Η οικογένειά του είχε παράδοση στην επεξεργασία του μαρμάρου, αφού τόσο ο θείος του όσο και ο πατέρας του, Ιωάννης Χαλεπάς, διακοσμούσαν εκκλησίες και κατασκεύαζαν μνημεία για νεκροταφεία. Το ταλέντο του Γιαννούλη εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς, ο πατέρας του όμως, μόλις τελείωσε το δημοτικό, τον έστειλε στη Σύρο, για να εργαστεί σαν υπάλληλος σε εμπορικό. Μετά από έντονες διενέξεις η οικογένεια του μετακόμισε το 1869 στην Αθήνα. Ο Γιαννούλης γράφτηκε στο Σχολείον των Τεχνών και σπούδασε κοντά στον κατεξοχήν κλασικιστή γλύπτη Λεωνίδα Δρόση ως το 1872. Το ξεχωριστό του ταλέντο του επέτρεψε να τελειώσει τη Σχολή στο μισό από τον απαιτούμενο χρόνο, ενώ στους διαγωνισμούς κέρδιζε όλα τα βραβεία. Το 1873, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, πήγε στο Μόναχο και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών κοντά στον Μαξ φον Βίντνμαν. Οι διακρίσεις και τα βραβεία συνεχίστηκαν και η σταδιοδρομία του προοιωνιζόταν λαμπρή. Το 1875 όμως, για άγνωστους λόγους και παρά τις προσπάθειες και τα διαβήματα των καθηγητών του, η υποτροφία διακόπηκε. Για ένα διάστημα κατόρθωσε να παραμείνει στο Μόναχο με τη βοήθεια του φίλου του, μετέπειτα ιστορικού Γ. Κωνσταντινίδη. Το 1876 αναγκάστηκε να επιστρέψει οριστικά στην Αθήνα, όπου άνοιξε δικό του εργαστήριο. Την περίοδο αυτή φιλοτέχνησε δύο από τα σημαντικότερα έργα της πρώτης φάσης της καλλιτεχνικής του δημιουργίας: τον “Σάτυρο που παίζει με τον έρωτα” (1877), για το πρόπλασμα του οποίου είχε τιμηθεί με χρυσό μετάλλιο σε έκθεση του Μονάχου το 1875, και την “Κοιμωμένη” (1878) στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Τα έργα αυτά, όπως και τα άλλα της ίδιας περιόδου, χαρακτηρίζονται από τη ρεαλιστική απόδοση και την εξαιρετική χρησιμοποίηση των διδαγμάτων του κλασικισμού.

Το 1878 εκδηλώθηκαν τα πρώτα συμπτώματα ψυχικής ασθένειας. Η ασθένεια αυτή, κληρονομική σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, είτε οφείλεται σε κάποια ερωτική απογοήτευση είτε αποτέλεσε εκδήλωση του εξαιρετικά ευαίσθητου ψυχισμού του, τον οδήγησε στη διακοπή της εργασίας του για σαράντα ολόκληρα χρόνια και στον εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας το 1888, ως “πάσχοντα από άνοιαν”. Το 1902, μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του, που ήταν πάντα αντίθετη στον εγκλεισμό του, τον πήρε από το Ψυχιατρείο και τον έφερε πίσω στην Τήνο. Δεν είναι γνωστό αν κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης αυτής περιόδου εξακολούθησε, έστω και υποτυπωδώς, να εργάζεται. Ένα μικροσκοπικό κεφάλι ανδρικής μορφής από πηλό, που το έκανε στο Ψυχιατρείο και είναι το μοναδικό που σώζεται, αποδεικνύει ότι δεν είχε χάσει τη δημιουργική του διάθεση. Η μορφή αυτή, δουλεμένη εντελώς λιτά, με το πρόσωπο ακατέργαστο και εν μέρει παραμορφωμένο, θα μπορούσε να είναι μια τραγική αυτοπροσωπογραφία του.

Την περίοδο που ακολούθησε ο Χαλεπάς, κλεισμένος στον εαυτό του, σε τρομερή ανέχεια, βρίσκεται κάτω από την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, που καταστρέφει τα έργα που πλάθει σε πηλό, θεωρώντας τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένειά του. Το 1915 ο Θ. Βελλιανίτης, με μια σειρά άρθρων του στην εφημερίδα “Αθήναι”, κατόρθωσε να δημιουργήσει κάποιο θόρυβο γύρω από τον ξεχασμένο γλύπτη, ο οποίος όμως κόπασε γρήγορα. Ο θάνατος της μητέρας του το 1916 φαίνεται ότι υπήρξε καθοριστικός. Ο καλλιτέχνης, απερίσπαστος πια, αρχίζει να εργάζεται εντατικά, φιλοτεχνώντας ως το θάνατό του ένα σημαντικό αριθμό έργων, που έμειναν όμως στο στάδιο του προπλάσματος σε πηλό. Στη φάση αυτή δεν χρησιμοποιεί σκελετό, γεγονός που οφείλεται στην επιθυμία του να εκφραστεί εντελώς ελεύθερα, αφού ο σκελετός επιβάλλει ένα συγκεκριμένο περίγραμμα και εμποδίζει τις σημαντικές μετατροπές. Μερικές από τις συνθέσεις του χυτεύθηκαν αργότερα σε γύψο, δεν απέκτησαν όμως ποτέ την ολοκληρωμένη μορφή του τελειωμένου έργου.

Στη δεύτερη αυτή περίοδο της δημιουργίας του ο Χαλεπάς εκφράζεται με ένα εντελώς διαφορετικό ύφος, ενστικτώδες και αυθόρμητο, που πηγάζει από τις εσωτερικές του ανησυχίες και εκφράζει τα προσωπικά του βιώματα. Και παρά το γεγονός ότι για χρόνια ήταν αποκομμένος από τις εξελίξεις στην ελληνική και ευρωπαϊκή γλυπτική, τα έργα του ακολουθούν συχνά τις πρωτοποριακές αναζητήσεις του εξπρεσιονισμού, του κυβισμού ή του σουρεαλισμού. Η ελληνική αρχαιότητα εξακολουθεί να αποτελεί την κύρια πηγή της έμπνευσής του, ενώ παράλληλα επεξεργάζεται συνθέσεις που είχε δουλέψει πριν την εκδήλωση της ασθένειάς του. Χαρακτηριστικό είναι ότι η “Μήδεια” δουλεύεται συνολικά τέσσερις φορές και ο “Σάτυρος που παίζει με τον έρωτα” δώδεκα. Οι δύο αυτές σειρές έργων ιδιαίτερα θεωρείται ότι υποδηλώνουν τη σχέση του Χαλεπά με τους γονείς του και το ρόλο που έπαιξε ο καθένας από αυτούς στην εξέλιξη της ζωής του.

Η μορφή της ξαπλωμένης γυναικείας μορφής, μόνης ή σε συνδυασμό με περισσότερα πρόσωπα, είναι ένα ακόμη θέμα που τον απασχόλησε συχνά και δεν αποκλείεται να είχε συμβολική σημασία.

Χαρακτηριστικά της δεύτερης περιόδου του είναι επίσης τα “διμέτωπα” έργα. Στις συνθέσεις αυτές δύο διαφορετικές, ετερόκλητες μορφές, συχνά η μία σε προτομή και η άλλη ολόσωμη, συνυπάρχουν αντιθετικά. Αν και ορισμένα αναφέρονται με διαφορετικούς τίτλους, συνδυάζουν μορφές της ελληνικής αρχαιότητας και της χριστιανικής θρησκείας. Ο ίδιος ο Χαλεπάς είχε πει ότι πρόθεσή του ήταν να αποδείξει τους δεσμούς της παλαιάς θρησκείας με την καινούργια, φαίνεται όμως ότι και εδώ υπάρχουν κρυφοί συμβολισμοί, που προέρχονται από τις προσωπικές του εμπειρίες. Τα βιώματα του καλλιτέχνη υποδηλώνονται σαφώς σε ορισμένα από τα έργα της δεύτερης περιόδου, στα οποία η έκφραση των εικονιζομένων προσώπων προδίδει εσωτερικό πόνο και εγκατάλειψη.

Από αυτή την περίοδο της δημιουργίας του σώζεται και ένας σημαντικός αριθμός σχεδίων, πολλά από τα οποία έχουν γίνει σε κατάστιχα λογαριασμών της επιχείρησης του πατέρα του. Στα σχέδια αυτά, ζωγραφισμένα συχνά το ένα πάνω στο άλλο, διακρίνεται η προετοιμασία κάποιου έργου, η πορεία και η ολοκλήρωσή του ή ακόμη και λύσεις τις οποίες τελικά δεν χρησιμοποίησε. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε αρκετά χρησιμοποιεί σύμβολα της τράπουλας, το σπαθί και την κούπα, που συμβολίζουν διακριτικά το ανδρικό ή το γυναικείο φύλο, ενώ σε κάποια άλλα η αυτοπροσωπογραφία του συνυπάρχει με κάποιες φαινομενικά άσχετες παραστάσεις.

Η ιδιόμορφη πορεία της ζωής του Χαλεπά δεν του επέτρεψε φυσικά να έχει εκθεσιακή δραστηριότητα. Μετά την προσπάθεια του Θ. Βελλιανίτη το 1915, παρέμεινε στην αφάνεια ως το 1922, που ο Θωμάς Θωμόπουλος τον επισκέφθηκε στην Τήνο και συνέβαλε στην οργάνωση της πρώτης έκθεσής του στην Ακαδημία Αθηνών το 1925, με έργα χυτευμένα σε γύψο. Μια δεύτερη έκθεση παρουσίασε ο Ν. Βέλμος το 1928 στο Άσυλον Τέχνης, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα του είχε απονεμηθεί το Αριστείον Γραμμάτων και Τεχνών. Το έργο του παρουσιάστηκε σε αρκετές αναδρομικές εκθέσεις μετά το θάνατό του. Το 1930 η ανιψιά του Ειρήνη τον πήρε μαζί της στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του σε οικογενειακή γαλήνη, εξακολουθώντας ως το τέλος να εργάζεται εντατικά.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική με τον Γεώργιο Ιακωβίδη και τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και γλυπτική με τον Θωμά Θωμόπουλο. Αποφοίτησε το 1928. Το 1930, με υποτροφία του κληροδοτήματος Βόλτου, πήγε στο Παρίσι, όπου ως το 1935 σπούδασε γλυπτική κοντά στους Ρομπέρ Βλερίκ, Σαρλ Ντεσπιώ και Αριστίντ Μαγιόλ και χαρακτική στο εργαστήριο του Δημήτρη Γαλάνη. Έμαθε επίσης την τέχνη των μεταλλίων από τον Ανρί Ντροπσί. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1936. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας “Αρμός”. Το 1952 η Διεθνής Επιτροπή της Γενεύης προέκρινε ένα έργο του ως μόνιμο μετάλλιο των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1965 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Γεωργίου Α΄ για την καλλιτεχνική προσφορά του. Το 1966 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και το 1976 μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εκτός από τη διαρκή έκθεση των έργων του που λειτουργούσε στο εργαστήριό του, παρουσίασε τη δουλειά του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το Σαλόν του Κεραμικού και των Ανεξαρτήτων, το Φθινοπωρινό Σαλόν, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937, όπου έλαβε το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο, η έκθεση του “Αρμού” το 1949, Πανελλήνιες, καθώς και η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1967.

Παραμένοντας πάντα ανθρωποκεντρικός, ο Βάσος Φαληρέας φιλοτέχνησε ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, ηρώα και εκκλησιαστικά γλυπτά προερχόμενα από παραγγελίες, αλλά και ελεύθερες συνθέσεις, μετάλλια, νομίσματα και χαρακτικά. Παρέμεινε πιστός στη ρεαλιστική απόδοση, συνδυάζοντας επιλεκτικά στοιχεία από τη γαλλική του μαθητεία με χαρακτηριστικά της αρχαϊκής τέχνης και δημιούργησε συνθέσεις που διακρίνονται για τη μνημειακή κλίμακα, τη σωστή οργάνωση και την ισορροπία, χωρίς ωστόσο να αποφύγει την τυποποίηση και τη επανάληψη.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από μια αγγλίδα ζωγράφο σε ηλικία 8-10 ετών, καθώς οι γονείς της δεν έμειναν αδιάφοροι μπροστά στην κλίση της στην τέχνη που πολύ νωρίς έδειξε. Συνέχισε τις σπουδές της το 1942 στο Κολέγιο Αθηνών, κοντά στον Νίκο Νάκη, ενώ το 1945, ήδη μητέρα ενός παιδιού, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών και σπούδασε γλυπτική με δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήρθε σε επαφή με έλληνες και ξένους καλλιτέχνες, όπως ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Χένρι Μουρ, ο Αλμπέρτο Τζακομέτι, ο Όσιπ Ζάντκιν και ο Ζαν Αρπ. Το 1954 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας “Το Εργαστήρι”. Το ίδιο έτος κέρδισε το β΄ Πανελλήνιο βραβείο για το μνημείο των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς στη Νίκαια. Συγκαταλέγεται επίσης στα ιδρυτικά μέλη του Καλλιτεχνικού Σωματείου Ελληνίδων, του οποίου υπήρξε και αντιπρόεδρος.

Έχει παρουσιάσει το έργο της σε ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1960, του Σάο Πάολο το 1961 και του Μόντρεαλ το 1968, η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής (Exposition Internationale de Sculpture Contemporain) και η έκθεση “Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπτες στο Παρίσι” (Peintres et Sculpteurs Grecs de Paris), που οργανώθηκαν στη γαλλική πρωτεύουσα το 1961 και το 1962 αντίστοιχα. Το 1986 οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη αναδρομική έκθεση του έργου της.

Ξεκινώντας με έργα σε πέτρα ή μπρούντζο, που έχουν ως θέμα την ανθρώπινη μορφή και χαρακτηρίζονται από σχηματοποίηση και τονισμό των όγκων, η Άλεξ Μυλωνά σταδιακά προχώρησε στην αφαίρεση. Ήδη πριν το 1960 είχε διαμορφώσει το προσωπικό της λεξιλόγιο, δημιουργώντας έργα σε μέταλλο που διακρίνονται για το εξπρεσιονιστικό τους περιεχόμενο, τις έντονα γωνιώδεις απολήξεις, την προβολή των εκφραστικών δυνατοτήτων του υλικού, τις κάθε είδους αντιθέσεις, τον περιορισμό του θέματος σε στοιχείο δευτερεύουσας σημασίας, αλλά και την κατάργηση της τρίτης διάστασης. Τα χαρακτηριστικά αυτά, αλλά και η επαναφορά του βάθους στις συνθέσεις, θα κυριαρχήσουν και στα έργα των επόμενων ετών, οπότε παρατηρείται και μια τάση προς αρχαΐζοντα και αρχετυπικά στοιχεία, όπως είναι ο διπλός πέλεκυς και ο σταυρός, ενώ παραστατικά στοιχεία συνδυάζονται με αφηρημένα θέματα.

Σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1942-1945) και γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1945-1950) κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο. Παρακολούθησε επίσης ελεύθερα μαθήματα στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Διετέλεσε καθηγητής (1979-1991) και πρύτανης (1984-1989) της Σχολής Καλών Τεχνών και υπήρξε μέλος, μεταξύ άλλων, του Διοικητικού Συμβουλίου και της Καλλιτεχνικής Επιτροπής της Εθνικής Πινακοθήκης, της “Ομάδας Α΄”, της “Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη”, καθώς και της Societe Europeenne de Culture.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολυάριθμες ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1965 και το 1978, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι το 1968 και 1969, τα Ευρωπάλια στο Βέλγιο το 1982 και οι “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” στην Εθνική Πινακοθήκη το 1992.

Στις πρωϊμότερες δημιουργίες του Γιώργου Νικολαΐδη το βασικό θέμα είναι η ανθρώπινη μορφή, που αποδίδεται με απλουστευτική, αφαιρετική διάθεση και οδηγό την τέχνη της γεωμετρικής ή της αρχαϊκής περιόδου. Τη δεκαετία του ΄60 στρέφεται κυρίως στη χρήση του σίδερου και αποδίδει τις συνθέσεις του με λιτότητα, που θα οδηγήσει, τη δεκαετία του ΄70, στην αποκρυστάλλωση της προσωπικής του γλώσσας και στη δημιουργία αφηρημένων συνθέσεων από ανοξείδωτο χάλυβα, που συνδυάζουν κυλινδρικά σχήματα με αιχμηρές απολήξεις και ενσωματώνουν ισότιμα το κενό, υποδηλώνοντας ταυτόχρονα μια διαρκή κίνηση. Από τη δεκαετία του΄80 το ενδιαφέρον του στράφηκε στα περιβάλλοντα, δημιουργώντας, με βασικό πρωταγωνιστή την ανθρώπινη μορφή, περιβάλλοντα με ιερατική-τελετουργική ατμόσφαιρα.

Σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Γιάννη Παππά (1951-1956) και με υποτροφία του Ι.Κ.Υ συνέχισε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1960-1963) κοντά στον Λουί Λεγκ. Υπήρξε καθηγητής γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1972-1998, ενώ δίδαξε και ως επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1986-1987). Ανήκει στα ιδρυτικά μέλη του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (1973) και του Συλλόγου Γλυπτών (1978), του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος.

Πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Βρετανικό Συμβούλιο το 1969, την οποία ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και συμμετοχές σε ομαδικές διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1965, όπου κέρδισε το αργυρό μετάλλιο, του Σάο Πάουλο το 1969 και της Βενετίας το 1972.

Με υλικά την πέτρα, το μάρμαρο και το μέταλλο και επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ο Θύμιος Πανουργιάς συνδυάζει στο έργο του στοιχεία της λαϊκής παράδοσης με χαρακτηριστικά από την αρχαϊκή τέχνη αλλά και τις σύγχρονες τάσεις. Κυβιστικά και αφαιρετικά στοιχεία συνθέτουν έργα που βασίζονται σε συμπαγείς όγκους με έμφαση στην απλοποίηση, τη σχηματοποίηση, την ακινησία και τη μετωπικότητα. Στην πορεία οι συμπαγείς όγκοι εμπλουτίστηκαν με εσοχές και ανοίγματα που υποδηλώνουν ένα φυσικό τοπίο στο οποίο εντάσσονται οι μορφές, ενώ στη συνέχεια η ανθρώπινη παρουσία υποχώρησε για να δώσει τη θέση της σε μια αφαιρετική απόδοση της φύσης.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα σχεδίου από τον Κωνσταντίνο Μαλέα, σπούδασε γλυπτική στην Ακαδημία Κολαροσί (1934-1936) στο Παρίσι και συνδέθηκε με τον Θανάση Απάρτη. Φοίτησε επίσης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε μαθήματα θεάτρου και βιολιού στο Εθνικό Ωδείο της Αθήνας. Καλλιτέχνης με ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, δημοσίευσε και μετέφρασε άρθρα για καλλιτεχνικά ζητήματα. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο του ελληνικού τμήματος της AICA και το 1971 πήρε την υποτροφία Ford. Τον επόμενο χρόνο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας προς το δικτατορικό καθεστώς, αρνήθηκε το Α΄ Κρατικό βραβείο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας “Αρμός” καθώς και της “Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη”.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε ομαδικές, μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, το Σαλόν των Ανεξαρτήτων του Παρισιού, εκθέσεις της ομάδας “Αρμός”, οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1956 και το 1966 και του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας το 1959, τα Ευρωπάλια στο Βέλγιο το 1982 και οι “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” στην Εθνική Πινακοθήκη το 1992. Μετά το θάνατό του, το 1997, οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης.

Ξεκινώντας από ρεαλιστικές, ανθρωποκεντρικές συνθέσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται άλλοτε από στοιχεία που παραπέμπουν στην αρχαϊκή γλυπτική και άλλοτε από ένα λαϊκότροπο ύφος, και μετά από μια μεταβατική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας τα έργα του αντλούν το πρότυπό τους από τα μυκηναϊκά ειδώλια, ο Κλέαρχος Λουκόπουλος προχώρησε στην αφαίρεση. Εγκαταλείποντας παράλληλα το μάρμαρο και την πέτρα στράφηκε στο μέταλλο, δημιουργώντας συνθέσεις από μεταλλικούς σφυρήλατους πολυεδρικούς όγκους που παραπέμπουν στη μυκηναϊκή τοιχοδομία. Μετά το 1970 τα έργα του, βασισμένα σε ποικίλους συνδυασμούς γεωμετρικών όγκων, απέκτησαν κονστρουκτιβιστικό χαρακτήρα, εκτεινόμενα ρυθμικά, κατακόρυφα ή οριζόντια στο χώρο. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας συνεργάστηκε με αρχιτέκτονες, φιλοτεχνώντας συνθέσεις για καταστήματα και ξενοδοχεία του Ε.Ο.Τ.

Αγιογράφος και ξυλογλύπτης, ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου καταγόταν από τη Βράχα της Ευρυτανίας και έδρασε τον 19ο αιώνα. Για πολλά χρόνια εργάστηκε στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής, ενώ στην Αργαλαστή του Βόλου κατασκεύασε το τέμπλο της εκκλησίας και στη Μακρυνίτσα το δεσποτικό θρόνο της Παναγίας (1843). Στο κοσμικό του έργο στο πλαίσιο της ξυλογλυπτικής, όπου συνδυάζει τη γλυπτική με τη ζωγραφική, ασχολήθηκε και με την απεικόνιση αγωνιστών του ’21, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που ανήκει στην Εθνική Πινακοθήκη. Τρεις ανάλογες ξυλόγλυπτες ζωγραφισμένες μορφές αγωνιστών βρίσκονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ανάμεσα στις οποίες ο Μάρκος Μπότσαρης. Το 1830 επιπλέον έκανε ολόγλυφα αγάλματα και συμπλέγματα στο Νεοχώρι της Ζαγοράς.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1966-1972) με δασκάλους τους Θανάση Απάρτη, Γιάννη Παππά και Δημήτρη Καλαμάρα και σκηνογραφία κοντά στον Βασίλη Βασιλειάδη. Την περίοδο 1975-1978 συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, παρακολουθώντας γλυπτική κοντά στον Σεζάρ και σχέδιο κοντά στον Μαρσέλ Ζιλί. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα αρχιτεκτονικής, σκηνογραφίας και ενδυματολογίας.

Έχει παρουσιάσει σχέδια των έργων της σε ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει, μεταξύ άλλων, στο παρισινό Σαλόν του Μαΐου και στη Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1980, καθώς και σε Πανελλήνιες.

Έχοντας ως πηγές έμπνευσης την ελληνική φύση και την αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική, αλλά και την αρχαϊκή γλυπτική, η Ασπασία Παπαδοπεράκη έχει φιλοτεχνήσει έργα που ξεχωρίζουν για τον τεκτονικό χαρακτήρα της φόρμας τους, το μέτρο, τις αναλογίες και τη συμμετρία, την έννοια της οποίας έχει ερευνήσει ιδιαίτερα.

Σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά στο Παρίσι και το 1929 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της γαλλικής πρωτεύουσας, όπου σπούδασε γλυπτική κοντά στον Ζαν Μπουσέ. Από το 1932, παράλληλα με την εργασία στο προσωπικό του εργαστήριο, εργάστηκε και ως σχεδιαστής στο Μουσείο Εκμαγείων της Σχολής Καλών Τεχνών και στο Λούβρο. Το 1937 επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά το 1944 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στη ναυτική βάση της Αλεξάνδρειας. Έμεινε εκεί ως το 1950, ενώ το 1953, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, εξελέγη καθηγητής στην έδρα γλυπτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Δίδαξε μέχρι το 1978, ενώ από το 1959 και για δέκα χρόνια υπήρξε διευθυντής. Το 1972 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και το 1980 μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Το 1950 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στην Αλεξάνδρεια, την οποία ακολούθησαν ατομικές στην Αθήνα, καθώς και αναδρομική παρουσίαση του έργου του το 1992 στην Εθνική Πινακοθήκη. Συμμετείχε επίσης σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, μεταξύ των οποίων το Φθινοπωρινό Σαλόν του Παρισιού το 1936, το Σαλόν του Κεραμεικού το 1936 και το 1938, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937, η Μπιενάλε της Βενετίας το 1978, καθώς και Πανελλήνιες.

Στη γλυπτική του, που περιλαμβάνει προτομές, ανδριάντες, ηρώα, μνημεία και ελεύθερες συνθέσεις, ανιχνεύονται επιρροές από ένα ευρύ φάσμα προτύπων που εκτείνεται από την αρχαία ελληνική και αιγυπτιακή γλυπτική μέχρι τις σύγχρονες τάσεις. Πιστός στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, δημιούργησε συνθέσεις αρχικά με τονισμένο ρεαλισμό και ψυχογραφική διάθεση, για να στραφεί στη συνέχεια σε πιο απλοποιημένες και λιτές φόρμες δίνοντας έμφαση στις πλαστικές αξίες και να φτάσει, προς το τέλος της δεκαετίας του ΄50, σε μια σχηματοποιημένη, αφαιρετική σχεδόν απόδοση. Παράλληλα με τη γλυπτική ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και το σχέδιο, παραμένοντας, και στο πεδίο αυτό, πιστός στην παραστατική απεικόνιση.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1952-1958) κοντά στον Γιάννη Παππά, και με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1961-1964). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του με μαθήματα κοντά στους Όσιπ Ζάντκιν και Ρομπέρ Κουτυριέ. Το 1966 δίδαξε στη Σχολή Καλών Τεχνών ως βοηθός του Γιάννη Παππά, ενώ από το 1968 έως το 1976 ελεύθερο σχέδιο στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας “Αρμός” και μέλος του “Συλλόγου Γλυπτών”.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε πλήθος ομαδικών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται εκθέσεις της ομάδας “Αρμός”, Πανελλήνιες, καθώς και οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1967, της Βενετίας το 1970 και της Βουδαπέστης το 1971.

Στο έργο του ο Γιάννης Παρμακέλης ενδιαφέρθηκε αρχικά για τις παραδοσιακές μορφές γλυπτικής και τον τονισμό των ρεαλιστικών στοιχείων, υιοθετώντας συχνά ένα αρχαΐζον εκφραστικό ιδίωμα. Κατά την περίοδο 1968-1974, και θέλοντας να εκφράσει κοινωνική και πολιτική κριτική, επίκεντρο της γλυπτικής του γίνεται ο άνθρωπος και οι συνθέσεις του αποκτούν σουρεαλιστική και εξπρεσιονιστική υφή, καθώς το πάθος και η ένταση αποτυπώνονται έντονα στα έργα της σειράς “Μάρτυρες και Θύματα”. Στην πορεία στράφηκε σε αφαιρετικές κατευθύνσεις με τη χρήση γεωμετρικών σχημάτων και τη δημιουργία πολύχρωμων κατασκευών από έτοιμα βιομηχανικά υλικά. Εκτός από ελεύθερα γλυπτά έχει επίσης φιλοτεχνήσει έργα για δημόσιους χώρους και μεγάλο αριθμό μεταλλίων.

Ξεκίνησε τις σπουδές της στη Sommerakademie (1957) του Σάλτσμπουργκ, όπου πήρε μαθήματα γλυπτικής από τον Έβαλντ Ματαρέ, και συνέχισε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης (1957-1962), όπου διδάχτηκε γλυπτική από τον Φριτς Βοτρούμπα. Σπούδασε επίσης Κοινωνιολογία της Τέχνης στην Ecole Pratique des Hautes Etudes (1967-1973) στο Παρίσι, κοντά στον Ζαν Κασσού. Το 1971 το γαλλικό κράτος της απένειμε το Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας για το έργο της “Σύνεκτρον”.

Το 1963 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική της έκθεση στην γκαλερί Wurthle στη Βιέννη και ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει επίσης λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι, η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Τέχνης (International Exhibition of Contemporary Art) στο Ντίσελντορφ το 1973, τα Ευρωπάλια στο Βέλγιο και η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1982, όπου κέρδισε το Γ΄ βραβείο γλυπτικής, καθώς και η έκθεση “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” στην Εθνική Πινακοθήκη το 1992.

Ξεκινώντας με έργα ανθρωποκεντρικά, η Ναυσικά Πάστρα σταδιακά προχώρησε στην αφαίρεση. Από το 1968 διαμόρφωσε μια προσωπική πλαστική γλώσσα, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι μαθηματικές σχέσεις και οι πειραματισμοί με τα γεωμετρικά σχήματα. Αποτέλεσμα των πειραματισμών της σε αυτή την κατεύθυνση ήταν το “Σύνεκτρον”, ένα νέο δυναμικό δισδιάστατο σχήμα, που προέκυψε από το συνδυασμό του κύκλου και του τετραγώνου και ανήκει στη σειρά “Αναλογικά”. Στην πορεία τα “Αναλογικά” θα ενσωματώσουν την τρίτη διάσταση σε γλυπτά βασισμένα σε ρυθμικές σχέσεις ημικυκλίων και ορθών γωνιών που, στη δεκαετία του ΄90, θα γίνουν περισσότερο δυναμικές μέσα στον τρισδιάστατο χώρο, ενώ στην εξέλιξή τους τα έργα της θα αποτελέσουν την αναπαράσταση της υλικής διάστασης των πραγμάτων μέσα στο χώρο και στο χρόνο.

Διδάχτηκε την τέχνη του μαρμάρου από τον μαρμαρογλύπτη Ελευθέριο Πανούση και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Θωμά Θωμόπουλο (1928-1933). Τη δεκαετία του 1930 εργάστηκε στα εργαστήρια του Κώστα Δημητριάδη και του Μιχάλη Τόμπρου. Το 1941 διορίστηκε μόνιμος γλύπτης στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά διέκοψε για ένα διάστημα (1947-1951) για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι, με υποτροφία της Γαλλικής Ακαδημίας. Στη γαλλική πρωτεύουσα φοίτησε στην Ακαδημία Ζυλιάν και στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τους Μαρσέλ Ζιμόν, Αλφρέ Ζανιό και Ανρί Ντροπσί. Το 1974 ίδρυσε στον τόπο καταγωγής του, στην Πάρο, ιδιωτική σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδασκε δωρεάν σε παιδιά. Το 1972 του απονεμήθηκε το Α΄ Εθνικό Βραβείο Εικαστικών Τεχνών και το 1991 το Αριστείο Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε με συμμετοχή στις εκθέσεις του σωματείου “Ελεύθεροι Καλλιτέχναι” το 1935 και το 1936. Παρουσίασε το έργο του σε Πανελλήνιες εκθέσεις, στο Φθινοπωρινό Σαλόν και το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών στο Παρίσι το 1948 και το 1949, καθώς και στις Μπιενάλε της Βενετίας το 1936 και το 1956 και της Αλεξάνδρειας το 1955. Έλαβε επίσης μέρος σε διεθνείς εκθέσεις μεταλλίων, ενώ αναδρομική παρουσίαση του έργου του πραγματοποιήθηκε το 1994 στη Γκαλερί Αργώ.

Η καθημερινή επαφή του με την αρχαία ελληνική γλυπτική αλλά και η γνωριμία του με το έργο του Αριστίντ Μαγιόλ υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για τη διαμόρφωση της πλαστικής γλώσσας του Νίκου Περαντινού. Οι συνθέσεις των νεανικών του χρόνων και ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 χαρακτηρίζονται από πλαστικότητα, ενότητα των επιπέδων, καθαρότητα των μορφών, συγκέντρωση στο ουσιώδες και μνημειακή διάθεση. Στην πορεία, αν και διατήρησε την τεχνική αρτιότητα, περιορίστηκε σε συμβατικές πλαστικές λύσεις ακαδημαϊκού χαρακτήρα. Εκτός από ελεύθερες συνθέσεις φιλοτέχνησε επίσης προτομές, ηρώα και άλλα μνημεία, ανάγλυφα, μετάλλια και νομίσματα.

Άρχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο και με Αβερώφεια υποτροφία συνέχισε στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ στο Παρίσι κοντά στον Αντουάν Μπουρντέλ (1927-1930). Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήριο του Δημήτρη Γαλάνη. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1930 και έγινε μέλος της “Ομάδας Τέχνη”. Ταξίδεψε στην Ιταλία, τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις χώρες της Βαλκανικής και το 1945 εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι. Ξεκίνησε την εκθεσιακή της δραστηριότητα με ατομική έκθεση το 1930 στην γκαλερί Στρατηγοπούλου και ακολούθησαν ατομικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ το 1980 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου της στην Εθνική Πινακοθήκη. Παρουσίασε επίσης έργα σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων τα Σαλόν του Κεραμικού και της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι, εκθέσεις με την Ομάδα Τέχνη, οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1940, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937 και Πανελλήνιες.

Η καλλιτεχνική πορεία της Μπέλλας Ραφτοπούλου είναι πορεία προς αφαιρετικές διατυπώσεις, χωρίς ωστόσο να απορρίψει εντελώς την οπτική πραγματικότητα. Δουλεύοντας κυρίως την πέτρα, την οποία λάξευε απευθείας, ασχολήθηκε με τη γυναικεία μορφή, αλλά και με ζώα ή πουλιά. Στα πρωιμότερα έργα της η ρεαλιστική απόδοση απηχεί τα διδάγματα του δασκάλου της και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και του Ροντέν, ενώ στις συνθέσεις της κυριαρχεί η καμπυλόγραμμη απόδοση και η μετωπικότητα. Σταδιακά το ύφος της έγινε πιο αφαιρετικό και οι μορφές πιο σχηματοποιημένες, το βάθος των έργων περιορίστηκε και οι έντονες καμπυλότητες έδωσαν τη θέσης τους σε γεωμετρικά και οργανικά στοιχεία και πιο επίπεδη απόδοση, με αποτέλεσμα τα έργα της να αποκτήσουν τεκτονικό χαρακτήρα. Εκτός από τα μεγάλα γλυπτά σε πέτρα δημιούργησε επίσης μικρές αφαιρετικές, εξπρεσιονιστικές συνθέσεις από χαλκό και μολύβι με βάση ή φόντο από σχιστόλιθο και θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία, καθώς και μετάλλια. Ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, ιδιαίτερα με την ξυλογραφία, ακολουθώντας στην απόδοση των συνθέσεων το ύφος των γλυπτικών της έργων, ενώ την περίοδο 1925-1927 συνεργάστηκε με το ζεύγος Σικελιανού για τις Δελφικές Εορτές, σχεδιάζοντας ενδυμασίες και κινήσεις χορευτών εμπνευσμένες από αρχαία ελληνικά αγγεία.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα από τον Πάνο Σαραφιανό και τον Βρασίδα Βλαχόπουλο και σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1965-1969) με τον Γιάννη Παππά και γυψοτεχνία-χαλκοχυτική με τον Νίκο Κερλή. Στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, δουλεύοντας κοντά στον Κώστα Κουλεντιανό και τον Σεζάρ. Σπούδασε επίσης λιθογραφία κοντά στον Ζωρζ Νταγιέ μέχρι το 1976. Κατά την τριετία 1981-1983 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Βακαλό, ενώ μέχρι σήμερα διδάσκει στα Τ.Ε.Ι. Αθήνας. Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει λάβει μέρος σε πολυάριθμες ομαδικές διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται Πανελλήνιες, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι, η Μπιενάλε Σύγχρονης Γλυπτικής στο Μουσείο Ροντέν το 1974, η Μπιενάλε της Βουδαπέστης το 1980, η Διεθνής Έκθεση Μεταλλίων το 1990 στο Ελσίνκι και η Τριενάλε της Βουδαπέστης την ίδια χρονιά, η έκθεση Η Σύγχρονη ελληνική γλυπτική (La Sculpture Greque Contemporaine) το 1991 στο Παρίσι, καθώς και συμπόσια γλυπτικής. Τα προσωπικά βιώματα και οι εμπειρίες αποτελούν την αφετηρία για τη δημιουργία των συνθέσεων του Κυριάκου Ρόκου, που διαμορφώνονται από ποικίλα υλικά – μάρμαρο, πωρόλιθο, γρανίτη, πέτρα, πηλό, γύψο, ξύλο, μπρούντζο και πολυεστέρα – και χαρακτηρίζονται από συνδυασμούς τμημάτων του ανθρώπινου σώματος που συσσωρεύονται και ξεπηδούν από το βασικό όγκο του υλικού, δημιουργώντας, μέσω μιας σουρεαλιστικής ή ονειρικής ατμόσφαιρας, πλήθος συνειρμών. Εκτός από τις ελεύθερες γλυπτικές συνθέσεις έχει επίσης φιλοτεχνήσει αντικείμενα καθημερινής χρήσης, καθώς και δημόσια μνημεία, τάφους, σήματα, μετάλλια και πλακέτες. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας έχει επίσης συνεργαστεί με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, το Εθνικό Θέατρο, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων και τον Μίνω Βολανάκη, έχει εκδώσει βιβλία και έχει δημοσιεύσει άρθρα στον ημερήσιο τύπο.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1956-1962) με δάσκαλο τον Γιάννη Παππά. Κατά το διάστημα 1964-1974 εργάστηκε στο χυτήριο του Νίκου Κερλή και αργότερα στα αρχαιολογικά μουσεία των Δελφών και της Ολυμπίας.

Παρουσίασε τα έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε Νέων του Παρισιού το 1967, της Βουδαπέστης το 1971 και του Σάο Πάουλο το 1971.

Με αφετηρία την ανθρώπινη μορφή και καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής, και υλικά το γύψο, το κερί, τον πηλό και τον μπρούντζο, ο Σπύρος Καταπόδης, συνδύασε παραστατικά και αφηρημένα στοιχεία, κυβιστικά και κονστρουκτιβιστικά χαρακτηριστικά και δημιούργησε συνθέσεις συγκινησιακά φορτισμένες, που κινούνται σε σουρεαλιστικές ή εξπρεσιονιστικές κατευθύνσεις.

Μαθητής του Θανάση Απάρτη (1942-1954), συνεργάστηκε παράλληλα με τους γλύπτες Γιώργο Ζογγολόπουλο και Χρήστο Καπράλο. Σπούδασε ζωγραφική για μικρό χρονικό διάστημα στο εργαστήριο του Δημητρίου Μπισκίνη στη Σχολή Καλών Τεχνών και πήρε ελεύθερα μαθήματα ιστορίας της τέχνης, ζωγραφικής και κεραμικής. Το 1950 φοίτησε στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ του Παρισιού. Διετέλεσε καθηγητής στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο και υπήρξε ιδρυτικό μέλος της “Ομάδας Τέχνης Α΄”.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, οι Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1957, όπου έλαβε τιμητική διάκριση, και της Αλεξάνδρειας το 1959, όπου κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο, καθώς και τα “Παναθήναια Συγχρόνου Γλυπτικής” στην Αθήνα το 1965. Το 1985 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στη γκαλερί Εύμαρος.

Ο Κώστας Κλουβάτος ξεκίνησε από την αναπαράσταση, δημιουργώντας με ρεαλιστική, αλλά απλοποιημένη απόδοση έργα με επίκεντρο τον άνθρωπο και τα προβλήματά του. Από το 1960 άρχισε να υιοθετεί αφηρημένα σχήματα και εξπρεσιονιστικά στοιχεία, με στόχο πάντα να εκφράσει τους κοινωνικούς του προβληματισμούς. Στα πιο πρόσφατα έργα του, με αφετηρία την προκλασική και τη λαϊκή τέχνη, συνδυάζει στοιχεία διαφόρων εποχών της ελληνικής παράδοσης. Η αρμονική ένταξη του όγκου και του χρώματος στο χώρο και η ένταξη της τέχνης στην καθημερινή ζωή αποτελούν επίσης θέματα που τον απασχολούν από το ξεκίνημα της δημιουργικής του πορείας. Παράλληλα με τη γλυπτική ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και τη φιλοτέχνηση μεταλλίων, ενώ μερίμνησε για την εγκατάσταση των πρώτων χυτηρίων στην Ελλάδα.

Τηνιακής καταγωγής, σπούδασε αρχικά κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο στη Σχολή Καλών Τεχνών (1932-1938). Με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών συνέχισε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού, κοντά στον Ζαν Μπουσέ, κερδίζοντας το 1939 το Α΄ βραβείο. Η έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην Ελλάδα. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της πρωτοποριακής ομάδας “Ακραίοι”, με επικεφαλής τον Αλέκο Κοντόπουλο, που δημιουργήθηκε το 1949. Το 1953 το μνημείο του για τον Άγνωστο Πολιτικό Κρατούμενο βραβεύθηκε σε διεθνή διαγωνισμό και στη συνέχεια εκτέθηκε στην Tate Gallery του Λονδίνου. Το 1956 εξελέγη τακτικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών και το 1957 βραβεύθηκε από τον Δήμο Αθηναίων με το Α’ βραβείο γλυπτικής. Το διάστημα 1960-1987 διετέλεσε καθηγητής στην έδρα της Πλαστικής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π. Το 1969 δημοσίευσε μελέτη με τίτλο “Πλαστική” και το 1975 το “Χωροθετικό διάγραμμα γλυπτών έργων Δήμου Αθηναίων Νεωτέρας Ελλάδος”. Τιμήθηκε επίσης με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα.

Ανέπτυξε πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα, η οποία ξεκίνησε με συμμετοχή σε ομαδικές εκθέσεις. Το 1933 εξέθεσε με την “Ομάδα Τέχνη” και στη συνέχεια με τους “Ελεύθερους Καλλιτέχνες” (1937 – 1939). Έλαβε επίσης μέρος σε Πανελλήνιες, στις Μπιενάλε του Σάο Πάουλο (1955, 1961) και της Βενετίας (1960) καθώς και στην έκθεση “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” που έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη το 1992. Το 1979 οργανώθηκε στην Eθνική Πινακοθήκη ατομική έκθεση έργων του για τα κωφάλαλα παιδιά με τίτλο “Αφή – Τέχνη – Παιδί”.

Γλύπτης που κινήθηκε με άνεση μεταξύ της παράδοσης και των σύγχρονών του τάσεων, ο Λάζαρος Λαμέρας, ήδη από το 1932, φανέρωσε με τα ανεικονικά γλυπτά του διάθεση πειραματισμών με τις πρωτοποριακές τάσεις, ενώ μεταξύ 1945-1948 δημιούργησε τις πρώτες αφηρημένες συνθέσεις του. Στις παραστατικές δημιουργίες του, τις οποίες ποτέ δεν εγκατέλειψε ολοκληρωτικά, ενδιαφέρθηκε κυρίως για την απόδοση των δομικών χαρακτηριστικών της σύνθεσης, απέφυγε τα διηγηματικά στοιχεία, ενώ χρησιμοποίησε χαρακτηριστικά της αρχαϊκής πλαστικής. Η ενασχόληση με την αφαίρεση τον οδήγησε, από το 1958 περίπου, σε φυτόμορφα έργα, στα οποία καθοριστικό ρόλο παίζει η καθετότητα και η κίνηση. Από το 1960 φιλοτέχνησε έργα για τυφλούς και παιδιά, τα οποία παράγουν ήχο και συνδυάζουν το στοιχείο της κίνησης και τη γλυπτική με τη ζωγραφική. Φιλοτέχνησε επίσης ηρώα και μνημεία.

Έχοντας εκδηλώσει κλίση στην τέχνη από την παιδική του ηλικία, σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1965-1969) κοντά στον Γιάννη Παππά.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Πανελλήνιες και συμμετοχές σε ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Ξεκινώντας με το σχέδιο και τη ζωγραφική, τα οποία ποτέ δεν εγκατέλειψε, ο Γιώργος Λάμπρου στράφηκε στη γλυπτική γύρω στο 1972. Τα πρώτα έργα του είναι συρμάτινες κατασκευές που διατηρούν τη σχέση τους με την οπτική πραγματικότητα, χαρακτηρίζονται από λιτότητα, σχηματοποίηση και ενδιαφέρον για την απόδοση του ουσιαστικού. Στη συνέχεια περνά σε συμπαγείς μπρούντζινες μορφές χωρίς μέλη και ατομικά χαρακτηριστικά, που, ενωμένες σφιχτά μεταξύ τους, περιβάλλονται από οριζόντιες κυματιστές αυλακώσεις, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιρα ασφυκτική. Με τα έργα αυτά, αλλά και με τα “Καλάθια αχρήστων”, ο Λάμπρου ασκεί κοινωνική κριτική και εκφράζει τη διαμαρτυρία του στη μαζικοποίηση της σημερινής κοινωνίας και την απόρριψη των αξιών.

Γιος του ξυλογλύπτη Πέτρου Κόσσου, είχε ήδη αποκτήσει πείρα στη γλυπτική δουλεύοντας κοντά στον πατέρα του πριν ξεκινήσει τις σπουδές του στο Σχολείο των Τεχνών το 1847. Το 1849, με υποτροφία που κέρδισε από το Υπουργείο Ναυτικών, πήγε στη Ρώμη, όπου σπούδασε τέσσερα χρόνια στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά. Τελειώνοντας τις σπουδές του και μετά από διετή παραμονή στο Παρίσι και το Λονδίνο, επέστρεψε το 1855 στην Αθήνα και άνοιξε εργαστήριο, το οποίο υπήρξε σχολείο για αρκετούς από τους γλύπτες της επόμενης γενιάς.

Μαθητής ακόμη παρουσίασε έργα του στις εκθέσεις που οργάνωσε το Πολυτεχνείο το 1847 και το 1848. Έλαβε επίσης μέρος στα Ολύμπια το 1859, 1870 και 1875, καθώς και στις Διεθνείς Εκθέσεις του Παρισιού το 1855, του Λονδίνου το 1862 και της Βιέννης το 1873.

Ασχολήθηκε με θέματα αλληγορικά και μυθολογικά και φιλοτέχνησε ταφικά μνημεία και προτομές, ιδιαίτερα αγωνιστών της ελληνικής Επανάστασης, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί εθνικός γλύπτης. Άντλησε τα πρότυπά του από την αρχαία ελληνική γλυπτική και τα σύγχρονα κλασικιστικά έργα, πράγμα που δικαιολογείται από τις σπουδές του. Οι αρχές του κλασικισμού δεσπόζουν στο σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας: γενικευτική απόδοση, ιδεαλιστική αντιμετώπιση των μορφών, λευκές και λείες επιφάνειες, μάτια χωρίς κόρες, αρμονικές αναλογίες μεταξύ των επιμέρους μερών και καθαρά περιγράμματα.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1948-1952) με δασκάλους τους Ουμβέρτο Αργυρό, Δημήτριο Μπισκίνη και Ανδρέα Γεωργιάδη, ενώ το 1963, με εξάμηνη υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε των Νέων στο Παρίσι το 1959, του Σάο Πάολο το 1965 και της Αλεξάνδρειας το 1968, κερδίζοντας επανειλημμένως διακρίσεις.

Δημιουργός πολύπλευρος, ο Πρέκας έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την κοσμηματογραφία και την αρχιτεκτονική διακόσμηση, φιλοτεχνώντας συνθέσεις για εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους πολυκατοικιών και δημοσίων και κοινόχρηστων κτηρίων. Στη ζωγραφική του αρχικά ασχολήθηκε με το τοπίο, ενώ αργότερα, συνδυάζοντας την ελληνική πραγματικότητα με τους μύθους και τις παραδόσεις, δημιούργησε θεματικές ενότητες που κινούνται στο πνεύμα του κονστρουκτιβισμού και της αφαίρεσης. Ανάλογα μοτίβα έχει χρησιμοποιήσει και στο γλυπτικό του έργο, με το συνδυασμό αφαιρετικών, κυβιστικών και εξπρεσιονιστικών στοιχείων.

Πατέρας του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, μαθήτευσε κοντά σε τηνιακούς μαρμαροτεχνίτες. Το 1839 υπήρξε επιστάτης της κατασκευής των Ανακτόρων του Όθωνα. Το 1845 έκανε τις μαρμάρινες σκάλες και τη μαρμαρόστρωση της αυλής στο ναό της Ευαγγελιστρίας Τήνου, ενώ το 1848 το μαρμάρινο συντριβάνι (φιάλη) του ναού.

Η γλυπτική του κινείται στα πλαίσια της λαϊκής παράδοσης της Τήνου όπως την είχε διδαχτεί από τους μαρμαροτεχνίτες δασκάλους του.

Σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών την περίοδο 1934-1939 με καθηγητές τον Κωνσταντίνο Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο. Τη δεκαετία του 1930 επέδειξε έντονο ενδιαφέρον για τα πνευματικά ζητήματα της εποχής και έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε και της ομάδας “Νέοι Πρωτοπόροι”. Το 1945 πήγε στο Παρίσι, και συνέχισε τις σπουδές του κοντά στον Ζαν-Πωλ Λωράνς και τον Μαρσέλ Ζιμόν. Το 1950 απελάθηκε από τη Γαλλία και εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία, όπου έγινε μέλος της Εταιρείας Καλλιτεχνών, τιμήθηκε επανειλημμένα και του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αριστούχου των Τεχνών. Το 1964 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια, αλλά την επανέκτησε το 1975, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές και σημαντικές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όπως το Φθινοπωρινό Σαλόν το 1946, το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής το 1948 και το Σαλόν του Κεραμικού το 1950 στο Παρίσι. Έλαβε επίσης μέρος σε εκθέσεις ουγγρικής τέχνης, ενώ το 1979 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα και το 1995 στη Δημοτική Πινακοθήκη της Πάτρας.

Ο Μέμος Μακρής, γλύπτης ιδιαίτερα παραγωγικός, δούλεψε με χαλκό, μολύβι, πέτρα, μάρμαρο και τερακότα, με αφετηρία πάντα την ανθρώπινη μορφή. Το προσωπικό του ύφος διαμορφώθηκε κάτω από ένα σύνολο επιδράσεων, από την ελληνική του καταγωγή, την παραμονή του στο Παρίσι και την Ουγγαρία και το ύφος των δασκάλων του. Προτομές με έμφαση στην ψυχογραφική απόδοση, ολόσωμες μορφές που απηχούν τα διδάγματα της αρχαϊκής τέχνης αλλά και της παρισινής του μαθητείας, γυμνά με γεωμετρικά απλοποιημένους, αποστρογγυλεμένους όγκους, ανάγλυφα, ανδριάντες και μνημεία που άλλοτε συνδυάζουν τα παραπάνω στοιχεία και άλλοτε χαρακτηρίζονται από εξπρεσιονιστική διάθεση, καθώς και μια σειρά από κάκτους, το μοναδικό μη ανθρωπομορφικό θέμα, που φιλοτέχνησε προς το τέλος της ζωής του, συνθέτουν το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

Σπούδασε διακοσμητική και σχέδιο μόδας στην Αθήνα και συνέχισε στο Παρίσι με σπουδές διαφήμισης και γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Ανρί Μαρτέν, Σεζάρ και Ρενέ Κολλαμαρινί. Υποτροφίες της UNESCO το 1977 και το 1979 του έδωσαν τη δυνατότητα να σπουδάσει και να κάνει πρακτική εξάσκηση στη συντήρηση μνημείων.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες η Πανελλήνια του 1975, το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών στο Παρίσι, εκθέσεις του Συλλόγου Γλυπτών, καθώς και η έκθεση “Η Σύγχρονη Ελληνική Γλυπτική” (La Sculpture grecque contemporaine) που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1991.

Το σύνολο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιώργου Μέγκουλα χαρακτηρίζεται από τη διαρκή μελέτη του χώρου, του ελληνικού φωτός και της κίνησης, που εκφράζεται με κονστρουκτιβιστικές συνθέσεις ή αφηρημένες κατασκευές από σίδερο και μάρμαρο, με θέματα συχνά εμπνευσμένα από τον κόσμο της θάλασσας. Παράλληλα με τις ελεύθερες συνθέσεις έχει επίσης φιλοτεχνήσει μνημεία που κοσμούν δημόσιους χώρους σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, στα οποία είναι εμφανής η επίδραση της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής.