Πήρε μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου από τον Γιώργο Μπουζιάνη (1953) και σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γενεύης κοντά στους Μαξ Βέμπερ και Ανρί Κονί (1954-1958). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της “Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη” (1976), καθώς και μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής της Εθνικής Πινακοθήκης (1992-1994). Κατά τη διετία 1978-1980 δίδαξε στο Deree College της Αγίας Παρασκευής.

Το 1959 παρουσίασε την πρώτη της ατομική έκθεση στη Γκαλερί “Κούρος” στην Αθήνα και ακολούθησαν ατομικές και ομαδικές παρουσιάσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι, η Τριενάλε της Βουδαπέστης (1978), τα Ευρωπάλια στο Βέλγιο (1982), καθώς και η έκθεση “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” στην Εθνική Πινακοθήκη (1992).

Μετά από ένα σύντομο διάστημα αφαιρετικών αναζητήσεων, η Φρόσω Μιχαλέα στράφηκε ολοκληρωτικά στην αφηρημένη γλυπτική. Με καθαρά γεωμετρικά σχήματα δημιουργεί συμπαγείς ορθογώνιους όγκους σε πωρόλιθο, ενώ στη συνέχεια στρέφεται στο ξύλο και σε συνθέσεις που διακρίνονται από την ισορροπημένη συνύπαρξη των οριζόντιων και κατακόρυφων αξόνων. Από το 1985 προχωρά σε έρευνες για την αξιοποίηση του χώρου, δημιουργώντας συνθέσεις από βαμμένα φύλλα χάλυβα, που εκτείνονται πλάγια ή κατακόρυφα και αναπαράγουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, μορφές του φυσικού κόσμου.

Σπούδασε γλυπτική στο εργαστήριο του Μιχάλη Τόμπρου στη Σχολή Καλών Τεχνών (1950-1953) και χαρακτική και διακοσμητική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας (1960-1963). Διδάχτηκε επίσης την τέχνη της χαλκοχυτικής στα Καλλιτεχνικά Χυτήρια του Μπρούνο Μπεάρτζι. Μελέτησε το έργο των μεγάλων γλυπτών της Αναγέννησης και διεύρυνε τις γνώσεις του για τη σύγχρονη γλυπτική με ταξίδια σε διάφορες χώρες. Το 1963 συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους στα διακοσμητικά ανάγλυφα του Πανεπιστημίου της Βαγδάτης. Έχει κερδίσει διάφορα μετάλλια, ανάμεσα στα οποία το χρυσό μετάλλιο της Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1968. Έχει εργαστεί ως συντηρητής, καθώς και ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές εκθέσεις και συμμετοχή σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, η Διεθνής Έκθεση της Μόσχας το 1957 και οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1968 και του Σάο Πάουλο το 1969.

Ο κεντρικός άξονας του έργου του Βαγγέλη Μουστάκα είναι η ανθρώπινη μορφή, ενώ αφετηρία των δημιουργιών του αποτελούν άλλοτε προσωπικά του βιώματα και άλλοτε κοινωνικά και ιστορικά γεγονότα. Τα έργα του – συνθέσεις ελεύθερης έμπνευσης αλλά και δημόσια μνημεία – χαρακτηρίζονται από πολυμορφία και συνδυάζουν στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής και των σύγχρονων τάσεων, ενώ ταυτόχρονα αξιοποιούν το κενό ως μέρος της γλυπτικής σύνθεσης.

Σπούδασε γλυπτική, ψηφιδωτό και νωπογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1972-1978, κοντά στον Γιάννη Παππά, τον Κώστα Κολέφα και τον Κωνσταντίνο Ξυνόπουλο. Το 1978 παρακολούθησε μαθήματα στο Universita degli Studi του Μιλάνου και, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., την περίοδο 1983-1986 έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Η εκθεσιακή της δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις, όπως οι «Μνήμες-Αναπλάσεις-Αναζητήσεις» το 1985, η Πανελλήνια του 1987, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1991, η έκθεση «SPIRA I» στη Μαδρίτη και το Διεθνές Συμπόσιο Γλυπτικής στη Θάσο το 1992, «Το Δέντρο» στην Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο το 1994, «Περί Φύσεως, Μιμήσεως και Τέχνης» και «Natura Mater Artis» στην Αθήνα το 1996, «Το κουτί της Πανδώρας» στο Antiken Museum στη Βασιλεία κ.ά.

Αντλώντας από τη αρχή την έμπνευσή της από τη φύση, η Αφροδίτη Λίτη μετασχηματίζει την πραγματικότητα σε υπερμεγέθεις παραστατικές εικόνες του φυσικού κόσμου, που αναπτύσσονται στο έδαφος ή αιωρούνται, και δημιουργεί μια ποιητική, ονειρική ατμόσφαιρα με φύλλα, καρπούς, λουλούδια, σκαθάρια, σαύρες, κλαδιά και δέντρα με πουλιά ή φυσικά στιγμιότυπα. Όταν όμως τα πουλιά είναι καθισμένα σε δέντρα και κλαδιά γυμνά και ο πυρήνας των καρπών φλέγεται, η ονειρική ατμόσφαιρα μετατρέπεται σε διαμαρτυρία ενάντια στην καταστροφική επέμβαση του ανθρώπου. Μέταλλα, καθρέφτες, ψηφίδες, μάρμαρο, πέτρα, γύψος είναι τα μέσα με τα οποία μεταπλάθει τις εικόνες του φυσικού κόσμου, αξιοποιώντας τις σπουδές της στη γλυπτική και το ψηφιδωτό, τις οποίες εμπλουτίζει συχνά με τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία και ιδιαίτερα ο φωτισμός με νέον.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1957-1962) με δάσκαλο τον Γιάννη Παππά και κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του παρακολούθησε μαθήματα χαλκοχυτικής και γυψοτεχνίας στο εφηρμοσμένο εργαστήριο της σχολής. Από το 1965 έως το 2005 δίδαξε στην Έδρα Πλαστικής του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου. Έχει φιλοτεχνήσει μνημεία για δημόσιους χώρους και έχει κερδίσει βραβεία και τιμητικές διακρίσεις, μεταξύ των οποίων το Χρυσό Μετάλλιο της Ακαδημίας Burckhardt το 1974 και το Αργυρό Μετάλλιο ECU στις Βρυξέλλες το 1993.

Έχει πραγματοποιήσει ατομικές παρουσιάσεις του έργου του και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ άλλων σε Πανελλήνιες, στις Μπιενάλε του Σάο Πάουλο και των Νέων στο Παρίσι το 1969, της Βουδαπέστης το 1973 και της Αλεξάνδρειας το 1974, καθώς και σε διεθνείς εκθέσεις μεταλλίων.

Η γλυπτική δημιουργία του Γιώργου Καλακαλλά χαρακτηρίζεται από ποικιλία, τόσο θεματική όσο και υφολογική. Χρησιμοποιώντας το μάρμαρο, το χαλκό, τη λαμαρίνα, το ξύλο και την πέτρα έχει φιλοτεχνήσει προτομές, ανδριάντες, μνημεία, αναμνηστικά μετάλλια, αλλά και ελεύθερα γλυπτά, συνδυάζοντας χαρακτηριστικά διαφόρων κατευθύνσεων, τα οποία προσαρμόζει κάθε φορά στις απαιτήσεις των θεμάτων και των υλικών του. Έτσι, η παραστατικότητα και η επαφή με την οπτική πραγματικότητα κυριαρχούν στις προτομές και στα έργα που προέρχονται από παραγγελίες, ενώ οι ελεύθερες συνθέσεις του αποδίδονται με αφαιρετική ή εντελώς αφηρημένη διάθεση και συνδυάζουν άλλοτε βιόμορφα και άλλοτε γεωμετρικά ή εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά, καταλαμβάνοντας δυναμικά το χώρο.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική (1946-1947) με τους Δημήτριο Μπισκίνη, Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και Ουμβέρτο Αργυρό και γλυπτική (1947-1954) με τον Μιχάλη Τόμπρο. Συνέχισε στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας (1954-1957) και της Ρώμης (1958-1961), όπου είχε δασκάλους τους Περίκλε Φατζίνι και Βενάντζο Κροτσέττι αντίστοιχα. Κατά την παραμονή του στην Ιταλία συνδέθηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως τον Τζάκομο Μαντζού, τον Μαρίνο Μαρίνι, τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τον Τζόρτζιο Μοράντι και τον Χένρι Μουρ. Πραγματοποίησε ταξίδια σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και μελέτησε μουσεία. Το 1958 εγκατέστησε το πρώτο εργαστήριο χαλκοχυτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ από το 1969 ως το 1985 υπήρξε καθηγητής στην έδρα της γλυπτικής, εισάγοντας και τη συστηματική διδασκαλία θεωρητικών κειμένων.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις, καθώς και σε αναδρομική που οργανώθηκε το 1995 από την Εθνική Πινακοθήκη. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές, μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας του 1961, όπου κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο, και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1979.

Θαυμαστής της τέχνης της Αναγέννησης και έχοντας πάντα ως αφετηρία την ανθρώπινη μορφή, ο Δημήτρης Καλαμάρας δημιούργησε τα πρώτα του έργα παραμένοντας πιστός στην ορατή πραγματικότητα. Το διάστημα 1954-1965 στις συνθέσεις του κυριαρχούν τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ενώ μετά το 1965 τα έργα του αποκτούν δομικό χαρακτήρα και χτίζονται με γεωμετρικούς όγκους, αποτέλεσμα εξαντλητικής μελέτης και λεπτομερών μετρήσεων που οφείλονται στην πίστη του στην τάξη, την αρμονία, τη συμμετρία και σε ό,τι ήταν βασισμένο στο νόμο του αριθμού.

Ξεκίνησε τις σπουδές του με μαθήματα σχεδίου που πήρε από ένα Ρώσο συνταγματάρχη που βρισκόταν στην Κέρκυρα. Το 1815 γράφτηκε στη Σχολή του Παύλου Προσαλέντη, όπου σπούδασε για δύο χρόνια, και κατόπιν πήγε στη Βενετία, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών ως το 1819. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1820 οι Άγγλοι του ανέθεσαν να ιδρύσει στην Ιθάκη Σχολή Καλών Τεχνών στο πρότυπο της αντίστοιχης σχολής του Παύλου Προσαλέντη, η οποία όμως λειτούργησε μονάχα ως το 1824. Στη συνέχεια διορίστηκε γενικός μηχανικός των Ιονίων Νήσων και παράλληλα παρέδιδε δωρεάν μαθήματα στο εργαστήριό του στην Κέρκυρα.

Το σωζόμενο έργο του Ιωάννη Βαπτιστή Καλοσγούρου περιλαμβάνει προτομές και ανάγλυφα και χαρακτηρίζεται από προσκόλληση στα κλασικιστικά ιδεώδη και στο έργο του δασκάλου του Παύλου Προσαλέντη.

Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου με δάσκαλο τον Πάουλ Ντίρκες (1961-1966). Κατά την παραμονή του στη γερμανική πρωτεύουσα, διατηρούσε εργαστήριο, ενώ υπήρξε μέλος του Επαγγελματικού Συλλόγου Καλλιτεχνών Βερολίνου. Από το 1975, που εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα, που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει συμμετοχή στην ίδρυση του Συλλόγου Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Βορείου Ελλάδος. Παρουσίασε το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ατομικές στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (Θεσσαλονίκη, 1985), στην Πινακοθήκη Πιερίδη (Αθήνα, 1988) και στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας (1990), καθώς και συμμετοχές στην Πανελλήνια έκθεση του 1987 και στη Διεθνή Συνάντηση Γλυπτών (1991) στην Caen της Γαλλίας.

Επίκεντρο της γλυπτικής του Κυριάκου Καμπαδάκη υπήρξε η ανθρώπινη μορφή, που ανυψώνεται σε σύμβολο μέσα από ενότητες με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως “Μοναξιά”, “Torso”, “Νίκη”, “Ίκαρος-Άλμα”, “Γενεσιουργίες”. Δουλεμένη συνήθως σε ξύλο ή ορείχαλκο και, σπανιότερα, σε πέτρα ή μάρμαρο, αρχικά περισσότερο στατική και στη συνέχεια έντονα κινημένη, υποβάλλεται σε μια διαδικασία αφαίρεσης και εξπρεσιονιστικής παραμόρφωσης, εκφράζοντας με ποικίλους τρόπους την υπαρξιακή αγωνία του καλλιτέχνη.

Μικρασιατικής καταγωγής, σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (1942-1947) με δασκάλους τους Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο, και αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τιμήθηκε με βραβεία σε πανελλήνιους διαγωνισμούς γλυπτικής, καθώς και με τιμητικά διπλώματα σε διεθνείς εκθέσεις. Καλλιτέχνης με ποικίλα πνευματικά ενδιαφέροντα, εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές “Εν Περγάμω” (1953) και “Τη Κύπρω” (1975), ενώ μετά το θάνατό του εκδόθηκε η μελέτη του “Η Ειρηνική Παλιννόστηση του Ελληνισμού στη Μικρασία” (1992).

Η ιδεολογία του δεν του επέτρεψε να παρουσιάσει τη γλυπτική του σε ατομικές εκθέσεις, παρά μόνο σε ομαδικές, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκθέσεις μεταλλίων και Πανελλήνιες, ενώ μετά το θάνατό του, το 1992, οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.

Η καταγωγή του από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας και η γοητεία που ασκούσαν οι χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, συντέλεσαν έτσι ώστε ο θεματικός άξονας του έργου του Βάσου Καπάνταη να είναι η ιστορία αυτού του τόπου και των ανθρώπων της. Προσπαθώντας να μορφοποιήσει τα συναισθήματα που του γεννούσε η πανάρχαιη αυτή κοιτίδα πολιτισμών, χρησιμοποίησε παραδοσιακούς τύπους και σύγχρονες κατακτήσεις, και δημιούργησε έργα με έντονες επιρροές από την αρχαϊκή τέχνη, με σχηματοποίηση, λιτότητα, απουσία περιττών στοιχείων, έμφαση στο ουσιώδες, αφηρημένα και κυβιστικά στοιχεία. Ο συνδυασμός όλων αυτών είχε ως αποτέλεσμα συνθέσεις με έντονο συμβολικό και συχνά εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα. Τα ίδια χαρακτηριστικά, καθώς και μια ιδιαίτερη ικανότητα στην αποτύπωση των λεπτομερειών παρατηρούνται επίσης στα ανάγλυφα και τα μετάλλια που φιλοτέχνησε.

Καταγόμενος από φτωχή οικογένεια αγροτών, πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από αγιογράφους της περιοχής. Το 1928 ήρθε στην Αθήνα, εργαζόμενος αρχικά ως σχεδιαστής στο γραφείο του αρχιτέκτονα Β. Κουρεμένου και κατόπιν στο εργαστήριο του Βάσου Φαληρέα. Από το 1930 ως το 1934, με υποστήριξη των αδελφών Παπαστράτου, σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το ταλέντο του όμως στη γλυπτική τον οδήγησε την ίδια χρονιά στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρακολούθησε μαθήματα στις Ακαδημίες Κολαροσί και Γκραντ Σωμιέρ, εργαζόμενος κυρίως κοντά στον Μαρσέλ Ζιμόν. Το 1940, με την έκρηξη του πολέμου, επέστρεψε στην Ελλάδα και στρατεύτηκε. Στη διάρκεια της Κατοχής κατέφυγε στο χωριό του δουλεύοντας στα καπνοχώραφα, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τη γλυπτική. Το 1946 επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα, όπου άνοιξε εργαστήριο και αφοσιώθηκε απερίσπαστος στην τέχνη του. Το 1962 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, όπου περνούσε τον περισσότερο χρόνο του. Από το 1995 το εργαστήριό του εκεί λειτουργεί ως μουσείο.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1946 με την παρουσίαση της πρώτης ατομικής του έκθεσης στον Παρνασσό. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς και αναδρομική έκθεση το 1981 στην Εθνική Πινακοθήκη. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές, Πανελλήνιες και διεθνείς διοργανώσεις, όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1962 και το 1972 και του Σάο Πάολο το 1975.

Επίκεντρο της γλυπτικής του Χρήστου Καπράλου υπήρξε από την αρχή η ανθρώπινη μορφή. Χρησιμοποιώντας αρχικά τον πηλό, το γύψο, την πέτρα και το μάρμαρο φιλοτέχνησε μεμονωμένα γλυπτά ή σειρές, που απέδωσε ρεαλιστικά, έχοντας ως πηγή έμπνευσης την ελληνική γλυπτική της αρχαϊκής, κυρίως, περιόδου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 στράφηκε σε συνθέσεις αφαιρετικές, όχι όμως εντελώς ανεικονικές. Χρησιμοποιώντας μια δική του τεχνική, δημιούργησε έργα από ελάσματα χαλκού, στα οποία η ηθελημένη παραμόρφωση, η αποσπασματική απόδοση και ο συνδυασμός ετερόκλητων στοιχείων έχουν ως πρότυπο τον εξπρεσιονισμό, το σουρεαλισμό ή το φουτουρισμό. Ενδιαφέρθηκε επίσης για αντικείμενα καθημερινής χρήσης και μορφές ζώων και χρησιμοποίησε το ξύλο για να δημιουργήσει συνθέσεις εμπνευσμένες από τη μυθολογία, την ιστορία και τη χριστιανική παράδοση.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1947-1952) με δασκάλους τους Γιάννη Μόραλη και Ουμβέρτο Αργυρό και παρακολούθησε μαθήματα τοιχογραφίας και χαρακτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη Σχολή Εστιέν στο Παρίσι (1957-1960). Παρακολούθησε επίσης τα εργαστήρια γλυπτικής καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του.

Παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση το 1960 στο Παρίσι, στη γκαλερί “Haut Pave”, την οποία ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις εντός και εκτός Ελλάδας. Έχει λάβει επίσης μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων παρισινά Σαλόν, η έκθεση Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπτες του Παρισιού (Peintres et Sculpteurs Grecs de Paris) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παρίσι το 1962, Πανελλήνιες και πλήθος άλλων ομαδικών διοργανώσεων.

Παρά το γεγονός ότι το κύριο καλλιτεχνικό του ενδιαφέρον είναι η γλυπτική, τα πρώτα του έργα ήταν ζωγραφικά σε χαμηλό ανάγλυφο. Πειραματιζόμενος διαρκώς με νέους τρόπους έκφρασης, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 εισήγαγε στο έργο του τρισδιάστατα αντικείμενα καθημερινής χρήσης και αργότερα την κίνηση, το φως και τον ηλεκτρισμό, ενώ από το 1966 ένα κοινό καθημερινό αντικείμενο, το μανταλάκι της μπουγάδας, θα γίνει το δομικό στοιχείο που θα επαναλαμβάνεται ρυθμικά δημιουργώντας ποικίλες συνθέσεις που συχνά χαρακτηρίζονται από μυστήριο ή χιούμορ. Από το 1969 στράφηκε επίσης στα περιβάλλοντα, με τα οποία θα εκφράσει το τυχαίο, την απουσία, καθώς και την ευαισθησία και την ποίηση που ανακαλύπτει στην καθημερινότητα.

Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Γεώργιος Καστριώτης μετακόμισε με την οικογένειά του στο Παρίσι. Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον όπου όλοι είχαν καλλιτεχνικές ανησυχίες, από πολύ μικρή ηλικία φανέρωσε την κλίση του στη γλυπτική πλάθοντας μικρές μορφές σε πηλό. Το 1917 γράφτηκε στη Σχολή Μηχανικών της Λωζάνης, φοίτησε όμως για δύο μόνο χρόνια, καθώς προβλήματα υγείας τον ανάγκασαν να διακόψει. Το 1926 αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική και την ίδια χρονιά έγινε δεκτός στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ, φοιτώντας στο εργαστήριο του Αντουάν Μπουρντέλ. Ωστόσο το 1928, μετά από πιέσεις της μητέρας του και παρά τη μεσολάβηση του δασκάλου του, επέστρεψε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως συντηρητής στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και στο Μουσείο Ακροπόλεως την περίοδο 1935-1936, το 1936 όμως εγκατέλειψε τις θέσεις αυτές για να αφοσιωθεί στη γλυπτική. Η συστηματική ενασχόλησή του με τη γλυπτική ξεκίνησε το 1946, δημιουργώντας από τότε και ως το θάνατό του περισσότερα από ογδόντα γλυπτά.

Το 1958 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στον Παρνασσό. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές και Πανελλήνιες, ενώ το 1972 το έργο του παρουσιάστηκε σε μεταθανάτια αναδρομική έκθεση στο Δημαρχείο του Πειραιά.

Με αφετηρία την ανθρώπινη μορφή και ιδιαίτερα τη γυναικεία, ο Καστριώτης δημιούργησε συνθέσεις με έντονη μνημειακή διάθεση, τις οποίες ανάγει σε σύμβολα. Τα έργα του συνδυάζουν ρεαλιστικά και εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ενώ η επίδραση του Μπουρντέλ, εμφανής περισσότερο στις πρωιμότερες συνθέσεις του, εντοπίζεται κυρίως στον τρόπο απόδοσης των επιφανειών.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1936-1939 με τους Θωμά Θωμόπουλο, Κώστα Δημητριάδη και Μιχάλη Τόμπρο. Το 1945, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, πήγε στο Παρίσι για τη συνέχιση των σπουδών του. Το 1946 ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά μετά από μικρό διάστημα την εγκατέλειψε για να γίνει μαθητής του Όσιπ Ζάντκιν στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ. Το 1947 η γνωριμία του με το γλύπτη Ανρί Λωράνς υπήρξε καθοριστική, καθώς συνεργάστηκε μαζί του ως το θάνατο του τελευταίου το 1954. Τα έργα του αυτής κυρίως της περιόδου απηχούν την επιρροή του γάλλου γλύπτη, με τον οποίο, πέρα από τη σχέση δασκάλου-μαθητή, ο Κουλεντιανός συνδέθηκε με στενή φιλία. Το 1952 πραγματοποίησε ταξίδι στο Μαρόκο. Η εντύπωση που του άφησε η έρημος αποτυπώθηκε στα έργα του. Η αρχαϊκή ελληνική γλυπτική τράβηξε επίσης την προσοχή του κατά την οκτάμηνη παραμονή του στην Ελλάδα το 1955. Το 1961 ο συγγραφέας Roger Vaillant τον βοήθησε να αποκτήσει ατελιέ στο Meillonas Ain, το οποίο του επέτρεψε να φιλοτεχνήσει γλυπτά μεγάλων διαστάσεων. Το ίδιο διάστημα η γνωριμία του με τον αρχιτέκτονα Πιέρ Ντος του κέντρισε το ενδιαφέρον για την ενσωμάτωση της γλυπτικής στην αρχιτεκτονική.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα είναι πλούσια τόσο σε ατομικές όσο και ομαδικές εκθέσεις. Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε στην Καζαμπλάνκα το 1952 και ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις στην Αθήνα, το Λονδίνο, το Παρίσι και άλλες πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής. Μετά το θάνατό του, το 1997, πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στο Παρίσι, στο Couvent des Cordeliers. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, όπως το Φθινοπωρινό Σαλόν το 1946, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής και το Σαλόν του Μαΐου, καθώς και οι Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1955 και της Βενετίας το 1964. Συμμετείχε επίσης σε πλήθος ομαδικών στην Ελλάδα, καθώς και σε Πανελλήνιες.

Οι προθέσεις του Κουλεντιανού να απομακρυνθεί από την ακαδημαϊκή γλυπτική είναι από πολύ νωρίς σαφείς. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η γνωριμία του με τον Ανρί Λωράνς. Την περίοδο 1947-1952 η επίδραση του γάλλου γλύπτη είναι έντονη στο έργο του· κυριαρχούν οι σχηματοποιημένες ξαπλωμένες ή καθιστές γυναικείες μορφές με έμφαση στις οργανικές καμπύλες φόρμες και την κίνηση. Το σίδερο και γενικά τα μέταλλα τον κερδίζουν από το 1952, ενώ η πορεία του από την οργανική στη γεωμετρική αφαίρεση είναι σταθερή και κορυφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ΄60. Οι δημιουργίες αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από γεωμετρικές φόρμες, που επιβάλλονται δυναμικά στο χώρο και δίνουν την αίσθηση της κίνησης. Τη δεκαετία του 1970 τα “βιδωτά” γλυπτά αποτελούν το σήμα κατατεθέν της καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Καμπύλες ή επίπεδες επιφάνειες από σίδερο, βαμμένες άσπρες ή μαύρες, ενώνονται με βιδωτές λάμες σιδήρου και οδηγούν σε συνθέσεις με δυναμικές, καθαρές φόρμες, που συνομιλούν με το χώρο και το φως. Οι τρισδιάστατες αυτές συνθέσεις εξελίσσονται την περίοδο 1979-1990 σε δισδιάστατες κατασκευές που εκτείνονται κατακόρυφα και στη σειρά “Generations”, στις οποίες η εισαγωγή του κενού παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη του συνόλου. Εκτός από τη γλυπτική και τις ανάγλυφες συνθέσεις ασχολήθηκε επίσης με το κολλάζ και την ταπισερί, τα σχέδια των οποίων ακολουθούν το ύφος των γλυπτικών του συνθέσεων.

Κυπριακής καταγωγής, σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, στην Ιταλική Τεχνική Σχολή Don Bosco κοντά στον A. Giannoti. Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Παγκύπριες, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας του 1970, όπου κέρδισε το 2ο βραβείο γλυπτικής, Πανελλήνιες, καθώς και η έκθεση “Η Σύγχρονη Ελληνική Γλυπτική” (La Sculpture Grecque Contemporaine) που έγινε στο Παρίσι το 1991.

Η ενασχόληση του Δημήτρη Κωνσταντίνου με την αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής υπήρξε σύντομη και βασίστηκε στην εξπρεσιονιστική παραμόρφωση, για να εκφράσει τη διαμαρτυρία του στα δραματικά γεγονότα της Κύπρου. Η εισαγωγή του στοιχείου της κίνησης στο γλυπτικό του έργο αποτέλεσε έναν από τους βασικούς προβληματισμούς του. Από το 1970 περίπου άρχισε να χρησιμοποιεί αρθρωτά γεωμετρικά στοιχεία και να δημιουργεί γλυπτικές κατασκευές, στις οποίες ο θεατής συμμετέχει στον μετασχηματισμό της πλαστικής εικόνας με την αφή, ενώ στη συνέχεια το ενδιαφέρον του εντοπίστηκε στο συνδυασμό και την ανάπτυξη γεωμετρικών σχημάτων, καθώς και στην εκμετάλλευση του κενού για την ανάδειξη των συνθέσεών του. Ο ρυθμός, η λιτότητα, η αρμονική ανάπτυξη των όγκων, η πλαστική αίσθηση και η τεκτονική δομή είναι χαρακτηριστικά που διατρέχουν το έργο του στο σύνολό του.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1946-1950) κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Ανδρέα Γεωργιάδη. Το 1953, με υποτροφία της ισπανικής κυβέρνησης, πήγε στη Μαδρίτη, όπου, ως το 1956, συνέχισε τις σπουδές του στην εκεί Σχολή Καλών Τεχνών.

Παραμένοντας στην Ισπανία έγινε μέλος των ομάδων “Πάσο” της Μαδρίτης και “Νταλ Αϊ Σετ” της Βαρκελώνης, αναπτύσσοντας παράλληλα σημαντική εκθεσιακή δραστηριότητα. Το 1957 παρουσίασε ατομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Μαδρίτης, την οποία ακολούθησε πλήθος ατομικών και ομαδικών στην Ευρώπη και την Αμερική, μεταξύ των οποίων οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1961 και της Βενετίας το 1964 και το 1966, στις οποίες έλαβε μέρος ως εκπρόσωπος της Ισπανίας. Παράλληλα παρουσίαζε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα. Το 1958 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της Σχολής Γραφικών Τεχνών της Ισπανίας και το 1961 με το πρώτο βραβείο της Ένωσης Ισπανών Κριτικών Τέχνης και με το ασημένιο μετάλλιο στην “Έκθεση για το Διεθνές Βραβείο Αφηρημένης Τέχνης” στη Λωζάννη.

Στο έργο του, που συνδυάζει μνήμες της αρχαίας ελληνικής τέχνης και στοιχεία της μεγάλης ισπανικής ζωγραφικής και κινείται κυρίως στο χώρο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, εκτός από τα παραδοσιακά υλικά χρησιμοποίησε επίσης ξύλο, χαρτί, ύφασμα και ένθετα στοιχεία, ολοκληρώνοντας το αποτέλεσμα με χειρονομιακές επεμβάσεις στην επιφάνεια. Για ένα διάστημα εγκατέλειψε την αφηρημένη ζωγραφική και στράφηκε στη στρατευμένη τέχνη υιοθετώντας τη φωτογραφική απεικόνιση, ενώ στην τελευταία φάση της δουλειάς του πειραματίστηκε με συνθέσεις ορατές και από τις δύο πλευρές.

Έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Γιουγκοσλαβία και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1938. Από το 1936 άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική, χωρίς όμως να κάνει επίσημες σπουδές. Το 1947 πήγε στην Ιταλία και, ένα χρόνο αργότερα, στην Ελβετία, όπου φοίτησε στην Gewerbeschule της Βασιλείας. Στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Slade School of Fine Arts και στη Central School of Fine Arts. Την περίοδο 1953-1954 έζησε στη Γερμανία και το 1954 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου παραμένει και εργάζεται. Υπήρξε συντονιστής της ομάδας “La Ligne et le Signe” και οργανωτής μιας ομάδας συνεργασίας αρχιτεκτόνων και ζωγράφων. Ασχολούμενος επίσης και σε θεωρητικό επίπεδο με την τέχνη, δημοσίευσε πολλά άρθρα και κριτικές στον ελληνικό και ξένο τύπο.

Το 1951, όταν ήταν ακόμη στο Λονδίνο, έλαβε για πρώτη φορά μέρος σε ομαδική έκθεση. Ακολούθησαν διοργανώσεις ατομικών και συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ξεκινώντας από την παραστατική ζωγραφική με εξπρεσιονιστικό ύφος, πέρασε γρήγορα σ’ ένα είδος αφηρημένου εξπρεσιονισμού, δημιουργώντας έργα στα οποία κυριαρχούν οι μεγάλες χρωματικές επιφάνειες, ενώ στα πιο πρόσφατα έργα του, παραμένοντας στο κλίμα της αφαίρεσης, συνδυάζει και πάλι παραστατικά στοιχεία.

Σπούδασε στη Σχολή Βακαλό (1973-1976), ενώ από το 1974 και για δέκα χρόνια δούλεψε κοντά στη χαράκτρια Βάσω Κατράκη. Από το 1984 άρχισε να παρουσιάζει το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η Μπιενάλε Χαρακτικής στη Λουμπλιάνα το 1987, ενώ το 1988 παρουσίασε στη γκαλερί Ζουμπουλάκη την πρώτη του ατομική. Το 1995 παρουσίασε τη δουλειά του στην Πινακοθήκη Πιερίδη σε έκθεση με τίτλο “Μετασχηματισμοί”.

Μετά από ένα πρώτο δημιουργικό στάδιο κατά το οποίο η γλυπτική και η χαρακτική απορροφούν ίσο μέρος της δραστηριότητάς του, από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 το ενδιαφέρον του στρέφεται αποκλειστικά στη γλυπτική και το θέμα του μετασχηματισμού της φόρμας. Υιοθετώντας μηχανιστικές και κατασκευαστικές λύσεις, συνθέτει διάφορα αντικείμενα και μηχανικά εξαρτήματα και δημιουργεί γλυπτά που παράγουν ήχο, φως και κίνηση, εισάγοντας έτσι την τεχνολογία στην τέχνη.

Κεφαλληνιακής καταγωγής, πήρε τα πρώτα μαθήματα σχεδίου το 1954 από τον Γεώργιο Παπαδημητρίου-Φαίων. Σπούδασε στη συνέχεια γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1959-1963) κοντά στον Γιάννη Παππά, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα χαλκοχυτικής-γυψοτεχνίας κοντά στον Νίκο Κερλή. Την περίοδο 1966-1970 συνεργάστηκε με την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος του “Συλλόγου Γλυπτών” και μέλος του Γενικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων.

Έχει παρουσιάσει το έργο του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών στο Παρίσι το 1971, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1974, όπου έλαβε το Γ΄ βραβείο, και η έκθεση Σύγχρονη Ελληνική Γλυπτική, που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Χακόνε στο Τόκιο το 1976. Έχει επίσης λάβει μέρος σε διεθνή Συμπόσια Γλυπτικής.

Ο Διονύσης Γερολυμάτος εργάζεται με σκληρά υλικά, πέτρα, μάρμαρο, τσιμέντο, και δημιουργεί έργα από ένα ευρύ θεματικό πεδίο, αποτέλεσμα ελεύθερης έμπνευσης ή παραγγελιών. Η σχηματοποίηση, η αποσπασματικότητα, η αινιγματική ατμόσφαιρα και η μνημειακότητα είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δημιουργία του στο σύνολό της. Εκμεταλλευόμενος τις εκφραστικές δυνατότητες του υλικού του, δημιουργεί συνθέσεις σουρεαλιστικές ή εξπρεσιονιστικές με τις οποίες εκφράζει ιδέες ή σκέψεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις πηγή της έμπνευσής του γίνεται η ποίηση, δίνοντας με τα έργα του μορφή σε στίχους. Παράλληλα με τη γλυπτική ασχολήθηκε και με το θέατρο, φιλοτεχνώντας σκηνικά για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών γλυπτική με τον Γιάννη Παππά (1954-1959) και με υποτροφία του Ιδρύματος Ευγενίδη συνέχισε στη Φλωρεντία, όπου ο Μπρούνο Μπεάρτζι του δίδαξε την τεχνική του μετάλλου. Το 1975 πήρε επιχορήγηση από το Ίδρυμα Ford. Την περίοδο 1960-1980 δίδαξε σχέδιο στις σχολές Δοξιάδη και Πετρά.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό καθώς και σε Πανελλήνιες. Η συμμετοχή του σε ομαδικές διοργανώσεις περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις Μπιενάλε Νέων στο Παρίσι το 1960, της Αλεξάνδρειας το 1976, όπου κέρδισε το Β΄ βραβείο, και της Βενετίας το 1984, τη “Διεθνή Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής” (“Exposition Internationale de Sculpture Contemporaine”) στο Παρίσι, καθώς και την έκθεση “Οι Τέχνες στην Ευρώπη” (“Les Arts en Europe”) το 1976 στις Βρυξέλλες, όπου τιμήθηκε με το Α΄ βραβείο.

Από τους καλλιτέχνες που εκπροσωπούν το σουρεαλισμό στη γλυπτική, ο Γεωργιάδης ξεκίνησε τη δημιουργική του πορεία με σκηνές από την καθημερινή ζωή. Από το 1967 άρχισε να επικρατεί στο έργο του το σουρεαλιστικό στοιχείο. Στο βασικό πλέον θέμα του, το ακέφαλο γυναικείο σώμα, χωρίς χέρια και με κομμένα τα πέλματα, τυλιγμένο από τα γόνατα μέχρι κάτω από το στήθος με ένα κομμάτι ύφασμα, προστίθενται ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, όπως μέλη από κούκλες ή γυάλινα μάτια, ενώ άλλες μορφές, όπως Νίκες με κομμένα φτερά, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα εξωπραγματική. Οι παραμορφώσεις που υφίστανται αυτές οι μορφές, μεμονωμένες ή σε συμπλέγματα, τις ανάγουν σε σύμβολα. Από τη δεκαετία του 1980 δεν ενδιαφέρεται πλέον τόσο για τον συμβολικό ρόλο της μορφής, όσο για τα πλαστικά στοιχεία. Την ίδια επίσης περίοδο τον συγκινεί το δράμα του Τρίτου κόσμου και, χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως το φωτογραφικό ρεαλισμό ή το ready-made, δημιουργεί έργα που διακρίνονται για την αμεσότητα των μηνυμάτων τους.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1976-1982) γλυπτική με τους Γιάννη Παππά, Θόδωρο Παπαγιάννη και Γιώργο Νικολαΐδη και κεραμική με τον Γιώργο Γεωργίου.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες Πανελλήνιες, η έκθεση Συνάντηση Μεσογειακών Κρατών που πραγματοποιήθηκε στη Μασσαλία το 1985 και ο διεθνής διαγωνισμός γλυπτικής (International Sculpture Competition) στο πανεπιστήμιο Fukuhara στην Ιαπωνία to 1996, όπου κέρδισε το α΄ βραβείο.

Λαξεύοντας απευθείας και με ιδιαίτερη προσοχή το μάρμαρο και την πέτρα και χρησιμοποιώντας σπανιότερα τον ορείχαλκο, ο Κώστας Δικέφαλος επιδιώκει την απόδοση της καθαρής φόρμας και δημιουργεί συνθέσεις βιόμορφες, γεωμετρικές ή αεροδυναμικές, εκμεταλλευόμενος τη φύση των υλικών του. Οι συνθέσεις αυτές, άλλοτε συμπαγείς και άλλοτε με κενά σε καίρια σημεία, εκτείνονται κατακόρυφα ή οριζόντια και επιτρέπουν στο φως να διατρέξει τις επιφάνειες και να προβάλει τους όγκους, ενώ συχνά υποβάλλουν την εντύπωσης μιας συνεχούς κίνησης.

Στο πλαίσιο της ευρύτερης επαγγελματικής του δραστηριότητας έχει συνεργαστεί με άλλους καλλιτέχνες για την κατασκευή δημόσιων μνημείων και έχει λάβει μέρος σε διαγωνισμούς, κερδίζοντας το β΄ βραβείο για τα Μνημεία της Εθνικής Αντίστασης στην Άμφισσα (1986), στη Χαλκίδα (1987) και στο Χολαργό (1988).

Ο Κώστας Πλακωτάρης πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Ροβέρτειο Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον Κ. Ι. Κώτη. Το 1922 φεύγει για σπουδές στη Γερμανία και εγγράφεται στα εργαστήρια ζωγραφικής και χαρακτικής της Reihmann Kunstschule στο Βερολίνο, με δάσκαλο το νεωτεριστή ζωγράφο, μέλους της November Gruppe, Moritz Melzer. Στο Βερολίνο ο Κώστας Πλακωτάρης σπούδασε επίσης πολιτικές και οικονομικές επιστήμες. Θα εγκατασταθεί στην Αθήνα το 1925, αφού προηγουμένως, μέσα στο 1924, περάσει δέκα μήνες στο Παρίσι. Ο ίδιος σημειώνει στο βιογραφικό του σημείωμα: «η κίνησι των κυβιστών που άκμαζε τότε στην Γερμανία με επηρέασε […]. Σιγά, σιγά όμως κατάλαβα ότι όλα τα κινήματα αυτά κυβισμός, κονστρουκτιβισμός, κλπ. με περιόριζαν και γύρισα πάλι στην μελέτη της φύσης και τον ρεαλισμό».
Πράγματι, ειδικά στα έργα που φιλοτεχνεί κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, αναγνωρίζονται απηχήσεις της προβληματικής του αναλυτικού κυβισμού και του ορφισμού• τα περιγράμματα των μορφών, που ωστόσο παραμένουν αναγνωρίσιμες, διαλύονται, εντείνεται η έμφαση στην αυστηρή γεωμετρία της σύνθεσης, και το χρώμα, άλλοτε πλακάτο και άλλοτε με τονικές διαβαθμίσεις, επιτείνει την αίσθηση της απλοποίησης.

Ο Κώστας Πλακωτάρης δίδαξε τεχνικά στην Αναργύρειο Σχολή Σπετσών (1930-1935), υπήρξε καθηγητής χειροτεχνίας στο Κολέγιο Αθηνών (1937-1940, 1950-1959) και τεχνολογίας υλικών στο ΑΤΙ [Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο (1959-1961)]. Η εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση εξάλλου αποτυπώνεται στην εργασία του «Υλικά και τεχνική στη ζωγραφική και διακοσμητική» (Αθήνα, 1969). Εργάστηκε ακόμη ως καλλιτεχνικός συντάκτης του εικονογραφημένου περιοδικού «Αγροτικόν Μέλλον» (1937-1941). Την ίδια περίοδο (1937-1940) υπήρξε μέλος της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» και από το 1945 ως το 1947 γενικός γραμματέας του ΚΕΕ (ΕΕΤΕ) [Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας]. Στα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ.

Ο Πλακωτάρης πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις που κίνησαν το ενδιαφέρον της τεχνοκριτικής και συμμετείχε σε ομαδικές. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουμε ενδεικτικά την πρώτη ατομική του έκθεση στο «Ρόμβο» το 1948, τις εκθέσεις του στο «Ζυγό» (1959, 1961) και στις «Νέες Μορφές» (1966, 1968), την έκθεση με την οποία τον τίμησε μετά το θάνατό του η Εθνική Πινακοθήκη (1978), τη συμμετοχή του στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1936, την παρουσία του στις εκθέσεις της ομάδας «Ελεύθεροι Καλλιτέχναι» (1937, 1939, 1940), καθώς και στις Πανελλήνιες εκθέσεις των ετών 1938, 1939, 1940, 1952, 1957, 1960, 1963, 1967, αλλά και, επίσης επί σειρά ετών, στο Salon International de l’Art Libre του Παρισιού (όπου μάλιστα, στα 1967, απέσπασε το Αργυρό Μετάλλιο).