Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1952-1958) χαρακτική και ζωγραφική κοντά στον Γιάννη Μόραλη και τον Γιάννη Κεφαλληνό. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1962-1966) με δάσκαλο τον R. Cami στην ξυλογραφία και τον E. Clairin στη λιθογραφία. Παράλληλα ειδικεύτηκε στην τέχνη του βιβλίου στη Σχολή Estienne.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκίνησε το 1960 με τη συμμετοχή του στην Πανελλήνια και την διοργάνωση της πρώτης του ατομικής έκθεσης χαρακτικής στη γκαλερί Ζυγός. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής, όπως οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1961 και το 1965, του Σάο Πάολο το 1965, του Παρισιού το 1965, το 1967 και το 1969 και πολλές άλλες. Για το χαρακτικό του έργο απέσπασε τόσο ελληνικά όσο και διεθνή βραβεία. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με το σχεδιασμό βιβλίων, ημερολογίων και ελληνικών και κυπριακών γραμματοσήμων, καθώς και με την εικονογράφηση βιβλίων. Υπήρξε διευθυντής της Σχολής Δοξιάδη (1971-1976), σύμβουλος στην ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ (1986-1988) και σύμβουλος της Εταιρείας Ελληνικών Τυπογραφικών Στοιχείων, ενώ από το 1978 ήταν καθηγητής στην Ανωτέρα Σχολή Γραφικών Τεχνών στα Τ.Ε.Ι. της Αθήνας. Για πολλά χρόνια είχε επίσης την καλλιτεχνική επιμέλεια των εκδόσεων της Εθνικής Τράπεζας. Σχεδίασε δύο μεγάλες ταπισερί, για τις τράπεζες Hellenic Canadian Trust στο Μόντρεαλ το 1972 και Atlantic Bank στη Νέα Υόρκη το 1974, καθώς και δύο μεγάλα έργα σε μάρμαρο και χαλκό για το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη Φραγκφούρτη.

Το έργο του, τόσο το ζωγραφικό όσο και το χαρακτικό, περιλαμβάνει τοπία και σκηνές από την καθημερινή ζωή, που αποδίδονται με ρεαλιστική διάθεση και ιδιαίτερο τονισμό του ρόλου του φωτός και του χρώματος. Παράλληλα έχει φιλοτεχνήσει συνθέσεις που κινούνται στο πλαίσιο του αφηρημένου εξπρεσιονισμού και της γεωμετρικής αφαίρεσης και έχει πειραματιστεί με ποικίλους συνδυασμούς των υλικών του.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Ουμβέρτο Αργυρό και αποφοίτησε το 1940. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ηράκλειο και, για ένα διάστημα, εργάστηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Δίδαξε επίσης ελεύθερο σχέδιο στις τεχνικές σχολές του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Ηρακλείου.

Η σχετικά περιορισμένη εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στο Ηράκλειο και την Αθήνα.

Στο έργο του, που περιλαμβάνει αρχικά μορφές, προσωπογραφίες, γυμνά, εσωτερικά και τοπία, συνδυάζει στοιχεία της μινωικής και βυζαντινής τέχνης, καθώς και των πορτρέτων του Φαγιούμ με επιδράσεις σύγχρονων ρευμάτων, ενώ στη συνέχεια οι συνθέσεις του παίρνουν σουρεαλιστικό και μεταφυσικό χαρακτήρα.

Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών γράφτηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου σπούδασε κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο, ενώ το ίδιο διάστημα σύχναζε στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Αποφοίτησε το 1950 και αμέσως έφυγε για το Παρίσι. Παρακολούθησε για ένα διάστημα μαθήματα στο εργαστήριο του Μαρσέλ Ζιμόν, αλλά γρήγορα εγκαταστάθηκε στη Chevreuse, όπου υπήρξε μαθητής και στη συνέχεια, για αρκετά χρόνια, καθηγητής στη Σχολή Κεραμικής.

Παρουσίασε τις πρώτες ατομικές του εκθέσεις το 1964 στη Ναντ, στο Παρίσι και στην Αθήνα. Ακολούθησαν ατομικές εντός και εκτός Ελλάδας και συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως το παρισινό Σαλόν του Μαΐου, η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1965, Πανελλήνιες, καθώς και η έκθεση “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” το 1992 στην Εθνική Πινακοθήκη.

Καλλιτέχνης που δε σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται και να ερευνά, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 εμπνεύστηκε μια δική του τεχνική και έδωσε μεγάλο αριθμό έργων από τσιμέντο, ανοξείδωτο χάλυβα και πλυμένο σκυρόδεμα (beton – lave). Ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την πολιτιστική αποστολή της γλυπτικής και την ενσωμάτωσή της σε αρχιτεκτονικό πλαίσιο, συνεργάστηκε εκτεταμένα με αρχιτέκτονες. Καρποί αυτών των συνεργασιών είναι μνημειακές γλυπτικές κατασκευές για δημόσιους χώρους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε και για τη γλυπτική σε μικρές διαστάσεις, δημιουργώντας μικρά αντικείμενα, όπως ξυλόγλυπτα τοπία, φρουτιέρες και διακοσμητικά αντικείμενα με ποιητική και έντονα σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, καθώς και κοσμήματα.

Προερχόμενος από μεγάλη καλλιτεχνική οικογένεια, γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών το 1846 και σπούδασε γλυπτική κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ. Μαθητής ακόμα φιλοτέχνησε με τον αδελφό του Λάζαρο έργα σε διάφορες περιοχές. Το 1856 οι δύο αδελφοί έλαβαν μέρος στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και μοιράστηκαν το μεγάλο βραβείο των χιλίων δραχμών για το έργο “Ποιμήν κρατών ερίφιον”. Το 1858 άνοιξαν εργαστήριο, το “Ανδριαντοποιείον”, το οποίο αποτέλεσε σχολείο για πολλούς από τους γλύπτες της επόμενης γενιάς.

Ο Γεώργιος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1857. Το ίδιο έτος συμμετείχε για δεύτερη φορά στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και κέρδισε το βραβείο των χιλίων δραχμών. Το επόμενο έτος διορίστηκε καθηγητής στο Σχολείο των Τεχνών και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση ως το 1868, όταν τον αντικατέστησε ο Λεωνίδας Δρόσης. Το 1860 ανακηρύχθηκε μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Συνεργάστηκε στενά με τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου, καθώς, είτε μόνος του είτε με τον αδελφό του Λάζαρο, εξετέλεσε πολλά από τα γλυπτά που ο Καυταντζόγλου σχεδίασε.

Η κοινή εκθεσιακή δραστηριότητα των αδελφών Φυτάλη περιλαμβάνει συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έλαβαν μέρος στην Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου το 1851 και 1862, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855 και το 1857 (μόνο ο Λάζαρος), καθώς και στα Ολύμπια του 1859, όπου τιμήθηκαν με το α΄ βραβείο, και του 1870, όπου απέσπασαν έπαινο ως εισαγωγείς μαρμάρου.

Με σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και επαφή με την ευρωπαϊκή γλυπτική, οι αδελφοί Φυτάλη είχαν στη διάθεσή τους ένα ευρύ φάσμα προτύπων, στο οποίο βασίστηκαν για να δημιουργήσουν συνθέσεις με μυθολογικά, αλληγορικά και ηθογραφικά θέματα, επιτύμβια μνημεία, ανδριάντες και προτομές. Τα έργα που προήλθαν από το εργαστήριό τους χαρακτηρίζονται από προσήλωση στα ιδεώδη του κλασικισμού, ιδεαλιστικές και εξιδανικευτικές διατυπώσεις και ταυτόχρονη υιοθέτηση στοιχείων του ρεαλισμού. Τα τελευταία είναι περισσότερο συχνά στις συνθέσεις του Γεωργίου Φυτάλη, οι οποίες διακρίνονται ακόμη για την πλαστικότητα, την ισορροπία των όγκων και γενικά για την αποφυγή της κλασικιστικής ψυχρότητας, ενώ αντίθετα στο έργο του Λάζαρου υπερισχύουν τα ιδεαλιστικά στοιχεία και η σχεδιαστική ακρίβεια.

Προερχόμενος από μεγάλη καλλιτεχνική οικογένεια, γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών το 1846 και σπούδασε γλυπτική κοντά στον Κρίστιαν Ζίγκελ. Μαθητής ακόμα φιλοτέχνησε με τον αδελφό του Γεώργιο έργα σε διάφορες περιοχές. Το 1856 οι δύο αδελφοί έλαβαν μέρος στον Κοντοσταύλειο διαγωνισμό και μοιράστηκαν το μεγάλο βραβείο των χιλίων δραχμών για το έργο “Ποιμήν κρατών ερίφιον”. Το 1858 άνοιξαν εργαστήριο, το “Ανδριαντοποιείον”, το οποίο αποτέλεσε σχολείο για πολλούς από τους γλύπτες της επόμενης γενιάς.

Ο Λάζαρος Φυτάλης αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών το 1851 και λίγα χρόνια αργότερα πήγε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε κοντά στο γάλλο γλύπτη Σαρλ Κορντιέ. Το 1857 έλαβε μέρος στον διεθνή διαγωνισμό για το μνημείο του Wellington που θα στηνόταν στο Λονδίνο. Το 1879 συμμετείχε στην ανασκαφή που έφερε στο φως τον Λέοντα της Χαιρώνειας και στην συνέχεια υπέβαλε σχέδιο για την αναστήλωσή του το οποίο δεν έγινε δεκτό. Το διάστημα 1902-1904 ωστόσο, και με πρωτοβουλία του Λάζαρου Σώχου, ο Λάζαρος Φυτάλης συμμετείχε στην αποκατάσταση του μνημείου, ενώ το 1884 ανέλαβε τη συμπλήρωση του Ταύρου του Κεραμεικού.

Η κοινή εκθεσιακή δραστηριότητα των αδελφών Φυτάλη περιλαμβάνει συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έλαβαν μέρος στην Μεγάλη Έκθεση του Λονδίνου το 1851 και 1862, στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού το 1855 και το 1857 (μόνο ο Λάζαρος), καθώς και στα Ολύμπια του 1859, όπου τιμήθηκαν με το α΄ βραβείο, και του 1870, όπου απέσπασαν έπαινο ως εισαγωγείς μαρμάρου.

Με σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και επαφή με την ευρωπαϊκή γλυπτική, οι αδελφοί Φυτάλη είχαν στη διάθεσή τους ένα ευρύ φάσμα προτύπων, στο οποίο βασίστηκαν για να δημιουργήσουν συνθέσεις με μυθολογικά, αλληγορικά και ηθογραφικά θέματα, επιτύμβια μνημεία, ανδριάντες και προτομές. Τα έργα που προήλθαν από το εργαστήριό τους χαρακτηρίζονται από προσήλωση στα ιδεώδη του κλασικισμού, ιδεαλιστικές και εξιδανικευτικές διατυπώσεις και ταυτόχρονη υιοθέτηση στοιχείων του ρεαλισμού. Τα τελευταία είναι περισσότερο συχνά στις συνθέσεις του Γεωργίου Φυτάλη, οι οποίες διακρίνονται ακόμη για την πλαστικότητα, την ισορροπία των όγκων και γενικά για την αποφυγή της κλασικιστικής ψυχρότητας, ενώ αντίθετα στο έργο του Λάζαρου υπερισχύουν τα ιδεαλιστικά στοιχεία και η σχεδιαστική ακρίβεια.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα από το ζωγράφο αγιογράφο Γ. Καζάκο και τον Πάνο Σαραφιανό. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, αρχικά στο εργαστήριο γλυπτικής του Θανάση Απάρτη και στη συνέχεια κοντά στον Γιάννη Μόραλη. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. έκανε επίσης σπουδές σκηνογραφίας και διακοσμητικής. Την περίοδο 1967-1973 ταξίδεψε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης μελετώντας τα μουσεία και παρακολουθώντας τα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής εντός και εκτός Ελλάδος.

Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής του δραστηριότητας ασχολήθηκε με την επιμέλεια εκδόσεων. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος της Ομάδας Χαλκογραφίας.

Ασχολούμενος τόσο με τη ζωγραφική όσο και με τη χαρακτική, έκανε επίκεντρο την ανθρώπινη μορφή, ιδιαίτερα τη γυναικεία, που, μνημειακή και πληθωρική, ολόκληρη ή αποσπασματική, δεσπόζει σε συνθέσεις που συνδυάζουν απηχήσεις του κυβισμού, του εξπρεσιονισμού και του σουρρεαλισμού και αποδίδονται με μία ξεχωριστή προσωπική γραφή.

Γιος ενός επιπλοποιού, εγκατέλειψε το σχολείο το 1874 για να εργαστεί κοντά στον πατέρα του. Από το 1876 ως το 1884 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τουλούζης με υποτροφία του Δήμου του Montauban. Το 1884 πήγε στο Παρίσι, όπου έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για ένα διάστημα παρακολούθησε μαθήματα στο εργαστήριο του Αλεξάντρ Φαλγκέρ (Alexandre Falguiere), ενός ρεαλιστή νεομπαρόκ γλύπτη από τους πιο επιτυχημένους και παραγωγικούς της Γαλλίας, που είχε στο ενεργητικό του πλήθος επίσημων παραγγελιών για μνημεία σε δημόσιους χώρους. Η ακαδημαϊκή εκπαίδευση όμως δεν ανταποκρινόταν στις ανησυχίες του νεαρού καλλιτέχνη, που σύντομα εγκατέλειψε τη Σχολή. Νοίκιασε ένα εργαστήριο στο Μονπαρνάς και άρχισε να εργάζεται μόνος του. Κοντά του έμενε και ο Ζυλ Νταλού (Jules Dalou), τον οποίο ο Μπουρντέλ εκτιμούσε και συχνά ζητούσε τις συμβουλές του.

Το 1897 πήρε την πρώτη επίσημη παραγγελία για την κατασκευή του μνημείου των πεσόντων στο Montauban. Η επιτροπή του μνημείου ενέκρινε το πρόπλασμα με τη μεσολάβηση του Ροντέν (Rodin), που υποστήριξε ένθερμα την αποδοχή του. O Μπουρντέλ είχε γνωρίσει τον Ροντέν το 1893 και εργάστηκε μαζί του ως το 1908, μεταφέροντας σε μάρμαρο προπλάσματα των έργων του. Η πρώτη περίοδος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας είναι σαφώς επηρεασμένη από το έργο του ομοτέχνου του, ο οποίος τον μύησε στην πλαστική των αρχαίων έργων. Όμως, το ανήσυχο πνεύμα του Μπουρντέλ και η ανάγκη για πιο προσωπική έκφραση τον οδήγησαν σταδιακά στην απομάκρυνση από την επίδραση τόσο των πρώτων δασκάλων του όσο και του Ροντέν. Η στροφή στον προσανατολισμό του θα φανεί στο κεφάλι του “Μαχητή Απόλλωνα” (1900) και στον κορμό της “Παλλάδος Αθηνάς” (1898-1905), που αποδίδει μετωπικά και ακίνητα, βασιζόμενος στη σχηματοποίηση, τα καθαρά επίπεδα και την αυστηρή έκφραση που χαρακτηρίζει τα έργα της αρχαϊκής περιόδου. Ζώντας σε μια εποχή μεταβατική, γεμάτη ανησυχίες, αμφισβήτηση των παραδοσιακών τρόπων έκφρασης και έρευνα προς νέες κατευθύνσεις, θα προσηλωθεί τελικά στην ελληνική αρχαιότητα, που θα τροφοδοτήσει την έμπνευσή του μέσα από τις διάφορες περιόδους της. Στην επιλογή αυτή θα συμβάλει και η συναναστροφή του με τους συμβολιστές ποιητές, καθώς και η φιλία του με τον ελληνογάλλο ποιητή Ζαν Μορεάς (Jean Moreas). Οι επιδράσεις της γλυπτικής του Ροντέν και της αρχαίας τέχνης, που στο μνημείο του Montauban συνδυάζονται με μια προσωπική εξπρεσιονιστική απόδοση, και η εκλεκτική υιοθέτηση προτύπων της αρχαίας τέχνης θα καταλήξουν τελικά σε ένα συνθετικό ύφος στο οποίο η ταραχή υποτάσσεται στην τάξη. Το ύφος αυτό, που ίδιος αποκάλεσε «οργανωμένο σάλο», έγινε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της τέχνης του.

Ένας άλλος τομέας στον οποίο έστρεψε το ενδιαφέρον του ο Μπουρντέλ είναι τα μνημειακά έργα, άλλοτε ελεύθερα και άλλοτε συνδυασμένα με την αρχιτεκτονική. Με τις μεγάλες παραγγελίες εξάλλου που έλαβε, συνέβαλε σημαντικά στην αναβίωση της μνημειακής πλαστικής. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο γλυπτικός διάκοσμος της πρόσοψης και οι νωπογραφίες στο εσωτερικό του Θεάτρου των Ηλυσίων Πεδίων. Ο εξωτερικός διάκοσμος ιδιαίτερα, με κεντρικό θέμα τον Απόλλωνα και τις Μούσες, που έγινε με πρότυπο τη γλυπτική της αρχαίας Ολυμπίας και βασίζεται στα διδάγματα της αρχαϊκής τέχνης και της τέχνης του αυστηρού ρυθμού, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την πεποίθηση του καλλιτέχνη ότι η γλυπτική αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της αρχιτεκτονικής.

Εκτός από τα μυθολογικά θέματα και τις μνημειακές συνθέσεις, ο Μπουρντέλ φιλοτέχνησε επίσης σημαντικό αριθμό προτομών παλαιότερων και συγχρόνων του, όπως των Ροντέν, Ενγκρ (Ingres), Μορεάς, Ανατόλ Φρανς (Antole France), καθώς και μια σειρά προτομών του Μπετόβεν. Τα έργα αυτά, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν μια στυλιστική πολυμορφία, ανάγονται σαφώς σε αρχαία πρότυπα. Το ανήσυχο πνεύμα του καλλιτέχνη εκφράστηκε παράλληλα σε πλήθος ειδωλίων με ελληνιστική επίδραση, που έπλασε ανεξάρτητα από παραγγελίες, αλλά και σε χιλιάδες σχέδια, τα περισσότερα εμπνευσμένα από την ελληνική μυθολογία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα σχέδια για την εικονογράφηση των “Εκατό ελληνικών επιγραμμάτων” από την Παλατινή Ανθολογία, έκδοση που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, και δεκαπέντε ανάγλυφα από τερακότα που χαράχτηκαν από τον Τζ. Λ. Περισόν (J.L. Perrichon) για την έκδοση του “Δημοσθένη” του Ζορζ Κλεμανσό (Georges Clemenceau) το 1929.

Ο φιλελληνισμός του Μπουρντέλ σφράγισε και την προσωπική του ζωή, αφού το 1911 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ελληνίδα μαθήτριά του Κλεοπάτρα Σεβαστού. Και παρά το γεγονός ότι δεν κατόρθωσε ποτέ να επισκεφθεί την Ελλάδα, εξέφραζε τα φιλελληνικά του αισθήματα με ποικίλους τρόπους. Γνώρισε προσωπικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πρωτοστάτησε σε εκστρατείες για βοήθεια κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων και έκανε έκκληση για την επιστροφή των αρχαίων θησαυρών.

Ένας τομέας στον οποίο η προσφορά του υπήρξε επίσης σημαντική ήταν η διδασκαλία στην ελεύθερη ακαδημία Γκραντ Σομιέρ, που ξεκίνησε το 1909 και διήρκεσε ως το θάνατό του. Η Μπέλλα Ραφτοπούλου, ο Κωστής Παπαχριστόπουλος, ο Γεώργιος Καστριώτης, κυρίως όμως ο Θανάσης Απάρτης, περιλαμβάνονται στους έλληνες μαθητές του που έφεραν τα διδάγματά του στην Ελλάδα, συμβάλλοντας στην επιστροφή στα πρότυπα της αρχαίας τέχνης.

Από την καλλιτεχνική του δραστηριότητα δεν λείπουν και οι συμμετοχές σε σημαντικές εκθέσεις. Από το 1884 άρχισε να συμμετέχει στο Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών (Salon des Artistes Francais) και από το 1891 στο Σαλόν της Εθνικής Εταιρίας Καλών Τεχνών (Salon de la Societe Nationale des Beaux Arts), όπου το 1910 το έργο του “Ηρακλής τοξότης” γνώρισε το θρίαμβο. Το 1914 εκπροσώπησε τη Γαλλία στη Μπιενάλε της Βενετίας, το 1923 συμμετείχε στην ίδρυση του Σαλόν του Κεραμικού (Salon des Tuileries), ενώ το 1925 έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών στο Παρίσι και εξέθεσε στην Αμερική και την Ιαπωνία. Το 1928 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στο Palais des Beaux Arts στις Βρυξέλλες και το 1931, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, στην Orangerie στο Παρίσι. Στις τιμητικές του διακρίσεις περιλαμβάνεται η αναγόρευσή του το 1909 σε ιππότη και το 1919 σε αξιωματικό του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1948 το εργαστήριό του στο Μονπαρνάς μετατράπηκε σε Μουσείο.

Σπούδασε στην Αθήνα, στη Σχολή Καλών Τεχνών (1945-1950) στο εργαστήριο του Μιχάλη Τόμπρου, και στο Παρίσι, στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών και στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ κοντά στον Όσιπ Ζάντκιν (1955-1957). Από το 1954 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι. Το 1972 τιμήθηκε στη Ραβέννα με το βραβείο Morgan’s Paints Premio και το 1992 στη Γαλλία με τον τίτλο του Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων.

Παρουσίασε το έργο της σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ το 1999 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου της στο Couvent des Cordeliers στο Παρίσι. Έλαβε επίσης μέρος σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις στη Γαλλία και άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής και το Σαλόν του Μαΐου, εκθέσεις στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, καθώς και Πανελλήνιες.

Με αφετηρία την ανθρώπινη μορφή, η Γαβριέλλα Σίμωσι δημιούργησε έργα υπερρεαλιστικά, με αφαιρετική διάθεση και χαρακτήρα συμβολικό και ποιητικό. Τα ακρωτηριασμένα, αποσπασματικά γλυπτά της φέρουν μνήμες από την αρχαία ελληνική γλυπτική, ενώ με τη χρήση υφασμάτων που καλύπτουν τα κεφάλια ή σκοινιών που τυλίγουν τα σώματα υποβάλλει την αίσθηση του εγκλωβισμού. Εκτός από την ανθρώπινη μορφή έπλασε επίσης μορφές ζώων, κυρίως ελεφάντων και αλόγων, ή υβριδικές μορφές του ζωικού κόσμου. Εργάστηκε με πηλό και μπρούντζο, κυρίως όμως με γύψο, του οποίου το λευκό χρώμα συντείνει στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας ψυχρότητας, σιωπής και αποξένωσης.

Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1950-1956) με δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο και συνέχισε στο Παρίσι, στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στους γλύπτες Ανρί-Ζωρζ Αντάμ, Μαρσέλ Ζιμόν, και Υμπέρ Γιανσές, και στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ κοντά στον Όσιπ Ζάντκιν (1957-1960). Συνδέθηκε με τον Κριστιάν και την Υβόν Ζερβός και τη συλλέκτρια βαρόνη Alix de Rothschild, η οποία το 1962 του παραχώρησε ατελιέ στο Levallois-Perret.

Πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση το 1961 στη γκαλερί της Υβόν Ζερβός “Cahiers d’ Art” και ακολούθησαν πολυάριθμες ατομικές παρουσιάσεις πριν και μετά το θάνατό του. Έλαβε επίσης μέρος σε πλήθος σημαντικών ομαδικών εκθέσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, παρισινά Σαλόν, η Μπιενάλε Γλυπτικής της Αμβέρσας το 1961 και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο την ίδια χρονιά, η Μπιενάλε Νέων του Παρισιού το 1961 και το 1963, όπου κέρδισε το Α΄ Βραβείο γλυπτικής καθώς και το βραβείο νέων καλλιτεχνών, οι εκθέσεις “Επτά τάσεις της Σύγχρονης Γλυπτικής” (Sept Tendances de la Sculpture Contemporaine) στη γκαλερί Cahiers d’Art στο Παρίσι το 1963 και η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής (Exposition Internationale de Sculpture Contemporaine) που πραγματοποιήθηκε στο Μουσείο Ροντέν το 1966. Έργα του παρουσιάστηκαν επίσης σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις μετά το θάνατό του.

Μετά από μια σύντομη περίοδο θητείας στην παραστατική απεικόνιση, στη διάρκεια της οποίας ενδιαφέρθηκε για την ψυχογραφική, αλλά συγχρόνως αφαιρετική απόδοση της ανθρώπινης μορφής, ο Γεράσιμος Σκλάβος πέρασε το 1959 στην αφαίρεση. Δουλεύοντας κυρίως με σκληρά υλικά – γρανίτη, χαλαζίτη, μάρμαρο, πορφυρίτη – και σπανιότερα με σίδερο ή ξύλο, τα οποία λάξευε απευθείας, δημιούργησε συνθέσεις περίοπτες στο πλαίσιο κυρίως της γεωμετρικής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, της οργανικής αφαίρεσης. Το 1960 εφηύρε την “Τηλεγλυπτική”, μια τεχνική που του επέτρεπε να σκαλίζει ευκολότερα τα υλικά του χρησιμοποιώντας φλόγα οξυγόνου και ασετιλίνης, για την οποία τιμήθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Πρωταρχικό ρόλο στην ανάδειξη των έργων του παίζει το φως, καθώς αποκαλύπτει τις εσοχές και τα ανοίγματα και προβάλλει τους όγκους, τις επιφάνειες, τη φύση και το χρώμα του υλικού. Εκτός από τη γλυπτική ασχολήθηκε επίσης με το σχέδιο και τη ζωγραφική, δημιουργώντας έργα που ακολουθούν το ύφος των γλυπτικών του συνθέσεων, από την αναπαράσταση ως την αφαίρεση.

Φοίτησε αρχικά στη σχολή σχεδίου του γάλλου Guillement στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της οικογένειας Ζαρίφη, σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, γλυπτική κοντά στον Λεωνίδα Δρόση και ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα. Το 1881, με την οικονομική υποστήριξη της Θηρεσίας Ζαρίφη, πήγε στο Παρίσι, όπου γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών και εργάστηκε κοντά στον γλύπτη Αντονέν Μερσιέ. Το 1897 πολέμησε με σώμα εθελοντών στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το 1901 επέστρεψε στην Ελλάδα για να στήσει στο Ναύπλιο τον ανδριάντα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, το πρόπλασμα του οποίου είχε δουλέψει στο εργαστήριο του Μερσιέ το διάστημα 1891-1895. Το έργο εκτέθηκε στην Παγκόσμια έκθεση του Παρισιού το 1900 και βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο, ενώ τιμήθηκε με βραβείο και από την Ακαδημία της Ρώμης. Το 1904 ένα δεύτερο αντίτυπο στήθηκε στην Αθήνα. Το 1908 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα γλυπτικής του Σχολείου των Τεχνών. Συνεργάστηκε με την Αρχαιολογική Υπηρεσία και συμμετείχε στην αναστήλωση του Λέοντα της Χαιρώνειας και στην αποκατάσταση των γλυπτών της Ολυμπίας. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας και μέλος διαφόρων καλλιτεχνικών επιτροπών. Παρουσίασε το έργο του στα Ολύμπια του 1888, στην Παγκόσμια έκθεση του Παρισιού το 1900, στις εκθέσεις της Ελληνικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας το διάστημα 1907-1910 και στη Διεθνή Έκθεση της Ρώμης το 1911.

Ο Λάζαρος Σώχος έζησε σε μια εποχή μεταβατική για τη νεοελληνική γλυπτική, κατά την οποία τα κλασικιστικά ιδεώδη επιβίωναν, συνδυάζονταν όμως με τη στροφή στο ρεαλισμό και με τις πλαστικές αντιλήψεις που εκπορεύονταν κυρίως από τη γαλλική πρωτεύουσα και το έργο του Ροντέν. Το ύφος του διαμορφώθηκε από τις επιρροές που δέχτηκε τόσο κατά τη διάρκεια της μαθητείας του κοντά στον Δρόση όσο και κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου σχετίστηκε κυρίως με τους γλύπτες που αντιπροσώπευαν την επίσημη ακαδημαϊκή γλυπτική, χωρίς έτσι να κατορθώσει να υπερβεί τις κλασικιστικές του καταβολές. Θεωρώντας ότι η γλυπτική είναι μια τέχνη που διδάσκει και παιδαγωγεί και ότι η Νέα Ελλάδα μπορεί να αναγεννηθεί μέσω της Αρχαίας, κινήθηκε στα πλαίσια του κλασικισμού και του ιδεαλισμού. Στα έργα του, κυρίως προτομές, μνημεία, ανάγλυφα και μετάλλια, κυριαρχεί η ηρωοποιημένη μορφή, που αποτυπώνει τι προσωπικές ιδεαλιστικές του αντιλήψεις, οι οποίες καθόρισαν τόσο την καλλιτεχνική του δημιουργία όσο και τη ζωή του.

Σύζυγος του τεχνοκρίτη και ιστορικού τέχνης Τώνη Σπητέρη, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1947-1952) με δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο. Το 1949 έγινε μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας “Στάθμη”. Έζησε με τον σύζυγό της στη Βενετία (1958-1963) και στο Παρίσι (1963-1975) και επέστρεψε στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Παρουσίασε το έργο της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εκθέσεις της ομάδας “Στάθμη” της περιόδου 1950-1952, Πανελλήνιες, η Μπιενάλε Γλυπτικής που πραγματοποιήθηκε στην Carrara της Ιταλίας το 1962, όπου κέρδισε το β΄ βραβείο, η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1963, όπου επίσης κέρδισε το β΄ βραβείο, καθώς και παρισινά Σαλόν.

Η Ιωάννα Σπητέρη ξεκίνησε με ανθρωποκεντρικές, ρεαλιστικές συνθέσεις, δουλεμένες με τάση απλοποίησης και σχηματοποίησης, για να προχωρήσει, στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, σε συνθέσεις αφαιρετικές, με έντονο εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τις αιχμηρές, δυναμικές απολήξεις, χρησιμοποιώντας ως βασικό υλικό το σίδερο. Στην πορεία πέρασε σε κονστρουκτιβιστικά έργα δομημένα με γεωμετρικά σχήματα, ορθογώνια ή καμπυλόμορφα, που επαναλαμβάνονται και συνδυάζονται ρυθμικά σε διάφορες παραλλαγές. Ταυτόχρονα στράφηκε στη χρήση του χάλυβα, του ξύλου και του πλεξιγκλάς, εμπλουτίζοντας τους αυστηρούς γεωμετρικούς συνδυασμούς και με χρώμα. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη σχέση έργων και περιβάλλοντος χώρου και πραγματοποίησε εγκαταστάσεις σε δημόσιους χώρους. Στο πλαίσιο της ευρύτερης καλλιτεχνικής της δραστηριότητας ασχολήθηκε επίσης με το σχεδιασμό κοστουμιών για θεατρικές παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Παιδί πολυμελούς οικογένειας, έζησε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια, που σημαδεύτηκαν από την πείνα και τη φυλάκιση στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Το 1946 ξεκίνησε τη μακρόχρονη καλλιτεχνική του πορεία, φτιάχνοντας τα πρώτα του γλυπτά σε γύψο. Η τέχνη των κυκλαδικών ειδωλίων και της αρχαϊκής εποχής, αλλά και η γνωριμία του με τη γλυπτική του Αλμπέρτο Τζακομέττι αποτέλεσαν τις πηγές της έμπνευσής του σε μια σειρά μορφών από σύρμα, ύφασμα και γύψο.

Το 1954 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε τη σειρά με τα “Σινιάλα”, τα κινητικά γλυπτά που παράγουν μουσικούς ήχους καθώς χτυπούν μεταξύ τους με την πνοή του ανέμου. Το 1959 παρουσίασε στη γκαλερί της Iris Clert τα πρώτα “Τηλεμαγνητικά γλυπτά”, που δημιούργησε εκμεταλλευόμενος τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, κάνοντας έτσι αισθητή την αόρατη ενέργεια που περιβάλλει το σύμπαν. Το φως, αλλά και η κίνηση σε κάθε της μορφή – μηχανική, ηλεκτρομηχανική, θερμική, μαγνητική, υδροδυναμική – είναι επίσης στοιχεία που θα αποτελέσουν βασικούς πυρήνες του έργου του. Τα “Τηλέφωτα” λίγο αργότερα θα βασιστούν στη δράση ενός ηλεκτρομαγνήτη. Το 1960 μάλιστα, σε μια περφόρμανς στη γκαλερί της Iris Clert, o ποιητής Sinclair Beiles παρέμεινε αιωρούμενος λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος με τη βοήθεια ενός μαγνήτη που επινόησε ο καλλιτέχνης, απαγγέλλοντας ταυτόχρονα το “Μαγνητικό μανιφέστο”. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε η μακρόχρονη συνεργασία του με τον Αλέξανδρο Ιόλα, που παρουσίασε στη γκαλερί του την πρώτη ατομική έκθεση του Τάκι στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι γνώρισε και συναναστράφηκε τους αμερικανούς συγγραφείς της Γενιάς των Μπιτ, ενώ στη Νέα Υόρκη συνάντησε τον Μαρσέλ Ντυσάν. Το 1961 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του με τίτλο “Estafilades”.

Την περίοδο 1968-1969, προσκεκλημένος του M.I.T., δημιούργησε τα πρώτα “Υδρομαγνητικά γλυπτά”, ενώ από το 1965 είχε ξεκινήσει τη σειρά των “Μουσικών γλυπτών”, στα οποία ο μουσικός ήχος παράγεται από την τυχαία κίνηση των μαγνητών. Η έρευνά του προς αυτή την κατεύθυνση συνεχίστηκε με τη δημιουργία μουσικών δωματίων, καθώς και μουσικών και χορογραφικών δρώμενων, με αποκορύφωμα τη μετατροπή του υδραγωγείου της πόλης Beauvais το 1992 σε ένα τεράστιο μουσικό γλυπτό. Το 1974 άρχισε να χυτεύει σε καλούπι ανδρικά και γυναικεία σώματα, τα πρώτα μιας σειράς ερωτικών γλυπτών.

Στη διάρκεια της μακράς καλλιτεχνικής του πορείας οργάνωσε σημαντικές ατομικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουν οι αναδρομικές στο Centre National d’Art Contemporain το 1972 και στη Galerie Nationale du Jeu de Paume το 1993, η οποία το 1994 μεταφέρθηκε στο Εργοστάσιο της Α.Σ.Κ.Τ. στη Αθήνα. Το 1999, στην έκθεση “Takis Millennium”, παρουσίασε για πρώτη φορά “Φωτοβολταϊκά γλυπτά”. Στην εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνονται επίσης συμμετοχές σε μεγάλες ομαδικές διοργανώσεις, όπως η “Documenta” στο Κάσσελ το 1977, η έκθεση “Ο αιώνας του Κάφκα” στο Centre Georges Pompidou το 1984, καθώς και η εκπροσώπηση της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας το 1995. Το 1985 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στη Μπιενάλε του Παρισιού και το 1988 με το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο Γλυπτικής της Γαλλίας.

Το ενδιαφέρον του στράφηκε επίσης στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Έτσι, το 1973 σχεδίασε τα σκηνικά για το μπαλέτο “Έλευσις” στο Εθνικό Φεστιβάλ της Ολλανδίας και το 1983 τα σκηνικά για την “Ηλέκτρα” του Σοφοκλή στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Συνεργάστηκε επίσης με τον Κώστα Γαβρά, κάνοντας τη μουσική επένδυση στην ταινία “Section Speciale”.

Έργα του Τάκι βρίσκονται στα περισσότερα μουσεία σύγχρονης τέχνης του κόσμου, αλλά και σε ιδιωτικές συλλογές. Το 1987 η γαλλική κυβέρνηση παρήγγειλε σειρά από “Σινιάλα”, που τοποθετήθηκαν στη Defense, στο Παρίσι, το 1988 έκανε ένα “Σινιάλο” για το Ολυμπιακό Πάρκο γλυπτικής στη Σεούλ, το 1990 “Φωτεινά Σινιάλα” τοποθετήθηκαν στην Grande Arche, στη Defense, ενώ το 1993 διαμόρφωσε ένα σταθμό του μετρό στην Τουλούζη. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και το 1993 ίδρυσε το Κέντρο Τεχνών και Επιστημών στο Γεροβουνό της Αττικής. Το 2000 τοποθέτησε στους Δελφούς το “Hommage a Apollon”, ένα τεράστιο κινητικό γλυπτό που στηρίζεται στη φωτοβολταϊκή ενέργεια και είναι το μεγαλύτερο γλυπτό του σε δημόσιο χώρο στην Ελλάδα.

Καλλιτέχνης αυτοδίδακτος εκ πεποιθήσεως, ο Τάκις είναι ένας σπάνιος εφευρέτης και ένας από τους ανανεωτές της γλυπτικής. Αρνούμενος την τέχνη της ρεαλιστικής αναπαράστασης και των παραδοσιακών τεχνικών, μέσα από συνεχή έρευνα, μελέτη και πειραματισμούς στηρίζει την καλλιτεχνική του έκφραση στη λειτουργική χρησιμοποίηση των φυσικών νόμων και συνδυάζει την επιστήμη και την τεχνολογία με την τέχνη, σε μια προσπάθεια να μυήσει το θεατή στην ουσία του σύμπαντος.

Καταγόμενος από οικογένεια με παράδοση στη γλυπτική, πήρε τα πρώτα μαθήματα από τον πατέρα του και το θείο του, Λάζαρο Σώχο και στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολείο των Τεχνών κοντά στον Γεώργιο Βρούτο. Το 1919, με υποτροφία του ελληνικού κράτους, πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα διακοσμητικής. Το 1922 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1926 εξελέγη καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές διοργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται εκθέσεις με τις ομάδες Τέχνη και Στάθμη, των οποίων υπήρξε μέλος, Πανελλήνιες, παρισινά Σαλόν, καθώς και οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1934 και το 1958 και του Σάο Πάουλο το 1955.

Ο Αντώνιος Σώχος αποδεσμεύτηκε νωρίς από τις επιταγές του κλασικισμού και διαμόρφωσε μια προσωπική πλαστική γλώσσα έχοντας ως αφετηρία την ελληνική γλυπτική της αρχαϊκής περιόδου και του αυστηρού ρυθμού, τη λαϊκή ξυλογλυπτική, αλλά και τα πρωτοποριακά ρεύματα με τα οποία ήρθε σε επαφή κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι. Με επίκεντρο πάντα την ανθρώπινη μορφή, φιλοτέχνησε συνθέσεις εμπνευσμένες από τη μυθολογία, αλλά και τους θρύλους και τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, χρησιμοποιώντας αρχικά την πέτρα και αργότερα το ξύλο και εκμεταλλευόμενος τις δυνατότητες που του προσέφερε η ίδια η υφή του υλικού. Οι συνθέσεις του χαρακτηρίζονται από αφαιρετική διάθεση και τάση για σχηματοποίηση, ισορροπία, συμμετρία, μετωπικότητα και ακινησία και αποτυπώνουν την προσωπική αντίληψη του καλλιτέχνη σε σχέση με τις ποικίλες επιρροές που δέχτηκε.