Iσπανός ζωγράφος που έζησε στην Γαλλία και Ισπανία. Το 1927/28 μυείται από τον Andre Breton στον Σουρρεαλισμό. Μετά το 1929 ζωγραφίζει παρανοϊκά όνειρα. Το 1938 συναντιέται με τον Siegmund Freud στο Λονδίνο. Από τον 1934 διακόπτει τις σχέσεις του με το σουρρεαλιστικό κίνημα.

Γάλλος ζωγράφος. Στην αρχή ζωγράφισε ιστορικές σκηνές. Από το 1870 αναζήτησε τα θέματά του στην Όπερα, το μπαλέτο, τις γυναικείες μορφές στο ιδιαίτερό τους λουτρό. Παρατήρησε και απέδωσε άψογα στάσεις και κινήσεις στο ιμπρεσιονιστικό πνεύμα. Αντέδρασε στον Ακαδημαϊσμό. Άφησε πλούσιο λιθογραφικό και χαλκογραφικό έργο.

Γάλλος ζωγράφος. Αρνητής του Ακαδημαϊσμού, επεδίωξε να συνδεθεί με το πνεύμα ενός έκδηλου κλασικισμού. Σχετίζεται με τον Paul Gauguin και στρέφεται προς του Nabis. Τα έργα του έχουν μιαν ηρεμία και εντάσσονται στο πνεύμα του Art Nouveau. Τα θέματά του είναι συνήθως θρησκευτικά.

Ζωγράφος θρησκευτικών θεμάτων και προσωπογραφιών, χαράκτης συγγενικός ως προς την τεχνοτροπία με τον Albrecht Duerer. Ύστερα από την εκτέλεση ορισμένων πινάκων για τη διακόσμηση εκκλησιών στο Soest, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην χαρακτική (οξυγραφία, ακιδογραφία) και καταξιώθηκε ανάμεσα στους γερμανούς”petits maitres” κυρίως για τα χαρακτικά μικρών διαστάσεων. Είναι γνωστά περίπου 300 χαρακτικά. Κύριο γνώρισμά τους η ακρίβεια της εκτέλεσης, ο άρτιος σχεδιασμός που δείχνουν επιδράσεις ιταλών χαρακτών της Αναγέννησης. Χαρακτηριστικό το μονόγραμμά του ΑG (το G μικρότερο, κάτω από την οριζόντια γραμμή του Α).

Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Αξιόλογος για τις βιβλικές, μυθολογικές αλλά και κοσμικές παραστάσεις του. Μετέχει τόσο της ιταλικής όσο και της γερμανικής Αναγέννησης. Θεωρείται μαθητής του Duerer.

Σπούδασε νομικά και ενώ προοριζότανε για το δικαστικό σώμα, παρακολούθησε ταυτόχρονα και την Ακαδημία Ζωγραφικής Ζυλιάν όπου συναντήθηκε με την ομάδα των Ναμπί. Το 1888 έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκεί συνάντησε τον Βυγιάρ (Vuillard) με τον οποίο έγινε φίλος. Τον επόμενο χρόνο πούλησε μία λιθογραφημένη αφίσα του που προκάλεσε τον θαυμασμό του Τουλούζ Λωτρέκ (Toulouse Lautrec) ο οποίος ακολούθησε το παράδειγμά του. Εξέθεσε στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων και με τη φιλική συντροφιά των Ναμπί. Το 1896 έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στη γκαλερί Ντυράν-Ρυέλ (Durand-Ruel). Από το 1904 έως το 1933 εξέθετε τακτικά στη γκαλερί.

Από πολύ νωρίς του αφιερώθηκαν αναδρομικές εκθέσεις σε διάφορες πόλεις του κόσμου. Εργάστηκε σαν εικονογράφος βιβλίων και περιοδικών. Για ένα μικρό διάστημα ασχολήθηκε με τη γλυπτική.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1909 ο Μπονάρ επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τη γιαπωνέζικη ζωγραφική. Υιοθέτησε το καδράρισμα των γιαπωνέζικων χαρακτικών και τα πλακάτα χρώματα. Την ίδια περίοδο σχεδίασε αντικείμενα, κοστούμια και σκηνικά για το Theatre de l’Oeuvre.

Ταξίδεψε πολύ στη χώρα του και επισκέφτηκε την Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αγγλία, την Τυνησία, την Αλγερία και την Ιταλία. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε τροποποίησαν τη ζωγραφική του και ζωντάνεψαν τα χρώματά του. Σταδιακά το χρώμα μετατρέπεται στο κυρίαρχο στοιχείο των έργων του. Τα θέματά του είναι θέματα από την καθημερινότητά του και κυρίως γυμνά, νεκρές φύσεις και εικόνες από το εσωτερικό του σπιτιού του. Το 1926 έζησε για ένα διάστημα στο Πίτσμπουργκ σαν μέλος της επιτροπής του βραβείου Κάρνεγκι (Carnegie) με το οποίο τιμήθηκε δύο φορές, το 1923 και το 1930.

Από το 1930 και μετά χρησιμοποιεί το γκουάς που αναδεικνύει τα έντονα χρώματα που χρησιμοποιεί.
Από το 1939 εγκαθίσταται στο χωριό Cannet της Κυανής Ακτής και η ζωγραφική του κυριαρχείται πλέον από το χρώμα. Η μεταγραφή του φωτός σε χρώμα και η χαρά της καθημερινής ζωής αποτυπώνεται σε όλα του τα έργα.

Ο Ματίς θαύμαζε το έργο του και υπήρξε φίλος του για σαράντα περίπου χρόνια. Από τους πιο σημαντικούς κολορίστες επηρέασε τον Ρόθκο και τον οδήγησε στην αφαίρεση και το έργο του υπήρξε πάντα σημείο αναφοράς για όλους τους μεταγενέστερους Γάλλους ζωγράφους.

Οι πρώτες καλλιτεχνικές σπουδές ξεκίνησαν στη Χάβρη, στη Δημοτική Καλλιτεχνική Σχολή της οποίας φοίτησε. Εκεί συνάντησε με τους Οτόν Φρίτζ (Othon Friesz)και Ραούλ Ντυφύ (Raoul Dufy) με τους οποίους συνέχισε τη φιλία του στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1902. Γνώρισε το έργο του Βαν Γκόγκ (Van Gogh) και παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Υμπέρ (Academie Humbert) με συμμαθητές τους Φρανσίς Πικάμπια (Francis Picabia) και Μαρί Λωρανσέν (Marie Laurencin). Το 1903 παρακολούθησε για ένα μικρό χρονικό διάστημα το εργαστήριο του Λεόν Μποννά (Leon Bonnat) στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου φοιτούσαν ήδη οι Φριτζ και Ντυφύ. Η αυστηρά ακαδημαϊκή διδασκαλία του Μποννά δεν προσιδίαζε στις αναζητήσεις του και εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του.

Έρχεται σε επαφή του με την πρωτοποριακή τέχνη της εποχής το 1905, όταν επισκέπτεται το Σαλόνι του Φθινοπώρου και βλέπει τα έργα του Ντεραίν και του Ματίς. Γνωρίζεται επίσης με μέλη του « Κύκλου για τη Μοντέρνα Τέχνη» («Cercle de l’ Art Moderne»). Εκθέτει για πρώτη φορά το 1906 στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων και ακολουθούν έργα με επιρροές από τους φωβιστές. Ο Απολλιναίρ τον συστήνει στον Πικάσο. Γνωρίζεται επίσης με τον γκαλερίστα Ντανιέλ-Ανρί Κανβάιλερ (Daniel-Henry Kahnweiller). Ταξιδεύει στο Εστάκ (Estaque) και εγκαταλείπει σταδιακά το χρώμα των φωβιστών, ενώ επηρεάζεται από το έργο του Σεζάν (Cezanne). Το 1907 βλέπει στο εργαστήριο του Πικάσο τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» και εντυπωσιασμένος ζωγραφίζει το «Μεγάλο γυμνό». Η οργάνωση των όγκων και η χρήση του χρώματος φανερώνουν τη συγγένειά του με το έργο του Πικάσο. Ζωγραφίζει τα πρώτα κυβιστικά έργα το 1908 μετά από ένα ακόμη ταξίδι στο Εστάκ, τα οποία θα εκτεθούν στην γκαλερί του Κανβάιλερ.

Θα ακολουθήσουν οι νεκρές φύσεις με τα μουσικά όργανα που εγκαινιάζουν την περίοδο του αναλυτικού κυβισμού. Μέχρι το 1912 πειραματίζεται με τη χρήση γραμμάτων του αλφαβήτου στα έργα του και με την ανάμειξη άμμου στο χρώμα του. Στο διάστημα αυτό συναντιέται καθημερινά με τον Πικάσο. Και οι δύο καλλιτέχνες αρχίζουν να χρησιμοποιούν διάφορα εξωζωγραφικά υλικά στα έργα τους για να καταλήξουν στα έργα με κολλά και ζωγραφική. Οι πειραματισμοί τους θα συνεχισθούν μέχρι το 1914 που ο Μπρακ καλείται να υπηρετήσει στο γαλλικό στρατό. Ένα σοβαρό τραύμα στο κεφάλι θα τον αφήσει για μεγάλο διάστημα τυφλό. Θα ασχοληθεί και πάλι με τη ζωγραφική μετά το 1916, και μέχρι το 1918 θα συνεχίσει να δουλεύει στο πνεύμα του αναλυτικού κυβισμού. Τα επόμενα χρόνια οι διαστάσεις των έργων του μεγαλώνουν και ασχολείται για πρώτη φορά με τη χαρακτική.
Στα μέσα της δεκαετίας θα υιοθετήσει ένα νεοκλασιστικό ύφος σαν απάντηση στο χάος που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος. Θα ασχοληθεί επίσης με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία συνεργαζόμενος με τα «Ρώσικα Μπαλέτα» («Ballets Russes»). Το 1929 θα κτίσει ένα εξοχικό σπίτι στο χωριό Varengeville-sur-Mer της Νορμανδίας. Τα καλοκαίρια που περνά εκεί τον οδηγούν εκεί σε τοπία μικρού μεγέθους. Το μοτίβο των επαναλαμβανόμενων καμπυλόγραμμων περιγραμμάτων θα τον οδηγήσει στη μελέτη των αρχαίων ελληνικών αγγείων στο Μουσείο του Λούβρου. Το 1932 εικονογραφεί τη «Θεογονία» του Ησίοδου μετά από παραγγελία του Αμπρουάζ Βολλάρ (Ambroise Vollard). Σταδιακά η χρωματική του γκάμα μεταβάλλεται. Ξεκινούν οι σειρές έργων με θέμα το ατελιέ του και οι «Vanitas».

Κατά τη διάρκεια της κατοχής ο ζωγράφος περνά ένα διάστημα απραξίας για να ζωγραφίσει στη συνέχεια εσωτερικά δωματίων ή νεκρές φύσεις χρησιμοποιώντας σκοτεινά χρώματα. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στην Varengeville και λίγο αργότερα ασχολείται με την έγχρωμη λιθογραφία. Μέχρι το 1956 ολοκληρώνει εννέα σειρές έργων με θέμα το εργαστήριό του. Το 1953 καλείται να διακοσμήσει την οροφή της ετρουσκικής αίθουσας στο μουσείο του Λούβρου. Τα τελευταία έργα του είναι τοπία μικρών διαστάσεων με έντονη αναγλυφικότητα και ροπή προς την αφαίρεση.

Δημιουργός του κυβισμού μαζί με τον Πικάσο, επηρέασε με τους πειραματισμούς του όλη τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή τέχνη.

Ιταλός ζωγράφος. Ζωγράφισε με ακρίβεια πολλές απόψεις της Βενετίας, αποδίδοντας με πολύ ζωντάνια το φως και το ιδιαίτερο ύφος της πατρίδας του.

Μαθητής του Νικόλαου Καντούνη στη Ζάκυνθο, σπούδασε στη συνέχεια στην Ιταλία, και συγκεκριμένα στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά στη Ρώμη και στη Βασιλική Ακαδημία της Φλωρεντίας. Αφού έζησε δώδεκα χρόνια στη Φλωρεντία, επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική εικόνων για εκκλησίες, ενώ επίσης δίδαξε τόσο στη Λευκάδα όσο και στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας (1858-1864). Το 1867 πήρε μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού με δύο πορτρέτα. Τιμήθηκε με χάλκινο μετάλλιο στην έκθεση των Ολυμπίων του 1870, ενώ σε εκείνη του 1875 εξέθεσε αντίγραφα έργων της Αναγέννησης και του Μπαρόκ και απέσπασε το αργυρό βραβείο.

Εκπρόσωπος της επτανησιακής τέχνης, ζωγράφισε τόσο πρωτότυπα έργα όσο και αντίγραφα, ασχολούμενος κυρίως με τις θρησκευτικές σκηνές και την προσωπογραφία. Ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό τα ακαδημαϊκά πρότυπα του 18ου αιώνα, ενώ στα πορτρέτα, που ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της αστικής πελατείας του, δίνει έμφαση στην ευγένεια των χαρακτηριστικών των εικονιζομένων.