Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1960-1965) γλυπτική στο εργαστήριο του Γιάννη Παππά και γυψοτεχνία – χαλκοχυτική κοντά στον Νίκο Κερλή. Την περίοδο 1966-1968, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., μελέτησε την αρχαία ελληνική και την τέχνη της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου, ενώ αργότερα έκανε ενημερωτικά ταξίδια στην Κύπρο, την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε χώρες της Ευρώπης.

Το 1970 διορίστηκε βοηθός στο εργαστήριο γλυπτικής του Γιάννη Παππά. Το 1972, επικεφαλής μιας ομάδας σπουδαστών της Σχολής, περιόδευσαν στα Ζαγοροχώρια και αποτύπωσαν πέτρινα και ξύλινα ανάγλυφα και αρχιτεκτονικά στοιχεία της λαϊκής και παραδοσιακής τέχνης. Την περίοδο 1981-1982 πήγε με εκπαιδευτική άδεια στο Παρίσι, όπου μελέτησε τις νέες τεχνικές εφαρμογές στο μέταλλο και άλλα υλικά της σύγχρονης γλυπτικής στην Ecole des Arts Appliques et des Metiers d’Art. Από το 1987 διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχικά ως αναπληρωτής και από το 1991 ως τακτικός καθηγητής στο Α΄ Εργαστήριο Γλυπτικής.

Το 1974 ίδρυσε, μαζί με άλλους συναδέλφους του, το Κέντρο Εικαστικών Τεχνών, όπου το 1975 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση. Ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχές σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Η ανθρώπινη φιγούρα, μεμονωμένη ή ζευγάρι, αποτελεί το επίκεντρο του έργου του σε όλες τις φάσεις της δημιουργίας του. Αξιοποιώντας πλήρως την καλλιτεχνική του παιδεία, αλλά και το έμφυτο ταλέντο του, απομακρύνθηκε γρήγορα από την αυστηρά νατουραλιστική απεικόνιση, στρεφόμενος σε πιο αφαιρετικές φόρμες. Στα έργα της περιόδου αυτής οι επιρροές της σύγχρονης γλυπτικής συνδυάζονται με στοιχεία της παραδοσιακής τέχνης και οι συνθέσεις δουλεύονται σε μάρμαρο, πωρόλιθο και ορείχαλκο, που επεξεργάζεται με ιδιαίτερη επιδεξιότητα. Η στροφή του αργότερα στην απόδοση μεγαλόπρεπων, ιερατικών όρθιων μορφών, που αποτελούν μια χαρακτηριστική και πολύ εντυπωσιακή ενότητα στο έργο του, οδήγησε στη χρήση διαφορετικών υλικών. Σίδερο, ξύλο, πολυεστέρας, και διάφορα μέταλλα, κατεργασμένα ή απλώς επιδέξια συνδυασμένα, σε κάποιες περιπτώσεις χρωματισμένα, χρησιμοποιούνται για την απόδοση επιβλητικών τοτεμικών μορφών που παραπέμπουν σε θεότητες αρχαίων πολιτισμών. Παράλληλα με τη μνημειακή γλυπτική, έχει ασχοληθεί με έργα μικρού μεγέθους σε τερακότα, με θέματα από την καθημερινή ζωή. Στην καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνονται επίσης μετάλλια και νομίσματα, παραγγελίες για ανδριάντες και μνημεία σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, πλήθος προτομών, καθώς και διακοσμητικές συνθέσεις για ξενοδοχεία, εταιρείες και ιδιωτικές κατοικίες.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1920-1925) με καθηγητή τον Θωμά Θωμόπουλο. Αμέσως μετά πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Ζυλιέν κοντά στους Πωλ Λαντόφσκι και Ανρί Μπουσάρ, ενώ από το 1926 μαθήτευσε στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ, κοντά στον Αντουάν Μπουρντέλ. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930 και το 1938 πήγε στη Ρώμη για να μάθει την τεχνική της χύτευσης του χαλκού με τη μέθοδο του χαμένου κεριού. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα ξεκίνησε να δουλεύει με τη μέθοδο αυτή, η οποία εφαρμόστηκε τότε στην Ελλάδα για πρώτη φορά. Το 1945 πήγε και πάλι στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται συμμετοχές σε Πανελλήνιες, σε εκθέσεις της “Ομάδας Τέχνη”, στο Σαλόν των Ανεξαρτήτων και του Κεραμικού στο Παρίσι, στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1940 και στη Διεθνή Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής (Exposition Internationale de Sculpture Contemporaine) στο Μουσείο Ροντέν στο Παρίσι το 1956.

Επηρεασμένος από την παρισινή του μαθητεία, και ιδιαίτερα από τα διδάγματα του Μπουρντέλ και τη γλυπτική του Μαγιόλ, ο Κωστής Παπαχριστόπουλος παρέμεινε πιστός στην ανθρωποκεντρική απεικόνιση και φιλοτέχνησε κυρίως προτομές και γυναικεία γυμνά. Παράλληλα με τη γλυπτική ασχολήθηκε και με τη ζωγραφική, αποδίδοντας με ρεαλιστική διάθεση τα γυμνά και τις νεκρές φύσεις και με ιμπρεσιονιστικό ύφος τα τοπία του.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1965-1970) με τον Γιάννη Παππά και κεραμική και γλυπτική στο West Surrey College (1974-1975) της Μεγάλης Βρετανίας. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1975-1977) κοντά στον Σεζάρ και κεραμική στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών.

Έχει πραγματοποιήσει ατομικές παρουσιάσεις του έργου του και έχει συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, εκθέσεις του Συλλόγου Γλυπτών, η Βαλκανική Έκθεση Γλυπτικής στο Βουκουρέστι το 1981, όπου έλαβε τιμητική διάκριση, καθώς και η Μπιενάλε της Βουδαπέστης το 1988.

Με υλικά την πέτρα, τον πωρόλιθο, το τσιμέντο, το μάρμαρο, τον μπρούντζο, το αλουμίνιο, το σίδερο και το ατσάλι, και αφετηρία την ανθρώπινη μορφή, ο Γιώργος Χουλιαράς αρχικά δημιούργησε έργα, στα οποία καθοριστικό ρόλο παίζουν η σχηματοποίηση και οι αναφορές στη λαϊκή τέχνη. Η τάση για σχηματοποίηση εξελίχθηκε στη συνέχεια σε αφαιρετικές ή εντελώς αφηρημένες συνθέσεις, οι οποίες αναδεικνύονται με το φως και με την αξιοποίηση της υφής και του χρώματος των υλικών. Σημαντικό μέρος της δουλειάς του αποτελούν τα έργα που έχει φιλοτεχνήσει, σε συνεργασία με αρχιτέκτονες, για ιδιωτικούς και επαγγελματικούς χώρους, τα οποία κινούνται κυρίως στο πεδίο της αφαίρεσης.

Γιος καπετάνιου του εμπορικού ναυτικού, εργάστηκε για ένα διάστημα στο βασιλικό τυπογραφείο και λιθογραφείο της Αθήνας και το 1839 μετέβη στο Παρίσι, όπου ασχολήθηκε με την τέχνη της λιθογραφίας και στη συνέχεια σπούδασε ζωγραφική. Από την περίοδο κατά την οποία βρισκόταν στο Παρίσι, και συγκεκριμένα από το 1841, έχουμε και τα πρώτα χρονολογημένα έργα του. Αφού επέστρεψε στην Ελλάδα, δίδαξε στο γυμνάσιο της Ερμούπολης της Σύρου (1851). Από την εκθεσιακή του δραστηριότητα, είναι γνωστή η συμμετοχή του στα Ολύμπια του 1859 και του 1875.

Φιλοτέχνησε κυρίως προσωπογραφίες, που ως επί το πλείστον παριστάνουν μέλη αρχοντικών οικογενειών των νησιών σε επίσημη στάση και με έμφαση στη λεπτομερή απόδοση των παραπληρωματικών – διακοσμητικών στοιχείων. Ασχολήθηκε επίσης με την αγιογραφία και φιλοτέχνησε αγιογραφίες στην Αγία Ειρήνη του Πόρου.

Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στο Δημήτρη Μυταρά, το Λευτέρη Κανακάκι και το Νίκο Κεσσανλή. Από το 1980 έως το 1984 σπούδασε σχεδιασμό εσωτερικών χώρων στη Σχολή Καλών Τεχνών του California State University του Long Beach. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού με τον Pierre Caron. Έχει πραγματοποιήσει τρεις ατομικές εκθέσεις (“Ζουμπουλάκη” 1994, 1997, “Μιράντα” Ύδρα 1994). Στις πιο πρόσφατες δημιουργίες της την απασχολεί η απεικόνιση στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος, τα οποία αποδίδει με αμεσότητα, ρεαλισμό αλλά και έκδηλη νοσταλγική διάθεση για τον κόσμο που χάνεται.

Γιος του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Ντανιέλ Σορώ (Daniel Soreau) και αδελφός του επίσης ζωγράφου Γιάν Σορώ (Jan Soreau), όπως ήταν φυσικό σπούδασε κοντά στον πατέρα του. Ασχολήθηκε με την απεικόνιση νεκρών φύσεων που χαρακτηρίζονται για το ζωηρό χρώμα τους σε σκούρο φόντο και τη λεπτεπίλεπτη τεχνική τους.

Γιος του Γιαν Μπρύχελ του πρεσβύτερου (Jan Brueghel) (1568-1625), ο Γιαν Μπρύχελ ο νεότερος, μαθαίνει την τέχνη στο πατρικό εργαστήρι και μετά από ένα ταξίδι κάποιων ετών στην Ιταλία επιστρέφει στην Αμβέρσα, με το θάνατο του πατέρα του, και αναλαμβάνει το εργαστήριό του. Η καλλιτεχνική παραγωγή του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με εκείνη του πατέρα Μπρύχελ στον οποίο παραμένει πιστός ως προς τον τρόπο εργασίας που συνίσταται, μεταξύ άλλων, και στην ανάθεση, σε άλλους καλλιτέχνες, ενός μέρους των έργων και κυρίως των μορφών. Τα περισσότερα από αυτά, κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα, έργα είχαν φιλοτεχνηθεί με τη βοήθεια του Χένντρικ βαν Μπάλεν Α΄ (Hendrik van Balen) (Αμβέρσα 1575 – Αμβέρσα 1632) ο οποίος ήταν ένας από τους μόνιμους συνεργάτες του Γιάν του πρεσβύτερου.

Το μόνο γνωστό βιογραφικό στοιχείο για τον καλλιτέχνη είναι ότι πέθανε σε ηλικία τριάντα έξι ετών.

Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας με καθηγητή τον Lodovico Lipparini, ενώ αναφέρεται ότι στη Ζάκυνθο μαθήτευσε και κοντά στον Νικόλαο Καντούνη. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του έλαβε δύο φορές μέρος σε εκθέσεις στη Βενετία (1845 και 1846). Το 1847 επέστρεψε στην Ελλάδα και το 1856 διορίστηκε καθηγητής σχεδίου και ζωγραφικής στο Αρσάκειο.

Έχοντας μεγαλώσει με το ιδεώδες της ελευθερίας και επηρεασμένος από το έργο του δασκάλου του, ζωγράφισε ιστορικά θέματα εμπνευσμένα από την Επανάσταση, που χαρακτηρίζονται από μία συναισθηματική φόρτιση. Από το 1850 άρχισε παράλληλα να φιλοτεχνεί προσωπογραφίες προσωπικοτήτων, συγγενών του, καθώς και καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών για τη διακόσμηση της αίθουσας τελετών, στις οποίες επικρατεί ένα περισσότερο ακαδημαϊκό ύφος, χωρίς να λείπουν και στοιχεία της επτανησιακής ζωγραφικής. Προς το τέλος της ζωής του ανέλαβε, μετά από παραγγελία της ελληνικής κυβέρνησης, να φιλοτεχνήσει τα πορτρέτα των αγωνιστών της Επανάστασης, πέθανε όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει το σύνολο του έργου. Τα έργα αυτά βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ενώ τα προσχέδιά τους στη συλλογή Κουτλίδη και στο Μουσείο Μπενάκη.

ΒΕΝΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Φολέγανδρος 1946 Αυτοδίδακτος, ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική από το 1969. Έχει παρουσιάσει έργα του σε δώδεκα ατομικές εκθέσεις (“Άστορ” 1976, “Αργώ” 1979, 1989, 1997, “Ώρα” 1983, “Έρσης” 1992), στις Πανελλήνιες του 1975 και του 1987 και σε πολυάριθμες ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 1962 έως το 1990 εργάστηκε ως συντηρητής έργων τέχνης στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1984 ίδρυσε το Λαογραφικό Υπαίθριο Μουσείο της Φολεγάνδρου, το οποίο και διευθύνει. Η θεματογραφία του επικεντρώνεται στην τοπιογραφία -ιδιαίτερα των Κυκλάδων αλλά και άλλων ελληνικών περιοχών-, στην οποία ανιχνεύονται επιρροές από τη βυζαντινή και τη λαϊκή καλλιτεχνική παράδοση.