Ισπανός ζωγράφος. Στην αρχή θαυμαστής του Van Gogh, συνδέθηκε αργότερα με τον Picasso και τον Κυβισμό. Υπέγραψε μαζί με άλλους το Σουρρεαλιστικό Μανιφέστο του Andre Breton.

Ολλανδός ζωγράφος, μαθητής του Frans Hals. Χωρίς έντονες γραμμές και στις οξυγραφίες του αλλά με λεπτές κυματιστές χαράξεις, έδωσε ηθογραφίες με την ανέφελη, ήρεμη ζωή του χωρίου.

Ξεκινά τις σπουδές του το 1892 στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λα Κορούνια και δημιουργεί τα πρώτα του έργα με την καθοδήγηση του πατέρα του που είχε έγκαιρα αντιληφθεί τα ιδιαίτερα χαρίσματά του γιού του. Το 1893 η οικογένεια μετακομίζει στη Βαρκελώνη και ο πατέρας διορίζεται καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λόνχα όπου θα φοιτήσει και ο Πικάσο. Το 1897 εισάγεται θριαμβευτικά στην Ακαδημία Σαν Φερνάντο. Το 1898 επιστρέφει στη Βαρκελώνη, συχνάζει στην ταβέρνα Ελς Κουάτρε Γκάτς (Els Quatre Gats), σημείο συνάντησης καλλιτεχνών και επαφής με την τέχνη της εποχής του. Εκεί γνωρίζει το έργο του Ρενουάρ και του Τουλούζ-Λωτρέκ. Σ’ αυτό το χώρο θα οργανωθεί το 1900 η πρώτη του έκθεση. Το 1901 εγκαθίσταται στη Μαδρίτη και εργάζεται ως καλλιτεχνικός διευθυντής του περιοδικού «Νέα Τέχνη» («Arte Joven»). Πραγματοποιεί το πρώτο ταξίδι στο Παρίσι και ξεκινά τα πρώτα μπλε πορτραίτα.

Το 1904 εγκαθίσταται οριστικά στο Παρίσι και συνεχίζεται η σειρά των έργων της μπλε περιόδου. Εγκαθίσταται στο περιβόητο ατελιέ Πλοίο-Πλυντήριο (Bateau-Lavoir). Τα έργα του εικονίζουν θέματα της μητρότητας, σαλτιμπάγκους, ανθρώπους του τσίρκου, κυριαρχεί η μελαγχολία. Το 1904 ξεκινά η ροζ περίοδος ενώ τα θέματα σε γενικές γραμμές παραμένουν ίδια. Γνωρίζεται με τον Απολλιναίρ.

Το 1906 η Γερτρούδη Στάιν τον συστήνει στον Ματίς. Το 1907 ξεκινά την επεξεργασία του περίφημου έργου του που θα μείνει γνωστό με τον τίτλο «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν». Ο σημαντικότερος γκαλερίστας Κανβάιλερ τον επισκέπτεται στο εργαστήριο. Γνωρίζεται με τον Μπρακ.

Οι πλαστικές έρευνες του Πικάσο συγκλίνουν με αυτές του Μπρακ. Ο κυβισμός έχει γεννηθεί. Πολλοί καλλιτέχνες θα συνταχθούν στο πλευρό τους. Το 1909 δημιουργεί το πρώτο γλυπτό. Συνεχίζεται η εκθεσιακή του δράση. Στο Σαλόνι του Φθινοπώρου του 1911 οι κυβιστές εκθέτουν τα έργα τους σε ξεχωριστή αίθουσα αλλά ο Πικάσο δεν συμμετέχει.

Το 1912 φτιάχνει το πρώτο κολλάζ και το πρώτο αντικείμενο assemblage. Στο διάστημα αυτό συνεργάζεται στενά με τον Μπρακ. Ξεκινά η δεύτερη φάση του κυβισμού, ο συνθετικός κυβισμός. Για ένα διάστημα εγκαθίσταται σε χωριό κοντά στην Αβινιόν.

Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου η καλλιτεχνική κοινότητα διασκορπίζεται. Το 1916 γνωρίζεται με τον συγγραφέα Ζαν Κοκτώ (Jean Cocteau), ταξιδεύουν μαζί στην Ιταλία και γνωρίζεται με τον Ντιαγκίλεφ.

Ξεκινά η πρώτη συνεργασία με την ομάδα και θα φτιάξει σκηνικά και κοστούμια για το έργο «Παρέλαση» («Parade»). Η συνεργασία θα κρατήσει μέχρι και το 1924. Το 1918 εκθέτους από κοινού με τον Ματίς. Ο Πικάσο είναι ήδη ένας αναγνωρισμένος καλλιτέχνης και ζει με μεγάλη οικονομική άνεση. Την επόμενη χρονιά περνάει για πρώτη φορά το καλοκαίρι στην Κυανή Ακτή.

Την περίοδο αυτή τα έργα του στρέφονται προς τον νεοκλασικισμό.

Συνδέεται με τον Αντρέ Μπρετόν και συμμετέχει στην πρώτη έκθεση των υπερρεαλιστών το 1925. Αν και δεν ανήκει στην ομάδα τους αναγνωρίζει στο κίνημα την ισχυρή δυναμική του. Το 1928 αφοσιώνεται στη γλυπτική και μαθαίνει την επεξεργασία του μετάλλου από τον Χούλιο Γκονζάλεθ (Julio Gonzalez).

Στο διάστημα 1925-1937 εργάζεται ασταμάτητα φτιάχνοντας πίνακες και γλυπτά. Το 1931 εκδίδονται δύο σημαντικά βιβλία, «Οι Μεταμορφώσεις του Οβιδίου» και το «Άγνωστο Αριστούργημα» του Μπαλζάκ τα οποία ο Πικάσο εικονογραφεί με χαρακτικά. Πραγματοποιείται η πρώτη αναδρομική έκθεση το 1932 και κυκλοφορεί ο πρώτο τόμος του πλήρους καταλόγου του έργου του. Το 1933 εικονογραφεί το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του σημαντικού περιοδικού «Μινώταυρος». Εμφανίζεται έτσι για πρώτη φορά στην εικονογραφία του έργου του το σύμβολο του Μινώταυρου αλλά και το θέμα της ταυρομαχίας. Το 1936 διορίζεται από την Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ισπανίας Διευθυντής στο Μουσείο του Πράδο. Στις 26 Απριλίου βομβαρδίζεται η πόλη Γκουέρνικα. Το γεγονός γίνεται η αφορμή για να ζωγραφίσει το έργο-σταθμό. Η πληθώρα των προπαρασκευαστικών σχεδίων και ο πυρετώδης ρυθμός της δουλειάς αποτυπώνονται στο φωτογραφικό ρεπορτάζ της Ντόρα Μάαρ. Το έργο εκτίθεται στο περίπτερο της Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Ισπανίας στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1937.

Το 1939 πραγματοποιείται μία μεγάλη αναδρομική έκθεση στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Πικάσο αρνείται να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Μετατρέπεται σε σύμβολο ανεξαρτησίας και ελευθερίας κυρίως αμέσως μετά τη γαλλική απελευθέρωση. Το 1944 προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1946 εγκαθίσταται σχεδόν μόνιμα στο Γκολφ-Ζουάν στην Κυανή Ακτή και του παραχωρείται ένας μεγάλος χώρος στον πύργο της πόλης Αντίμπ που μελλοντικά θα μετατραπεί σε Μουσείο Πικάσο. Την περίοδο αυτή ασχολείται ιδιαίτερα με τη ζωγραφική διακόσμηση κεραμικών βάζων. Μέχρι το τέλος της ζωής του εργάζεται ακατάπαυστα.

Το όνομά του έχει ταυτισθεί με τη ζωγραφική. Η δημιουργική του μανία άφησε τεράστιο έργο που ανανεώθηκε πολλές φορές υφολογικά. Χωρίς τον Πικάσο η ευρωπαϊκή ζωγραφική θα είχε διαφορετική εξέλιξη.

Iταλός χαράκτης και αρχιτέκτων. Στις μεγάλου σχήματος οξυγραφίες σχεδίασε κυρίως μνημεία της Ρώμης και αρχιτεκτονικές μορφές που εκφράζουν μια έντονη, αγχώδη καιεξημμένη φαντασία μεγαλόπρεπης μορφής. Τα έργα του είναι συναρπαστικά δείγματα της αναπτυσσόμενης κλασισκιστικής νοοτροπίας. Υπάρχουν έντονες αντιθέσεις φωτεινών και σκοτεινών επιφανειών. Τα χαρακτικά του αποδίδουν συχνά την δαιδαλώδη ψυχική του διάθεση. Χάραξε από το 1748-1775 137 μνημεικές απόψεις της Ρώμης σε πλάκες μεγάλου σχήματος. Από τα σημαντικότερα χαρακτικά του είναι οι “Φανταστικές φυλακές”, 1750-1761 (“Carceri d’ invenzione”).

Γάλλος ζωγράφος εκπρόσωπος του γαλλικού Συμβολισμού. Χωρίς να συνδεθεί με τους ιμπρεσιονιστές, επεδίωκε φανταστικούς οραματισμούς. Μελέτησε τους Delacroix, Bosch, Brueghel, Goya.

Γάλλος ζωγράφος. Συνδέθηκε με τον Courbet. Από το 1870 και ύστερα ακολούθησε το ιμπρεσιονιστικό κίνημα και απέκτησε προσωπικό τόνο με ελαφρά ανοιχτά χρώματα. Το έργο του στηρίζεται στην χρωματική υφή της παράστασης που παίρνει έτσι μια μυθική υπόσταση.

Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ένας από τους πρωτοπόρους χαράκτες με σημαντικό έργο. Δείχνει ανάπτυξη της τεχνικής της χαρακτικής, δίνοντας μια εξατομικευμένη έκφραση στα πρόσωπα, ενώ παράλληλα αποτολμά και μια νέα ερμηνεία στις συνθέσεις του.

Γεννήθηκε στη Δανία το 1783. Αξιωματικός, ζωγράφος & λιθογράφος, δημιουργός της σειράς:
The Greeks. Twenty four portraits with biographical and historical descriptions in four parts of six portraits each of the principal leaders and personages who made themselves most conspicuous in the Greek Revolution from the Commencement of the Struggle.(London & Paris, 1827-29).

Ρώσος ζωγράφος. Στα τριάντα του χρόνια πηγαίνει στο Μόναχο όπου και αφοσιώνεται στη ζωγραφική, παίρνοντας ιμπρεσιονιστική κατεύθυνση και πλησιάζοντας τους Fauves για να καταλήξει στην αφαίρεση με έγχρωμες επιφάνειες. Είναι από τους κυριότερους θεωρητικούς της αφηρημένης τέχνης.

Ολλανδός ζωγράφος. Διακρίνεται για την πρωτοτυπία στη σύνθεση και για τα τεχνικά του προτερήματα. Λεπτή και ευγενικιά χάραξη χαρακτηρίζει τη δουλειά του.

Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης. Δέχτηκε έντονες επιδράσεις από τον Ρέμπραντ. Ζωγράφισε κυρίως πορτρέτα και θρησκευτικές σκηνές.

Γάλλος ζωγράφος. Προετοίμασε και προώθησε σημαντικά την ανάπτυξη του Ιμπρεσιονισμού δίνοντας φως στην παλέτα του, συγκράτησε πάντως τη σταθερή γραμμή. Παρουσίασε με νέο πνεύμα θέματα καθημερινά σε μνημειακούς, μεγάλους πίνακες. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς κολορίστες της γαλλικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα. Στα χαρακτικά του διαφαίνεται η τέχνη του Γκόγια, ενώ στις λιθογραφίες προσαρμόστηκε στις αρχές του Ιμπρεσιονισμού.

Ιταλός ζωγράφος. Κύριος εκπ΄ροσωπος της Σχολής της Πάδουας, δυναμικός ζωγράφος μνημειακών έργων. Εκτέλεσε πολλά περίφημα έργα, ειδικά τοιχογραφίες. Από τα χαρακτικά του εξέχει η σειρά “Ο Θρίαμβος του Καίσαρα”, αντίγραφο των εννέα πινάκων στο Λονδίνο που χρονολογούνται το 1492. Ορισμένες από τις χαλκογραφίες του αποδίδονται τελευταία στον Premier Engraver.

Αρχικά σπούδασε νομικά. Η πρώτη του επαφή με την τέχνη ήταν τα μαθήματα σχεδίου που παρακολούθησε στη Σχολή Κεντέν Λατούρ (Ecole Quentin Latour) για να ξεφύγει από τη ρουτίνα της εργασίας του. Το χειμώνα του 1889 κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου ανάρρωσης ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Παρακολούθησε στην Ακαδημία Ζυλιάν το εργαστήριο του φημισμένου ζωγράφου της εποχής Μπουγκερό (Bougereau) και μαθήματα σχεδίου στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών.

Ο Γκυστάβ Μορώ τον κάλεσε να παρακολουθήσει το εργαστήριό του στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου ο Ματίς έγινε δεκτός το 1895. Η ευρηματική και εμπνευσμένη διδασκαλία του Μορώ στηριζόταν περισσότερο στην απόδοση του συναισθήματος και της φαντασίας. Μέχρι το 1896, χρονιά που ο Ματίς εξέθεσε στο Σαλόνι της Εθνικής Εταιρίας Καλών Τεχνών τα έργα του δεν είχαν παρουσιάσει ιδιαίτερες διαφοροποιήσεις από τα έργα των ομότεχνων του.

Το 1900 διακοσμεί μαζί με τον Μαρκέ το Grand Palais. Παρουσιάζει έργα του μαζί με τον Ρουώ και τον Ντεραίν στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1903 και τον επόμενο χρόνο κάνει την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί του Βολάρ.

Το 1905 είναι μία χρονιά καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη του έργου του. Στο Σαλόνι του Φθινοπώρου εκθέτει μαζί με τους Μαρκέ, Βλαμένκ και Ντυφύ έργα με έντονο χρώμα. Δημιουργείται έτσι η ομάδα των φωβιστών, που θα απασχολήσει έντονα τους κριτικούς.

Σαν αντίδραση στα πρώτα κυβιστικά έργα ο Ματίς ζωγράφισε πίνακες με έντονους και ευχάριστους χρωματισμούς. Η επαφή του με τον μουσουλμανικό πολιτισμό στην έκθεση που διοργανώθηκε στο Μόναχο τον Οκτώβριο του 1910 τον οδήγησε σε πολύμηνα ταξίδια στη νότια Ισπανία, το Μαρόκο και τη Μόσχα. Το 1912 επέστρεψε στο Μαρόκο και εργάσθηκε εκεί για ένα χρόνο. Τα έργα της μαροκινής περιόδου επαναφέρουν την επαφή με τη φύση και την ονειρική ατμόσφαιρα, την έντονη φωτεινότητα και το πλούσιο χρώμα.

Αποδέχθηκε ορισμένες απόψεις του κυβισμού και υιοθέτησε τα στοιχεία εκείνα που θεωρούσε ότι ήταν συμβατά με τις προσωπικές του πεποιθήσεις για τη ζωγραφική. Ασχολήθηκε επίσης με την χαρακτική, ενώ από το 1914 η οργάνωση των έργων του γίνεται πιο αυστηρή.

Από το 1918 περνά όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στη Νίκαια. Στα έργα αυτής της περιόδου δεσπόζει η γυναικεία μορφή. Σχέδια, πίνακες, γλυπτά και χαρακτικά μελετούν σε βάθος τη δομή και την απόδοση των όγκων του γυναικείου σώματος. Ο Ματίς στρέφεται στους ιμπρεσιονιστές, επισκέπτεται τον Ρενουάρ και πιθανότατα τον Μονέ (Monet). Συνεργάζεται με τον Ντιαγκίλεφ για ένα μπαλέτο σε μουσική του Στραβίνσκι (Stravinsky). Τα έργα του γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή και το Μουσείο του Λουξεμβούργου στο Παρίσι αγοράζει ένα από αυτά για τη συλλογή του. Η έκθεση του 1924 στη γκαλερί Μπερνέμ-Ζεν έχει τεράστια επιτυχία. Στο διάστημα 1924-1930 οργανώνονται επίσης αναδρομικές εκθέσεις στην Κοπεγχάγη, το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Βασιλεία και τη Νέα Υόρκη και εκδίδονται οι πρώτες μονογραφικές μελέτες του έργου του.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 πραγματοποιεί ένα μεγάλο ταξίδι στην Ταϊτή με ενδιάμεσους σταθμούς τη Νέα Υόρκη και το Σαν Φραντσίσκο καθώς και ένα δεύτερο ταξίδι στη Νέα Υόρκη με την ιδιότητα του μέλους της κριτικής επιτροπής του βραβείου Κάρνεγκι. Το ταξίδι στην Ταϊτή μάλλον τον απογοήτευσε, αλλά οι εντυπώσεις που αποκόμισε θα παίξουν καθοριστικό ρόλο την τελευταία δεκαετία της ζωής του ενώ εντυπωσιάστηκε από την ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης.

Το 1933 καταγίνεται με την εικονογράφηση των ποιημάτων του Μαλλαρμέ (Mallarme) και ξεκινά τη μελέτη για τη μεγάλη τοιχογραφία που του αναθέτει το ίδρυμα Barnes. Η παραγγελία αυτή θα τον απασχολήσει τα επόμενα χρόνια και θα πάρει την τελικής της μορφή στο έργο «Χορός ΙΙ». Το σχέδιο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία για το έργο του στο τέλος της δεκαετίας, αφού σκοπός του είναι να περικλείσει στη γραμμή την προσωπικότητα του μοντέλου. Το χρώμα χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση στο σχήμα.

Το 1941 ο Ματίς υποβλήθηκε σε μία σειρά σοβαρών χειρουργικών επεμβάσεων που του δημιούργησαν σοβαρά κινητικά προβλήματα. Μη μπορώντας πλέον να ταξιδέψει διαμόρφωσε το εργαστήριό του στη Νίκαια. Για τα επόμενα δύο χρόνια αφιερώθηκε αποκλειστικά στο σχέδιο αφού οι φυσικές του δυνάμεις δεν του επέτρεπαν να ζωγραφίζει. Από την περίοδο αυτή χρονολογείται ένας μεγάλος αριθμός σχεδίων και πολλές εικονογραφήσεις βιβλίων. Το πιο σημαντικό είναι το λεύκωμα «Jazz» με χαρακτικά έντονα χρωματισμένα, αποτέλεσμα μακράς επεξεργασίας κομμένων σχημάτων σε χαρτί. Οι εργασίες αυτές δεν είναι μικρότερης σημασίας από τα ζωγραφικά του έργα. Ξανάρχισε να ζωγραφίζει το 1942 με θέμα πάλι το γυναικείο μοντέλο. Για ένα διάστημα μετακόμισε στη γειτονική πόλη Βανς. Το 1945 το Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης εμπλούτισε τις συλλογές του με πολλά έργα του. Το 1946 τον απασχόλησαν δύο μεγάλες παραγγελίες με θέμα την Ωκεανία χρησιμοποιώντας την τεχνική των κομμένων χαρτιών. Σ αυτά τα έργα, που τείνουν όλο και πιο πολύ στην αφαίρεση, λειτούργησαν οι μνήμες του ταξιδιού στην Ταϊτή στις αρχές του 1930.

Το μεγάλο σχέδιο διακόσμησης του ναού της Chapelle de la Rosaire στη Βανς, που τον απασχόλησε από το 1948 έως το 1951, συνοψίζει τις αρχές του έργου του, δηλαδή σχέδιο, φως, χρώμα, ζωγραφική και γλυπτική συνεργάζονται για την πραγματοποίηση της αρχιτεκτονικής σύλληψης που εμφορείται από το φως.

Οι μεγάλες διαστάσεις των τελευταίων έργων τον οδήγησαν στο σχεδιασμό κεραμικών στοιχείων που προοριζόταν για επίτοιχες διακοσμήσεις. Το τελευταίο έργο ήταν ο σχεδιασμός ενός βιτρώ.

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ανανεωτές της εικαστικής γλώσσας του εικοστού αιώνα.

Γάλλος ζωγράφος. Ο Πισσαρό τον οδήγησε στον Ιμπρεσιονισμό. Μετά το 1879 γυρίζει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Aix en Provance. Η τέχνη του διαμορφώνεται ύστερα από μακρύ, εσωτερικό αγώνα, και ξεπερνώντας τον Ιμπρεσιονισμό, θεωρείται ο σημαντικότερος δημιουργός της νεότερης σύγχρονης ζωγραφικής που εκφράζεται με σταθερότερες μορφές, χωρίς τη βοήθεια του σχεδίου. Κύριο γνώρισμα της τέχνης του είναι η χρωματική οργάνωση.