλόν των Ανεξαρτήτων στο Παρίσι, Πανελλήνιες, καθώς και οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1950 και της Αλεξάνδρειας το 1961. Το 1984 το έργο του παρουσιάστηκε σε αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους του Απάρτη έπαιξε η γνωριμία του με το έργο του Ροντέν και η μαθητεία του κοντά στον Μπουρντέλ. Οι καθαροί πλαστικοί όγκοι, η σαφήνεια των περιγραμμάτων, η στέρεη δομή αλλά και το γενικότερο πνεύμα της αναβίωσης της κλασικής παράδοσης, και συγκεκριμένα της αρχαϊκής ελληνικής γλυπτικής, είναι στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση του Μπουρντέλ, η οποία ήταν περισσότερο έντονη της περίοδο της μαθητείας του Απάρτη κοντά του. Το βασικό θέμα του έλληνα γλύπτη υπήρξε η ανθρώπινη μορφή, ολόσωμη, αποσπασματική ή σε προτομή. Η προσπάθεια να περιοριστεί στο ουσιώδες, η αφαίρεση των λεπτομερειών, η λιτότητα, η σαφήνεια, η ρεαλιστική διάθεση και η τεκτονική δομή είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Η κλίση του στην τέχνη εκδηλώθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία. Έτσι, το 1918 γράφτηκε στη Νυχτερινή Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας, όπου για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου. Το 1937, μετά από μια περίοδο ενασχόλησης με το εμπόριο, γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου, ως το 1939, σπούδασε γλυπτική κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο, τον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο.

Η καλλιτεχνική του διαδρομή ξεκίνησε από την παραστατική απεικόνιση, που περιλαμβάνει προτομές και ολόσωμα αγάλματα, κυρίως γυμνά. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδιαίτερα από το 1950, άρχισε να στρέφεται αρχικά σε πιο αφαιρετικές μορφές, παραμένοντας στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρισμού, για να καταλήξει τελικά στην αφαίρεση.

Από τα πρώτα κιόλας αφαιρετικά του έργα είναι φανερή η προσπάθεια περιορισμού του όγκου και ανάπτυξης της μορφής μέσα στο χώρο, με μια τάση άλλοτε κατακόρυφη και άλλοτε οριζόντια. Ως το 1960 χρησιμοποιούσε βέργες από σίδερο ενωμένες με οξυγονοκόλληση, δημιουργώντας συνθέσεις που, αν και ξεκινούν από τις αρχές του κονστρουκτιβισμού, είναι πιο κοντά στον εξπρεσιονισμό. Λίγο αργότερα, με το πέρασμα από το σίδερο στο μπρούντζο, και με τις βέργες σε κατακόρυφη διάταξη, θα δημιουργήσει έργα που μοιάζουν σαν αντικείμενα διαβρωμένα από το χρόνο, δίνοντας την εντύπωση της καταστροφής. Ακολουθώντας το ίδιο ύφος, η διάταξη στη συνέχεια θα γίνει οριζόντια και κατόπιν διαγώνια, υποβάλλοντας την αίσθηση της φυγής μέσα στο χώρο.

Μετά από ένα διάστημα περισυλλογής και αδράνειας, θα εγκαταλείψει την καθαρά γλυπτική απεικόνιση, για να στραφεί σε μια εννοιολογική προσέγγιση. Το περιβάλλον-εγκατάσταση με τα “Πέντε Δωμάτια”, που παρουσίασε το 1976 στο Παρίσι και στην Αθήνα, δηλώνει αυτή ακριβώς τη στροφή και την υπαρξιακή αγωνία του καλλιτέχνη. Πρόκειται για ένα περιβάλλον που συνδυάζει αντικείμενα, εικόνες, ήχους και φωτισμό και αποτελείται από πέντε διαφορετικούς χώρους-θεματικές ενότητες. Σε κάθε δωμάτιο τίθεται κι από ένα φιλοσοφικό ερώτημα, ενώ διάφορα σύμβολα παραπέμπουν στη συνειδητοποίηση της σχετικότητας των πραγμάτων.

Το 1982 με το “Σπήλαιο”, ένα άλλο περιβάλλον-εγκατάσταση κατασκευασμένο από εφημερίδες που καλύπτουν τον τοίχο σε συνδυασμό με κινηματογραφική προβολή και ήχους, θα εκφράσει για μια ακόμη φορά τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Οι αναζητήσεις του στον τομέα του περιβάλλοντος και της εγκατάστασης συνεχίστηκαν, παράλληλα όμως συνδυάστηκαν με επιστροφή στην πλαστική απόδοση. Τα περιβάλλοντα με τις “Σκάλες”, που παρουσίασε για πρώτη φορά το 1978, αρχικά σε ξύλο και κατόπιν σε μπρούντζο, αλλά και μεμονωμένες συνθέσεις με σκάλες σε διάφορα μεγέθη, αποτελούν σήματα ανόδου και προσπάθειας και υποδηλώνουν τη διέξοδο στη γνώση. Το 1985 σκάλες από ατσάλι ύψους 10 μέτρων τοποθετήθηκαν στο Παλαιό Φάληρο.

Οι φάσεις της καλλιτεχνικής του δημιουργίας παρουσιάστηκαν σε διάφορες εκθέσεις, ξεκινώντας με συμμετοχές σε Πανελλήνιες. Το 1955 οργάνωσε την πρώτη του ατομική στην Αθήνα, με έργα σε χαλκό, σίδερο και γύψο, την οποία ακολούθησαν άλλες διοργανώσεις εντός και εκτός Ελλάδος. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει επίσης συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1956 και το 1968, του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας το 1957, επανειλημμένες συμμετοχές στο Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι και τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1956-1960 κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο. Με υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, κοντά στους Ρενέ Κολλαμαρινί και Όσιπ Ζάντκιν, ενώ παράλληλα συμπλήρωνε τη μόρφωσή του με επισκέψεις σε μουσεία και γκαλερί.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές εκθέσεις και πολυάριθμες συμμετοχές σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες η έκθεση “Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπτες στο Παρίσι” (“Peintres et Sculpteurs Grecs de Paris”) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (Παρίσι, 1962), η Β’ Πανελλαδική Έκθεση Νέων (1962), όπου κέρδισε το Α’ βραβείο γλυπτικής, Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1969) και της Βαρκελώνης (1975) και η Μπιενάλε Μικρής Γλυπτικής της Βουδαπέστης (1971). Έχει λάβει μέρος σε διαγωνισμούς για ανδριάντες και μνημεία κερδίζοντας αρκετές διακρίσεις, ενώ το 1974 τιμήθηκε με το Α’ βραβείο Γλυπτικής από το Υπουργείο Προεδρίας και από το Δήμο Θεσσαλονίκης.

Δουλεύοντας με ξύλο, μάρμαρο, γύψο, πηλό, αλουμίνιο, μπετόν, σίδερο, ορείχαλκο, πολυεστερικές ρητίνες ο Αρμακόλας δημιουργεί συνθέσεις με κεντρικό θέμα το ανθρώπινο σώμα, και ιδιαίτερα το γυναικείο, που, αποδοσμένο με μεγάλη ακρίβεια, άλλοτε συνδυάζεται με γεωμετρικά και αφηρημένα θέματα, αδιευκρίνιστα σχήματα ή υφάσματα και άλλοτε παρουσιάζεται αποσπασματικά, να σχίζεται από τραχιές, ακατέργαστες επιφάνειες που δίνουν την εντύπωση του non finito. Τα έργα του, ολόγλυφα ή ανάγλυφα, χαρακτηρίζονται από τις έντονες αντιθέσεις και την ποιητική-ονειρική ατμόσφαιρα που δημιουργούν.

ΠΟΛΥΓΝΩΤΟΣ ΒΑΓΗΣ (ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ) Ποταμιά Θάσου 1894-Νέα Υόρκη 1965 Πήρε τα πρώτα μαθήματα γλυπτικής από τον πατέρα του που ήταν ξυλουργός. Το 1911 μετανάστευσε στη Νέα Υόρκη και το 1917 γράφτηκε στο τμήμα Γλυπτικής της Cooper Union, όπου παρακολούθησε μαθήματα για έξι μήνες. Τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης και σπούδασε για τρία χρόνια. Το 1932 πήρε υποτροφία από το Whitney Museum Club που τον βοήθησε να διατηρήσει εργαστήριο ως το 1933. Το 1958 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο των Audubon Artists και το 1962 με τον Χρυσό Σταυρό του Φοίνικος. Λίγο πριν το θάνατό του κληροδότησε τα έργα του στο ελληνικό κράτος και σήμερα λειτουργεί στη Θάσο Μουσείο Πολύγνωτου Βαγή. Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1977 πραγματοποιήθηκε στην Καβάλα μεταθανάτια αναδρομική έκθεση. Έλαβε επίσης μέρος στις εκθέσεις της Εθνικής Ακαδημίας Σχεδίου της Νέας Υόρκης και συμμετείχε σε ομαδικές διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων στο Brooklyn Museum of Art, στο Μητροπολιτικό Μουσείο και στο Whitney Museum of American Art στη Νέα Υόρκη, καθώς και στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον. Στα έργα του, που είναι στην πλειοψηφία τους ανθρώπινες μορφές, ζώα και συνθέσεις τις οποίες λαξεύει απευθείας σε πέτρα, ξύλο ή τσιμέντο, κυριαρχεί η γενικευτική απόδοση και η αδρή επεξεργασία που απηχούν την πρωτόγονη ή την ελληνική τέχνη της αρχαϊκής περιόδου. Φ. Τ.

Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών την περίοδο 1861-1864 με δάσκαλο τον Γεώργιο Φυτάλη, στο εργαστήριο του οποίου δούλευε παράλληλα για εξάσκηση. Το 1861, με υποτροφία του ελληνικού κράτους, πήγε στο Μόναχο, όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Βίλεμ φον Κάουλμπαχ και γλυπτικής με τον Μαξ Βίντνμαν. Το 1871 επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε εργαστήριο, ενώ φιλοτέχνησε και τμήματα της γλυπτικής διακόσμησης της Ακαδημίας Αθηνών.

Παρουσίασε το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται η Διεθνής Έκθεση της Βιέννης το 1875, τα Ολύμπια του 1875 και του 1888 και οι εκθέσεις υπέρ του Ερυθρού Σταυρού στη οικία του Βασιλείου Μελά το 1881 και του Παρνασσού το 1885.

Ο Ιωάννης Βιτσάρης ανήκει στη γενιά των γλυπτών που απομακρύνονται από τα αυστηρά πλαίσια του κλασικισμού και εισάγουν στο έργο τους ρεαλιστικά στοιχεία. Την περίοδο των σπουδών του ασχολήθηκε με έργα μυθολογικού περιεχομένου, τα οποία εναρμονίζονται με το πνεύμα του κλασικισμού. Από το 1871, που επέστρεψε στην Ελλάδα, άρχισε να στρέφεται σε ρεαλιστικές κατευθύνσεις, που ανιχνεύονται τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στον τρόπο απόδοσής τους. Φιλοτέχνησε κυρίως επιτύμβια μνημεία και προτομές, ανάγλυφα, διακοσμητικές συνθέσεις και γλυπτά ελεύθερης έμπνευσης, στα οποία συνδυάζει ιδεαλιστικούς και κλασικιστικούς τύπους με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Τα έργα του διακρίνονται για την έμφαση στη λεπτομερή απόδοση, καθώς και για μια ξεχωριστή ικανότητα να εμψυχώνει τις μορφές του.

Η Λίλη Αρλιώτη σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Δ. Μπισκίνη. Πραγματοποίησε επίσης σπουδές μουσικής στο Ωδείο Αθηνών, τις οποίες συνέχισε στην Ελβετία, όπου επιπλέον σπούδασε ιστορία της τέχνης. Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας “Αρμός”.
Η θεματογραφία του έργου της είναι ανθρωποκεντρική και ενσωματώνει απηχήσεις τόσο των εξπρεσιονιστικών πειραματισμών των αρχών του αιώνα όσο και της αφαίρεσης.

Φοίτησε αρχικά στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης με δάσκαλο τον Γεώργιο Γραμμανδάνη, αποφοιτώντας το 1889 με πτυχίο νηπιαγωγού. Για ένα διάστημα εργάστηκε ως δασκάλα στη Βάρνα και την Κωνσταντινούπολη, το ενδιαφέρον της όμως για τη ζωγραφική την οδήγησε αρχικά στην Πράγα, όπου σπούδασε διακοσμητική και στη συνέχεια, το 1890, στο Μόναχο, όπου πήρε μαθήματα ζωγραφικής από τον Νικόλαο Γύζη. Το 1895 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε αρκετά χρόνια, εργαζόμενη με ζωγράφους όπως ο Benjamin Constant, o Eugene Carriere, o Raphael Collin, o Paul Leroy και ο Jacques Emile Blanche. Το 1914 εξάλλου ανακηρύχθηκε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Καλών Τεχνών και Γραμμάτων. Την περίοδο 1909-1914 έζησε στην Κωνσταντινούπολη και γύρω στο 1927 επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα, την οποία επισκεπτόταν συχνά, είτε για να λάβει μέρος σε εκθέσεις είτε για να εκτελέσει διάφορες παραγγελίες.

Αναπτύσσοντας αξιοσημείωτη εκθεσιακή δραστηριότητα, παρουσίασε το έργο της στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1900, όπου τιμήθηκε με εύφημο μνεία, σε παρισινά Σαλόνια και στις εκθέσεις της “Εταιρείας των Γάλλων Καλλιτεχνών”, ενώ στην Ελλάδα έλαβε μέρος σε εκθέσεις του Παρνασσού, του Δημαρχείου, του Ζαππείου και της “Καλλιτεχνικής Εταιρείας”. Oργάνωσε επίσης ατομικές στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη.

Ασχολούμενη κυρίως με την προσωπογραφία και, σε πιο περιορισμένη κλίμακα, με το τοπίο και τη νεκρή φύση, παρέμεινε πιστή στα συντηρητικά ακαδημαϊκά διδάγματα, προσπαθώντας όμως να διεισδύσει στην προσωπικότητα των εικονιζομένων, ενώ στα τοπία της υιοθέτησε στοιχεία του Yπαιθρισμού και του Iμπρεσιονισμού.