Γιος αγιογράφου, σπούδασε ζωγραφική με το Γιάννη Μόραλη και τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτική με το Γιάννη Κεφαλληνό στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1946 – 1954). Με διετή υποτροφία του Πανεπιστημίου Αθηνών και μονοετή του Ι.Κ.Υ., συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι (1954 – 1958), όπου παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Ecole Pratique des Hautes Etudes, την Ecole Speciale de l’ Architecture και στη Σχολή του Λούβρου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1964. Από το 1976 δίδαξε στη Σχολή Βακαλό. Το 1970 ανέλαβε την εκτέλεση της εσωτερικής ζωγραφικής διακόσμησης με αυγοτέμπερα στο Δημοτικό Θεάτρο Πατρών. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας “Τομή”. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1958, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1975). Στη ζωγραφική του, που αποπνέει την αίσθηση της πλαστικότητας και της εσωτερικότητας, υπηρέτησε με συνέπεια το αφηρημένο ιδίωμα.

Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Κλάους Φρίσλαντερ το 1940. Την ίδια χρονιά γνώρισε τον Δημήτρη Πικιώνη και τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τους οποίους ο ίδιος θεωρεί πραγματικούς δασκάλους του. Από το 1943 ως το 1949 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Δημήτριο Μπισκίνη, τον Παύλο Μαθιόπουλο και τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1953-1956), όπου διδάχτηκε την τέχνη της χαλκογραφίας από τον Ed. Goerg.

Ξεκινώντας την εκθεσιακή του δραστηριότητα το 1948 με τη διοργάνωση της πρώτης ατομικής του έκθεσης, παρουσίασε το έργο του σε ατομικές, ομαδικές, Πανελλήνιες και διεθνείς εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται συμμετοχές στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1957 και το 1965 και της Αλεξάνδρειας το 1959 και στις Διεθνείς Εκθέσεις Χαρακτικής του Λουγκάνο το 1960 και του Τόκιο το 1964. Το 1970, αν και ορίστηκε εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Μπιενάλε της Βενετίας, αρνήθηκε να συμμετάσχει λόγω της πολιτικής κατάστασης. ‘Ελαβε επίσης μέρος στις εκθέσεις της ομάδας “Αρμός Α”, της οποίας υπήρξε μέλος από το 1949, και “Αρμός Β”. Το 1983 η σειρά “Λαϊκή Αγορά” παρουσιάστηκε στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου το 1999 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του.

Από το 1951 εργάστηκε ως επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Ε.Μ.Π., ενώ από το 1958 ως το 1962 δίδαξε στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Το 1958 συμμετείχε στην ίδρυση του Ελευθέρου Σπουδαστηρίου Καλών Τεχνών (μετέπειτα Επαγγελματική Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών Βακαλό), όπου δίδαξε ως το 1976, οπότε και εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη θέση αυτή παρέμεινε ως το 1991, έχοντας από το 1989 εκλεγεί πρύτανης, ενώ το 1993 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Παραμένοντας πιστός στην παραστατική ζωγραφική και διαμορφώνοντας ένα προσωπικό εξπρεσιονιστικό ύφος, απεικονίζει σκηνές της καθημερινής ζωής, προσωπογραφίες, τοπία και νεκρές φύσεις, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο του χρώματος και του φωτός. Η καλλιτεχνική του δημιουργία περιλαμβάνει επίσης ενασχόληση με τη χαρακτική και τοιχογραφική διακόσμηση δημοσίων κτηρίων και εκκλησιών.

Σπούδασε ζωγραφική στη Ρώμη και στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου και εγκαταστάθηκε οριστικά. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την απεικόνιση του τοπίου, το οποίο απέδωσε σύμφωνα με την αντίληψη του Yπαιθρισμού και με ύφος λυρικό.

Σε ηλικία δέκα έξι ετών αναχώρησε από την Κέρκυρα για τη Ρώμη και ένα χρόνο αργότερα για το Παρίσι. Εκεί πραγματοποίησε σπουδές ζωγραφικής και χαρακτικής στις ακαδημίες Grande Chaumiere και Julian. Το 1908 επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη θητεία του, την επόμενη χρονιά έλαβε μέρος στην έκθεση της “Ομάδας Νέων” στο Ζάππειο, και στη συνέχεια επέστρεψε, μέσω Μονάχου, στο Παρίσι. Στα 1912 – 1913 πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και η ελληνική κυβέρνηση τον όρισε, μαζί με το ζωγράφο Νικόλαο Ανδρούτσο και το γλύπτη Κωνσταντίνο Δημητριάδη, εκπρόσωπο στο Συνέδριο των Καλλιτεχνών στο Παρίσι. Το 1914, ενώ είχε ήδη επιστρέψει στη Γαλλία, παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση ζωγραφικής στην Αθήνα, στην αίθουσα του “Παρνασσού”. Πραγματοποίησε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα και το 1918 παρουσίασε σειρά σκηνών από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου. Καθοριστική για τη συστηματική ενασχόλησή του με τη χαρακτική στάθηκε η γνωριμία του με το χαράκτη Andre Dunoyer de Segonzac το 1921. Στο Παρίσι παρέμεινε ουσιαστικά έως το 1933, παρουσιάζοντας ατομικές εκθέσεις και μετέχοντας, κυρίως με ζωγραφικά έργα, σε ομαδικές εκθέσεις τόσο στη Γαλλία, όπου το 1925 τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο στην παρισινή Έκθεση Διακοσμητικών Τεχνών, όσο και στην Ελλάδα. Την έκδοση του πρώτου του λευκώματος το 1922 με δώδεκα απόψεις από τις μονές του Αγίου Όρους προλόγισε ο Charles Diehl, ενώ, έως το 1939, κυκλοφόρησαν από μεγάλους παρισινούς εκδοτικούς οίκους αρκετά ακόμη λευκώματα. Το 1985 οργανώθηκε στην γκαλερί “Υάκινθος” αναδρομική έκθεση ζωγραφικών και χαρακτικών του έργων.

Καλλιτέχνης με πλούσιο χαρακτικό έργο, θεωρείται ο θεμελιωτής της οξυγραφίας στην Ελλάδα. Τον απασχόλησε ιδιαίτερα η τοπιογραφία, τόσο στη ζωγραφική όσο και στα χαρακτικά του έργα, που διακρίνονται για την κλασικιστική αντίληψη, τη λεπτότητα της γραμμής και τη συνθετική καθαρότητα, παρουσιάζοντας συγγένειες με την ειδυλλιακή γαλλική τοπιογραφία του 18ου και 19ου αιώνα.

Εγκατέλειψε τις σπουδές του στην Α.Σ.Ο.Ε.Ε. (1950 – 1952) και φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές το Γιάννη Μόραλη και το Σπύρο Παπαλουκά (1952 – 1958). Από το 1959 έως το 1961 ήταν υπεύθυνος του καλλιτεχνικού τμήματος του Ελληνικού Οργανισμού Χειροτεχνίας. Το 1961 συμμετείχε στην ίδρυση της “Ομάδας Τέχνη Α”, πρωτοστατώντας στις δραστηριότητές της έως τη χρονιά της διάλυσής της το 1967. Το 1972 έλαβε υποτροφία του Ιδρύματος Ford. Το 1974 έγινε μέλος της “Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη”. Το 1976 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην έδρα της ζωγραφικής, όπου δίδαξε έως το 1997, ενώ κατά τα έτη 1980 – 1982 διετέλεσε πρύτανης της Σχολής. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ενώ έχει επίσης δημοσιεύσει μελέτες σχετικά με θεωρητικά ζητήματα της τέχνης. Το 1990 το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του.

Χρωματικές αξίες, ελλειπτικό μορφοπλαστικό λεξιλόγιο και αποσπασματικότητα διακρίνουν τη ζωγραφική του, που κινείται στην κατεύθυνση του Αφαιρετικού Εξπρεσιονισμού

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1949-1953), στο εργαστήριο του Ανδρέα Γεωργιάδη, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του στο τέταρτο έτος. Στη συνέχεια μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, με τον οποίο συνεργάστηκε στην εικονογράφηση εκκλησιών.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές, Πανελλήνιες και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ το 1989 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση στην Εθνική Πινακοθήκη.
Εκτός από τη ζωγραφική έχει επίσης ασχοληθεί με τη χαρακτική, καθώς και με την τοιχογραφική διακόσμηση εκκλησιών της Ελλάδας και του εξωτερικού, όπως το μοναστήρι του Chevetrogne στο Βέλγιο και ο ναός του Ορθόδοξου Κέντρου του Πατριαρχείου στο Chambesy της Γενεύης, στον οποίο έχει συνδυάσει τα στοιχεία της παράδοσης με μία προσωπική αντίληψη εικονογράφησης ορθόδοξων εκκλησιών. Καλλιτέχνης με ευρύτερα πνευματικά ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε επίσης με τη συγγραφή και εικονογράφηση βιβλίων και δημοσίευσε πολλά κείμενα σε περιοδικά, καθώς και σε φυλλάδια ατομικών του εκθέσεων, ενώ την περίοδο 1972-1974 εξέδιδε το περιοδικό “Κάνιστρο”.

Ζωγράφος ανθρωποκεντρικός, έχει εστιάσει το ενδιαφέρον του στο τοπίο, στο οποίο όμως κυριαρχεί και δεσπόζει η ανθρώπινη μορφή. Τα έργα του, που συνδυάζουν το ρεαλιστικό και αντιρεαλιστικό ύφος με στοιχεία της βυζαντινής και της λαϊκής παράδοσης, κινούνται συχνά σε υπερρεαλιστικό επίπεδο και αντανακλούν τα βιώματά του και μια νοσταλγική διάθεση.

Μετά την αυτοκτονία της μητέρας του το 1912, ο Ρενέ Μαγκρίτ εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Σαρλερουά, όπου παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Τον Οκτώβριο του 1916 γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών, όπου σπούδασε κοντά στους Εμίλ Βαντάμ-Σύλβα, Ζισμπέρ Κομπά και Κονσταντίν Μοντάλ, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα λογοτεχνίας κοντά στον Ζωρζ Εεκχάουτ. Το 1919 ήρθε σε επαφή με τα μέλη της βελγικής πρωτοπορίας και ανέπτυξε σχέσεις με νέους συγγραφείς προσκείμενους στο Νταντά και τον Σουρεαλισμό, όπως ήταν ο ποιητής και έμπορος πινάκων Ε.Λ.Τ. Μέζενς, με τον οποίο, το 1925 ξεκίνησε τη δραστηριότητά του στο χώρο των εκδόσεων, με τα περιοδικά “Oesephage” και “Marie”. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής εξέδωσε επίσης τα περιοδικά “Carte d’ apres nature” (1952-1957) και “Rhetorique” (1961-1964). Η αρνητική κριτική που εισέπραξε το έργο του στην πρώτη ατομική του έκθεση το 1927 στάθηκε μια από τις αιτίες για τη μετάβασή του στο Παρίσι, όπου έζησε ως το 1930. Κατά την τριετή παραμονή του εκεί αποτέλεσε ενεργό μέρος του σουρεαλιστικού κινήματος και συνδέθηκε με τον Αντρέ Μπρετόν και τον κύκλο του. Το 1945 προσέγγισε την κομμουνιστική παράταξη αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε. Το 1956 τιμήθηκε με το βραβείο Guggenheim.

To 1927 πραγματοποιήθηκε στη γκαλερί Le Centaure του Παρισιού η πρώτη ατομική του έκθεση. Ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις του έργου του σε διάφορες πόλεις, ενώ αναδρομικές εκθέσεις οργανώθηκαν το διάστημα 1960-1969 στην Αμερική, τη Γερμανία, την Ολλανδία και τη Σουηδία και το 1996 και 1998 στο Ντίσελντορφ και τις Βρυξέλλες. Έλαβε επίσης μέρος σε πλήθος ομαδικών διοργανώσεων, καθώς και σε όλες τις σημαντικές εκθέσεις των Σουρεαλιστών, όπως η Διεθνής Σουρεαλιστική Έκθεση στο Λονδίνο το 1936.

Το 1925, με αφορμή το έργο του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο “Το τραγούδι της αγάπης”, ο Ρενέ Μαγκρίτ στράφηκε στο Σουρεαλισμό και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Είχε προηγηθεί ένα σύντομο διάστημα που εργάστηκε επηρεασμένος από τον Κυβισμό και το Φουτουρισμό, ενώ στη δεκαετία του 1940 πειραματίστηκε για λίγο και με την ιμπρεσιονιστική έκφραση. Το σύνολο του έργου του διακρίνεται για τον ποιητικό χαρακτήρα και μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, που επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση στοιχείων όπως η παραμόρφωση της κλίμακας και ο εξωπραγματικός συνδυασμός ρεαλιστικά αποδοσμένων αντικειμένων και εικόνων φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους, τα οποία τοποθετεί σε αταίριαστα περιβάλλοντα. Ταυτόχρονα το ονειρικό στοιχείο και η ανατροπή των καθιερωμένων σχέσεων δημιουργούν στο θεατή ένα αίσθημα ανησυχίας και αβεβαιότητας.

Μαθήτευσε κοντά στον Πάνο Σαραφιανό και το Γιάννη Μόραλη. Εξέθεσε για πρώτη φορά το 1962 στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και έκτοτε παρουσιάζει έργα του σε ατομικές (“Νέες Μορφές” 1974, 1983, 1987, 1993, 1999) και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ζωγραφική, performances και happenings εντάσσονται στη δημιουργία του καλλιτέχνη, που έχει συμμετάσχει ως ηθοποιός σε παραστάσεις με σύγχρονη μουσική, έχει επενδύσει μουσικά εκθέσεις ζωγράφων και έχει παρουσιάσει και δικό του έργο με ήχο και κίνηση. Καθοριστική θεωρείται η γνωριμία και η συνεργασία του με το συνθέτη Γιάννη Χρήστου. Το 1981 ασχολήθηκε για πρώτη φορά και με τη σκηνογραφία. Από τα ιδρυτικά μέλη του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών, συμμετείχε ενεργά στις εκδηλώσεις του.

Στα έργα του στοιχεία της πραγματικότητας μεταπλάθονται σε νέα, πρωτότυπα ζωγραφικά μορφώματα μέσα από τη φαντασία ή το υποσυνείδητο.

Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1920, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, και το 1924 εισήχθη στο εργαστήριο γλυπτικής του Θωμά Θωμόπουλου, στο οποίο σπούδασε ως το 1928. Δύο χρόνια μετά έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε αρχικά στο ατελιέ του Θανάση Απάρτη και στη συνέχεια στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ κοντά στον Ρομπέρ Βλερίκ. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1934 και άνοιξε το πρώτο της εργαστήριο, που καταστράφηκε από βομβαρδισμούς την περίοδο της Κατοχής. Δίδαξε από το 1941 πλαστική, κεραμική και ιστορία της τέχνης στην Παπαστράτειο Δημόσια Σχολή Εφηρμοσμένων Τεχνών και από το 1960 ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Χιλλ. Τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού το 1966, και το 1980 με το Χάλκινο Μετάλλιο της Διεθνούς Γυναικείας Μορφωτικής Ομοσπονδίας.

Πραγματοποίησε ατομικές παρουσιάσεις του έργου της και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, Φθινοπωρινά Σαλόν στο Παρίσι, η Διεθνής Έκθεσις Καΐρου το 1947, οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1963 και το 1965, η Μπιενάλε της Βουδαπέστης το 1971, καθώς και εκθέσεις του Καλλιτεχνικού Σωματείου των Ελληνίδων, του οποίου υπήρξε μέλος.

Η γνώση της ελληνικής πλαστικής παράδοσης και η γνωριμία της με το έργο της μεταροντενικής γαλλικής σχολής και κυρίως του Αριστίντ Μαγιόλ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους της, που χαρακτηρίζεται από ένα συγκρατημένο ρεαλισμό, με ιδεαλιστικές ή ρομαντικές τάσεις. Οι συνθέσεις της, που έχουν ως αποκλειστικό θέμα την ανθρώπινη μορφή, περιλαμβάνουν προτομές, κυρίως όμως γυναικείες μορφές όρθιες, καθιστές ή ημιξαπλωμένες. Οι γυναικείες αυτές μορφές, με τους αποστρογγυλεμένους όγκους, τα καθαρά περιγράμματα και τις ήρεμες στάσεις απηχούν την πλαστική αντίληψη του Μαγιόλ, την οποία η Χρυσοχοΐδη προσάρμοσε στη δική της ιδιοσυγκρασία. Εκτός από ελεύθερα γλυπτά φιλοτέχνησε επίσης μετάλλια και ανάγλυφα, με θέμα ψάρια, πουλιά, φυτά, έντομα και καράβια.