Σπούδασε στην Ecole Cantonale de Dessin et d’ Art Applique της Λωζάννης (1952-1954), στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1954-1958) με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Γιάννη Κεφαλληνό και στη Central School of Arts and Design του Λονδίνου (1958-1961). Δίδαξε στη Σχολή Βακαλό (1963-1967), στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών (1970-1971) και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1984-1986) ως ειδική επιστήμων. Το 1962 οργάνωσε την πρώτη ατομική της έκθεση στη Ρώμη, συνεχίζοντας να παρουσιάζει το έργο της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και ταπισερί εντός και εκτός Ελλάδος, μεταξύ των οποίων η Μπιεννάλε της Αλεξάνδρειας το 1980 και τα Ευρωπάλια το 1982 στις Βρυξέλλες. Έχει επίσης δημοσιεύσει άρθρα και κείμενα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο και σε καταλόγους εκθέσεων.

Από τα πρώτα της κιόλας έργα υιοθέτησε εξπρεσιονιστικό ύφος με έντονη παρουσία του χρώματος. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας την ταπισερί, τη χαρακτική αλλά και παραδοσιακές τεχνικές, προχώρησε σε κατασκευές στο χώρο και σε έργα με τα οποία εκφράζει την κοινωνική της κριτική σε σχέση με την καταστροφή της φύσης, αλλά και τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο του παραδοσιακού της ρόλου.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1954-1960) κοντά στον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Το 1960, με υποτροφία του κληροδοτήματος Μίκας Σκουζέ, πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου, από το 1963 ως το 1966, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Maurice Brianchon. Το 1960 οργάνωσε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ρεθύμνου, συνεχίζοντας να παρουσιάζει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1983 οργανώθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο και το 1986, ένα χρόνο μετά το θάνατό του, στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1968 διορίστηκε βοηθός στην προπαρασκευαστική τάξη της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε ως το 1978 και έγραψε τη μελέτη “Η τεχνική του λαδιού”, που εκδόθηκε το 1981 από την Α.Σ.Κ.Τ. για χρήση των σπουδαστών.

Στη ζωγραφική του ασχολήθηκε αρχικά με τη νεκρή φύση και τα εσωτερικά, που προέρχονται από τα προσωπικά του βιώματα, αποδίδοντας τις συνθέσεις με νατουραλιστική διάθεση και δίνοντας έμφαση σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Αργότερα, με την εισαγωγή αντικειμένων με συμβολικό χαρακτήρα (σημαίες, παράσημα, τρομπέτες) παίρνει κριτική στάση απέναντι στην πολιτική κατάσταση, ενώ, στην τελευταία φάση της δουλειάς του, στρέφεται στο γυναικείο γυμνό και το πορτρέτο.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1959 – 1963), ζωγραφική, στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη, και τοιχογραφία. Ήδη από την περίοδο των σπουδών του ασχολήθηκε με τη σκηνογραφία. Το 1965 – 1966, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., ταξίδεψε και μελέτησε συστηματικά την αρχαία, βυζαντινή και λαϊκή τέχνη. Το 1966 δίδαξε ελεύθερο σχέδιο στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών. Με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι (1967 – 1968). Εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι και συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και στη Σχολή του Λούβρου, έως το 1974. Έχει παρουσιάσει έργα του σε πολλές αίθουσες τέχνης και μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, ενώ έχουν οργανωθεί επίσης αναδρομικές εκθέσεις του έργου του (Δημοτική Πινακοθήκη Ρόδου 1984, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης 1990, Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών 1994). Το 1979 συμμετείχε στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο, ενώ το 1984 τιμήθηκε με το βραβείο Drouant – Cartier για το σύνολο του έργου του.

Τοπία, εσωτερικά, νεκρές φύσεις, συνθέσεις με αντικείμενα απαρτίζουν τη θεματογραφία του έργου του, το οποίο κινείται στο χώρο της μεταφυσικής ζωγραφικής, με επιρροές από τον Giorgio de Chirico και τον Giorgio Morandi.

Εγκατεστημένος από το 1938 με την οικογένειά του στην Αθήνα, πήγε το 1951 στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική με τον Andre Lhote και αφίσα και σχέδιο με τον Paul Colin. Το 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εργάζεται στον τομέα των γραφικών τεχνών ως ελεύθερος επαγγελματίας. Από το 1959 άρχισε να ασχολείται με το σχεδιασμό και την κατασκευή περιπτέρων σε ελληνικές και διεθνείς εκθέσεις, ενώ το 1974 δημιούργησε το γραφείο A & M Katzourakis Interior and Graphic Design, που αναλαμβάνει τον σχεδιασμό και τη διαμόρφωση πολυτελών κρουαζιερόπλοιων. Την περίοδο 1960-1967 διετέλεσε καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ε.O.Τ., ενώ από το 1962 ως το 1974 διηύθυνε, μαζί με τον Φ. Κάραμποτ, το Διαφημιστικό Κέντρο Αθηνών Κ&K. Ξεκινώντας το 1955 την εκθεσιακή του δραστηριότητα με την οργάνωση της πρώτης ατομικής του έκθεσης, εξακολούθησε να παρουσιάζει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής, γλυπτικής και γραφικών τεχνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κερδίζοντας επανειλημμένως διάφορες διακρίσεις.

Το έργο του, τόσο το ζωγραφικό όσο και το γλυπτικό, έχει σαν αφετηρία τη γεωμετρική αφαίρεση και οι συνθέσεις του διακρίνονται για την αυστηρή δομή τους. Από το 1970 έχει στραφεί σχεδόν αποκλειστικά στη δημιουργία έργων μνημειακών διαστάσεων, που εντάσσει σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς τοίχους δημοσίων κτηρίων, τραπεζών, ξενοδοχείων και εργοστασίων, χρησιμοποιώντας μάλιστα στα πιο πρόσφατα έργα του φυσικά αλλά και βιομηχανοποιημένα υλικά.

Μαθητής του Γιάννη Μόραλη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική κατά τα έτη 1950 – 1955, συνέχισε με σπουδές στη Ρώμη (1956 – 1961). Εκεί, μαζί με τους Γιάννη Γαΐτη, Βλάση Κανιάρη, Νίκο Κεσσανλή και Κώστα Τσόκλη, ίδρυσε την “Ομάδα Σίγμα”. Έχοντας ήδη παρουσιάσει έργα του σε ομαδικές εκθέσεις στο εξωτερικό, και κυρίως σε πόλεις της Ιταλίας, αλλά και σε Πανελλήνιες εκθέσεις από το 1960, επέστρεψε στην Ελλάδα το 1964, μετά από την παραμονή του στο Παρίσι κατά το διάστημα 1961 – 1963, και διορίστηκε στην έδρα Ελευθέρου Σχεδίου της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Μετσόβειου Πολυτεχνείου. Το 1974 εξασφάλισε υποτροφία από το Ίδρυμα Ford και το 1975 παρουσίασε ατομική έκθεση στο “Δεσμό”. Το 1984 εξελέγη καθηγητής στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ενώ αργότερα διετέλεσε και πρόεδρός του.

Από τους σημαντικότερους Έλληνες που κινήθηκαν στο χώρο της αφαίρεσης, ξεπέρασε τα παραδοσιακά όρια του πλαισίου σε έργα με δυναμική να προεκταθούν επ’ άπειρον στον τοίχο ή στον ελεύθερο χώρο, χρησιμοποίησε τη χειρονομιακή γραφή και καλλιέργησε την άμορφη και την εννοιολογική τέχνη – στις σειρές έργων του Μεταμορφώσεις και Ομογενέσεις – ενώ σε δημιουργίες όπως τα Παιχνίδια για μεγάλα παιδιά ή το Εικαστικό Μυθιστόρημα στόχευσε στη συμμετοχή του θεατή στο καλλιτέχνημα, και αναδείχτηκε έτσι σε πρωτοπόρο καλλιτέχνη σε διεθνές επίπεδο.

Σπούδασε στη Σχολή Δοξιάδη (1967 – 1970) και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1974 – 1980) κοντά στο Νίκο Νικολάου και το Γιάννη Μόραλη. Με υποτροφία της Σχολής πήγε το 1980 στο Παρίσι, όπου ζει και εργάζεται έως σήμερα. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση το 1982 στη γκαλερί “Ζουμπουλάκη”. Έχει παρουσιάσει έργα του σε ατομικές (“Ζουμπουλάκη” 1984, 1992, “Anne Marie de Sacy” Παρίσι 1986, “Επίκεντρο” Πάτρα 1993 κ.ά.), ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1984, Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής, Cagnes-sur-Mer 1991) στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Κωνσταντίνο Παρθένη, Δημήτριο Μπισκίνη, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Μετά την αποφοίτησή του το 1938, δούλεψε κοντά στο ζωγράφο Ευάγγελο Ιωαννίδη και χάρη στη μαθητεία του κοντά στο Φώτη Κόντογλου και τον καθηγητή Αλέξανδρο Ξυγγόπουλο ήλθε σε επαφή με την παράδοση και την ουσία της βυζαντινής και μεταβυζαντινής τέχνης. Μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη δούλεψε ως βοηθός στη μνημειακή τοιχογραφία που ο Κόντογλου ιστόρησε στο σπίτι του και σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Ταξίδεψε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες και πραγματοποίησε ελεύθερες καλλιτεχνικές σπουδές στο Μόναχο και σε πόλεις της Ιταλίας. Κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα υπηρέτησε επί πολλά χρόνια στην εκπαίδευση, ενώ το 1967 διορίστηκε καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 εργαζόταν ως επιμελητής.

Ήδη προπολεμικά παρουσίασε ζωγραφικά του έργα σε ατομική έκθεση που οργανώθηκε στην οικία του Ν. Καλαμάρη (1939), προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις της κριτικής, και ακολούθησε σειρά ατομικών παρουσιάσεων και συμμετοχών σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1938, είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κύκλος η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”, ενώ το 1939 εκδόθηκαν τα “Κλειδοκύμβαλα της σιωπής”. Το 1954 εκπροσώπησε κατ’ αποκλειστικότητα την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας με εκατό έργα, και ένα χρόνο αργότερα πήρε μέρος στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Μετείχε επίσης σε όλες τις εκθέσεις της ομάδας”Αρμός”, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος (1964). Το 1958 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Παιδείας και το 1966 του απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Γεώργιου Α΄ για το ζωγραφικό του έργο. Αναδρομικές εκθέσεις του έργου του οργανώθηκαν το 1977 στην Εταιρεία Σπουδών Μωραΐτη και το 1983 στην Εθνική Πινακοθήκη. Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων.

Εισηγητής και κυρίαρχη μορφή μιας ιδιότυπης, προσαρμοσμένης στα ελληνικά δεδομένα, εκδοχής του υπερρεαλισμού, εκπρόσωπος της ονομαζόμενης γενιάς του ΄30, συνδυάζει στοιχεία και εικόνες από ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής παράδοσης, από τη μυθολογία και την αρχαιότητα έως το Βυζάντιο, τα νεότερα χρόνια και τη σύγχρονη εποχή, με τρόπο αντισυμβατικό, άλλοτε πικρά ειρωνικό κι άλλοτε χιουμοριστικό. Έκδηλη στους πίνακές του είναι η ερωτική διάθεση, που προσωποποιείται στις γυμνές αντρικές και γυναικείες μορφές που πρωταγωνιστούν. Ο ίδιος τόνιζε την καταλυτική επιρροή που άσκησε στο έργο του η τέχνη των δασκάλων του Παρθένη και Κόντογλου καθώς και η γνωριμία του με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της μεταφυσικής ζωγραφικής Giorgio de Chirico. Χάρη τόσο στο ζωγραφικό όσο και στο ποιητικό του έργο, ο Εγγονόπουλος, άνθρωπος με πλατιά κουλτούρα, συγκαταλέγεται στις μεγάλες πνευματικές μορφές της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1979 – 1984), με καθηγητές το Δημοσθένη Κοκκινίδη και το Νίκο Κεσσανλή. Από το 1984 παρουσιάζει έργα του σε ατομικές (“Tantra” 1984, “Ζ – Μ” Θεσσαλονίκη 1985, “3” 1986, 1988, 1990, 1994, “Ο. Γεωργαντέα” 1994, 1996, “24” 1995, “Astra” 1995), ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Μπιενάλε Νέων Μεσογείου, Βαρκελώνη 1987 και Αθήνα 1988, Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής, Cagnes-sur-Mer 1994 κ.ά.). Έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση βιβλίων και την εικαστική επιμέλεια προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Στις δημιουργίες του χρησιμοποιεί παραδοσιακά και νέα υλικά αλλά και τη σύγχρονη τεχνολογία.

Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική (1956 – 1961), κοντά στο Γιάννη Μόραλη, και σκηνογραφία, διαφήμιση και διακοσμητικές τέχνες (1962 – 1964), με το Βασίλη Βασιλειάδη. Το 1964 – 1965 έλαβε υποτροφία του Ι.Κ.Υ. για τη μελέτη της βυζαντινής και της λαϊκής τέχνης στην Ελλάδα. Από το 1964 έως το 1986 δίδαξε ως καθηγητής επαγγελματικής εκπαίδευσης σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά του σε πολλές ατομικές, ομαδικές (Πανελλήνιες 1965, 1967, 1969, 1975) και διεθνείς εκθέσεις (Μπιενάλε Σάο Πάολο 1969, Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής, Cagnes-sur-Mer 1971 κ.ά.) στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ, εκτός από τη ζωγραφική, έχει επίσης ασχοληθεί με την εικονογράφηση εντύπων αλλά και με τη σκηνογραφία, δουλεύοντας τόσο για το θέατρο όσο και για τον κινηματογράφο.

Ήδη από τη δεκαετία του 1970, τον απασχόλησε η ζωγραφική απόδοση του φυσικού χώρου, χωρίς ωστόσο να περιορίζεται στους συνήθεις τύπους της τοπιογραφίας, δημιουργώντας αργότερα, με την αξιοποίηση στοιχείων από ποικίλες τεχνοτροπικές τάσεις, τη σειρά έργων με τίτλο Αέναο Τοπίο.

Πραγματοποίησε σπουδές φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1969 – 1975). Σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1977 – 1981), στο εργαστήριο του Γιώργου Μαυροΐδη, και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού (1981 – 1985), στο εργαστήριο του Leonardo Cremonini. Από το 1985 παρουσιάζει έργα της σε ατομικές (“Etienne de Causans” Παρίσι 1986, “Titanium” Αθήνα 1988, “Αίθουσα Τέχνης Αθηνών” 1993, 1995, “Flak” Παρίσι 1996) και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Γαλλία.

Τα έργα της -κυρίως εσωτερικά, τοπία και θέματα εμπνευσμένα από τη φύση- μαρτυρούν έμφαση στις ζωγραφικές αξίες, είναι κάποτε λυρικά, ενώ συχνά αναδίδουν μία αίσθηση ερημιάς ή δραματικότητας.

Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1957, και ακολούθησε τον επιχειρηματικό κλάδο. Παράλληλα παρακολούθησε επί πέντε χρόνια μαθήματα ζωγραφικής κοντά στο Σπύρο Παπαλουκά. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα, που ξεκίνησε το 1957 στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέων στη Μόσχα και την Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου, περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις, καθώς και συμμετοχές σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Η τοπιογραφία αποτελεί τη σταθερή θεματική του έργου του. Στα λάδια και τις ακουαρέλες του αποδίδει τη φύση και τα τοπία του ελληνικού χώρου με ευαισθησία και αισθαντικότητα, μέσα από την αφαιρετική σχηματοποίηση και τις ρυθμικά τοποθετημένες μονάδες χρώματος.

Σπούδασε ζωγραφική αρχικά με τον Πάνο Σαραφιανό και στη συνέχεια στη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Γιάννη Μόραλη και τον Γιώργο Μαυροΐδη, καθώς και σκηνογραφία με τον Βασίλη Βασιλειάδη. Από το 1968 ως το 1974 ταξίδεψε στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική και έζησε στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Δυτικό Βερολίνο, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τόσο την ευρωπαϊκή τεχνη όσο και τα σύγχρονα ρεύματα, ιδιαίτερα την ποπ αρτ και τον κριτικό ρεαλισμό.

Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη γελοιογραφία (1959-1984), συνεργαζόμενος ως πολιτικός γελοιογράφος με εφημερίδες και περιοδικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Ασχολήθηκε επίσης με τη διαφήμιση, τη σκηνογραφία και την εικονογράφηση βιβλίων με γελοιογραφίες και εξέδωσε το λεύκωμα “Ο τρελός και οι άλλοι” (Μόντρεαλ, 1969).

Το 1961 ξεκίνησε την εκθεσιακή του δραστηριότητα, παρουσιάζοντας το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και γελοιογραφίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Επίκεντρο της ζωγραφικής του αποτέλεσε το ανθρώπινο πρόσωπο. Πρόσωπα οικεία ή γνωστά από τα έντυπα μέσα μαζικής επικοινωνίας προβάλλουν μέσα από μία μεταφυσική ατμόσφαιρα και αποδίδονται με έντονα ρεαλιστική διάθεση που πηγάζει από τη φωτογραφική απεικόνιση και συνδυάζεται με μια προσπάθεια διείσδυσης στην ίδια την προσωπικότητά τους με τον τονισμό χαρακτηριστικών εκφράσεων. Για ένα διάστημα το ενδιαφέρον του εντοπίστηκε σε πολιτικά θέματα, καθώς και σε συνθέσεις μεταφυσικού και σουρεαλιστικού χαρακτήρα, ενώ στην τελευταία φάση της δουλειάς του, παραμένοντας πιστός στο ρεαλιστικό ύφος, στράφηκε στην απεικόνιση σταθμών του υπόγειου σιδηρόδρομου, που τείνουν να πάρουν συμβολικό χαρακτήρα.