Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1941-1946), στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Το 1950 έφυγε στο Παρίσι, όπου για δύο ακόμη χρόνια (1951-1952) συνέχισε σπουδές ζωγραφικής και τοιχογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών. Από τότε ζει και εργάζεται στη γαλλική πρωτεύουσα. Το 1988 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε ως το 1990.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως η Μπιεννάλε του Σάο Πάολο το 1963, της Βενετίας το 1972 και τα Ευρωπάλια το 1982, καθώς και παρισινά Σαλόνια.

Σε μια πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, που καλύπτει τα χρόνια από το 1950 ως το 1968, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, παραστατική αρχικά, αμορφική, στο πλαίσιο του Aφηρημένου Eξπρεσιονισμού στη συνέχεια. Από το 1965 άρχισε να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ από το 1968 στράφηκε στη γλυπτική, δημιουργώντας αρχικά ανάγλυφες συνθέσεις από σφυρήλατο μολύβι και κατόπιν μεγάλους γλυπτικούς χώρους με κατασκευές από τσιμέντο και σίδερο στο Παρίσι και άλλες πόλεις, τους οποίους ονομάζει «Αγορά», «Λαβύρινθος», «Σαρκοφάγος», «Ναός», «Απολίθωμα». Το 1994 κυκλοφόρησε, με εικονογράφηση δική του και απόδοση του Γιώργου Σεφέρη, «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη».

Σπούδασε στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ (1953-1954) στο Παρίσι και στη Σχολή Καλών Τεχνών του Σαν Φρανσίσκο (1954-1955), ενώ από το 1955 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη.

Πραγματοποίησε την πρώτη ατομική της έκθεση το 1961 στη Γκαλερί Betty Parsons της Νέας Υόρκης και ακολούθησαν πολυάριθμες ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, στο Solomon R. Guggenheim Museum, στο Whitney Museum of American Art, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Μόντρεαλ, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, στην Εθνική Πινακοθήκη και στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ανάμεσα στις πολυάριθμες συμμετοχές της σε ομαδικές εκθέσεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ξεχωρίζουν εκθέσεις στο Whitney, στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1963 και το 1969 και της Βενετίας το 1972, οι εκθέσεις στα Ινστιτούτα Σύγχρονης Τέχνης της Βοστώνης και του Λονδίνου, η έκθεση “Electra” στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού, καθώς και η έκθεση “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” στην Εθνική Πινακοθήκη.

Η γλυπτική δημιουργία της Χρύσας χαρακτηρίζεται από διαρκή έρευνα και εκμετάλλευση του τυχαίου. Ξεκινώντας γύρω στα 1955 από επιτοίχιες συνθέσεις με βέλη και γράμματα, που αξιοποιούν τις αντιθέσεις του φωτός και της σκιάς, εισέρχεται το 1957 σε μια πενταετία πειραματισμών. Έτσι, από τυχαία χυμένο γύψο σε χάρτινα κιβώτια θα προκύψουν τα “Κυκλαδικά Βιβλία”, που θα χαρακτηριστούν προάγγελοι του μινιμαλισμού. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εργασίας της υπήρξε η ενασχόλησή της με τη γραφή και την προβολή των εικαστικών της δυνατοτήτων, ανεξάρτητα από το νόημα που αυτή μεταφέρει. Είτε χαράζει σε οριζόντιες ζώνες κεφαλαία γράμματα είτε επαναλαμβάνει ένα και μόνο γράμμα, ενδιαφέρεται για τη δύναμη της μη αναγνωρίσιμης έννοιας των γραμμάτων και των λέξεων, κάτι που στη συνέχεια θα την οδηγήσει σε πίνακες εμπνευσμένους από τη δομή της εφημερίδας. Από το 1962 θα αρχίσει να χρησιμοποιεί το νέον, που θα γίνει το σήμα κατατεθέν της δουλειάς της, συνδυάζοντας το υλικό, την τεχνολογία και τις εντυπώσεις που της δημιουργεί η Νέα Υόρκη. Η προσπάθεια αυτή θα βρει την κορύφωσή της στις “Πύλες της Times Square”, μια συναρμογή διαφορετικών υλικών και στοιχείων. Τα βιώματά της από το αστικό τοπίο των μεγαλουπόλεων και η νέα τεχνολογία είναι τα στοιχεία που αποτελούν την αστείρευτη πηγή της έμπνευσής της.

Μαθητής του Άνταμ βαν Νόορτ (Adam Van Noort), ο οποίος διατηρούσε ένα πολύ δραστήριο εργαστήριο με τριάντα δύο μαθητές στην Αμβέρσα, κοντά στον οποίο είχε μαθητεύσει και ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς (Peter Paul Rubens). Παντρεύτηκε την κόρη του δασκάλου του Catarina που όπως φαίνεται υπήρξε και το αγαπημένο του μοντέλο. Δέχτηκε πολλές προσωπικές παραγγελίες ενώ είχε στενή συνεργασία με τον πεθερό του και τον Ρούμπενς. Απέκτησε μεγάλη περιουσία και μια αξιόλογη προσωπική συλλογή έργων τέχνης. Πέθανε κατά τη διάρκεια επιδημίας χολέρας που έπληξε την Αμβέρσα το 1678.

Ζωγράφος ιστορικών, μυθολογικών, αλληγορικών, θρησκευτικών, ηθογραφικών σκηνών, ακουαρελίστας και χαράκτης υπήρξε μαζί με τον βαν Ντάικ (van Dyck) και τον Ρούμπενς, ένας από τους μεγαλύτερους φλαμανδούς ζωγράφους του 17ου αιώνα.

Φλαμανδός ζωγράφος πολεμικών και ιστορικών σκηνών ο Άνταμ Φρανς βαν ντερ Μόιλεν (Adam Frans van der Meulen) μαθήτευσε κοντά στους Πέτερ Σνάγιερς (Peter Snayers) που του μετέδωσε τη διάφανη και ανάλαφρη τεχνική της σχολής του Ρούμπενς (Rubens) και του Σεμπάστιαν Βρανξ (Sebastian Vrancx). Από το 1664 περίπου ζούσε στο Παρίσι, όπου έγινε ζωγράφος της αυλής του Λουδοβίκου 14ου, συνόδευσε το βασιλιά σ’ όλα τα ταξίδια και τις εκστρατείες του και απεικόνισε τα ιστορικά γεγονότα της βασιλείας του. Συνεργάστηκε με τον Σαρλ λε Μπρεν (Charles Le Brun), του οποίου νυμφεύτηκε σε δεύτερο γάμο την ανιψιά, στην εκπόνηση σχεδίων για ταπισερί για το εργοστάσιο Gobellins. Το 1673 έγινε μέλος της Ακαδημίας. Τα έργα του αποτελούν μια ιστορική μαρτυρία των γεγονότων της εποχής, απόψεων πόλεων, τοπίων, κτιρίων, ενδυμασιών κλπ.

Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Απέδωσε με αριστουργηματικό τρόπο την παριζιάνικη ζωή του θεάματος. Από το 1893 κάνει σχεδόν αποκλειστικά λιθογραφίες με τα ίδια θέματα, απαράμιλλα για τη χρωματική τους εκφραστικότητα.

Γάλλος ζωγράφος. Είναι από τους πρώτους ιμπρεσιονιστές. Συνδέεται με τους Μονέ και Μανέ μετά το 1866 στην κατεύθυνση αυτή. Είναι ο κατεξοχήν τοπιογράφος. Χρωματικές διαβαθμίσεις του ζωγραφικού του έργου εκτείνονατι και στη χαρακτική.

Γάλλος ζωγράφος. Από αντίδραση προς τον Ακαδημαϊσμό, στράφηκε προς τον κύκλο των Nabi. Υπήρξε καθηγητής στην Ακαδημία Ranson. Χαμηλοί τόνοι και προσεγμένες αναμίξεις χρωμάτων διακρίνουν τα εσωτερικά του. Τα έργα του χαρακτηρίζουν μια θερμή οικειότητα και μια καλοζυγισμένη οργάνωση.

Από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ναπολιτάνικου μπαρόκ του 17ου αιώνα, ο Λούκα Τζορντάνο, είναι καλλιτέχνης πληθωρικός με τεράστια δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια της μακρύτατης καριέρας του έδρασε όχι μόνο στη Νάπολη, αλλά στη Ρώμη, στη Φλωρεντία, στη Βενετία και σε πολλές άλλες ιταλικές πόλεις όπου, με τη μεστή αντίληψη της τέχνης του, επηρέασε πολλούς από τους συναδέλφους του. Το 1692 κλήθηκε στην Ισπανία, από τον Κάρολο Β΄ όπου και κατέλειπε τα δείγματα της εξαίρετης και πλουσιότατης τέχνης του στην Μαδρίτη (Escurial) και στο ιερό του καθεδρικού ναού στο Τολέδο. Μετά τον θάνατο του ισπανού μονάρχη (1702) επέστρεψε στη Νάπολη και συνέχισε να εργάζεται για μερικά ακόμη χρόνια.

Ο Τζορντάνο ήταν βαθύτατος γνώστης της μεγάλης ιταλικής και φλαμανδικής ζωγραφικής παράδοσης και ικανός να μιμηθεί αξιοθαύμαστα τους μεγαλύτερους μαιτρ του 16ου αιώνα γι’ αυτό και επονομαζόταν «Πρωτεύς της ζωγραφικής». Είχε τη συνήθεια, από τα νεανικά του χρόνια, στο οικογενειακό εργαστήρι, να κάνει αντίγραφα και έργα βασισμένα στην τεχνοτροπία των παλαιών σπουδαίων ζωγράφων.