Μαθητής της Ακαδημίας του Petersburg.Ταξιδεύει στη Γενεύη, Παρίσι, Ιταλία, Dusseldorf. Εγινε ακαδημαϊκός και ζωγράφος της Αυλής.

Ξεκίνησε τις πρώτες του σπουδές σε μία ελεύθερη ακαδημία στη Μαδρίτη και παράλληλα δούλεψε στο Μουσείο του Πράδο αντιγράφοντας κυρίως έργα των Τιτσιάνο (Titiano), Βελάσκεθ (Velazquez) και Γκόγια (Goya). Συνδέθηκε με τις ομάδες της πρωτοπορίας τη Μαδρίτης και δούλεψε ως εικονογράφος σε πολλές εφημερίδες. Μέχρι εκείνη την εποχή τα έργα που παρουσίαζε συχνά στα διάφορα σαλόνια ήταν αρκετά συμβατικά. Το 1925 συμπεριλήφθησαν είκοσι έργα του στη σημαντική έκθεση «Ιβήρων καλλιτεχνών» στη Μαδρίτη, που παρουσίαζε για πρώτη φορά το έργο μη ακαδημαϊκών ζωγράφων. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και συνδέθηκε με τους ισπανούς καλλιτέχνες ανάμεσα στους οποίους και ο Πικάσο, ο Μιρό (Miro), ο Πικάμπια (Picabia). Έγινε φίλος με τον Ματίς, τον Ντεραίν (Derain) και τον Χουάν Γκρις (Juan Gris).

Στο Παρίσι συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις όπως το Σαλόνι των Πραγματικών Ανεξαρτήτων και το Σαλόνι του Κεραμεικού στα οποία προσκλήθηκε να συμμετάσχει. Έλαβε επίσης μέρος συστηματικά στο Σαλόνι των Υπερανεξαρτήτων καθώς και στην έκθεση «Σχολή του Παρισιού» που πραγματοποιήθηκε το 1946 στη Βέρνη.

Η πρώτη ατομική έκθεση έγινε στη γκαλερί Περσιέ (Percier) στο Παρίσι και παρουσίασε έργα επηρεασμένα από τα κολλάζ των κυβιστών.

Πραγματοποίησε πολλές ατομικές εκθέσεις όχι μόνο στο Παρίσι αλλά και στη Μαδρίτη, τη Ζυρίχη, τις Βρυξέλες, τη Στοκχόλμη, την Κοπεγχάγη, το Σικάγο, το Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 το ύφος του πλησίασε τον εξπρεσιονισμό κυρίως εξαιτίας της νευρώδους και έντονης πινελιάς και το σχεδιασμό κατευθείαν πάνω στο μουσαμά. Αργότερα, στράφηκε προς τις αυστηρές διανοητικές συνθέσεις χρησιμοποιώντας τα θέματά του σαν πρόφαση για στιλιστικούς πειραματισμούς. Η επίδραση του κυβισμού είναι ιδιαίτερα έντονη, κάτι που μοιάζει αναπόφευκτο για έναν νέο ζωγράφο στο Παρίσι της εποχής. Ανήκει σε μία ομάδα καλλιτεχνών για τους οποίους ο κυβισμός τους προσέφερε έναν νέο τρόπο γραφής που απαντούσε στην ανάγκη τους να οργανώσουν με αυστηρότητα το έργο τέχνης.

Ο κυβισμός του χαρακτηρίστηκε «κυβισμός με καμπύλες». Στο έργο του αναγνωρίζονται οι επιρροές του Πικάσο, του Γκρις, του Ματίς και του Μπρακ.

Σταδιακά απλοποίησε τη ζωγραφική του φτάνοντας πολλές φορές μέχρι την αφαίρεση. Το έργο του χαρακτηρίζεται από την οξεία αντίληψη του χρώματος και τον πολύπλοκο χειρισμό του χώρου, αποπνέει μουσικότητα και δημιουργούν μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.

Εξέθεσε κυρίως στις Κάννες και το Παρίσι. Το 1946 έγινε μέλος της επιτροπής του Σαλονιού των Νέων Πραγματικοτήτων (Salon des Realites Nouvelles). Το 1950 εξέθεσε στη Νότιο Αμερική.

Προχώρησε πολύ νωρίς στην αφαίρεση. Το πρώτο αφαιρετικό του έργο χρονολογείται το 1913. Από το 1921 και μετά διερεύνησε τις σχέσεις μουσικής και εικαστικής δημιουργίας μετατρέποντας σε ζωγραφική μουσικά έργα του Μπαχ και του Ντεμπισύ.

Ο Γιάκοπο Ρομπούστι (Jacopo Robusti), επονομαζόμενος Τιντορέτο (Tintoretto), γεννήθηκε το 1518 ή 1519 στην Βενετία, όπου πέρασε και δούλεψε, με μικρά ίσως ταξίδια, όλη του τη ζωή και όπου πέθανε το 1594. Εκτός από ένα μικρό πέρασμα λίγων ημερών από το εργαστήριο του Τισιανού, δεν γνωρίζουμε αν μαθήτευσε κοντά σε κάποιον άλλο ζωγράφο. Από το 1539 άρχισε να δουλεύει ως ανεξάρτητος ζωγράφος. Στα πρώτα του έργα είναι φανερές οι επιρροές των Βερονέζε (Veronese), Σιαβόνε (Schiavone), Σαλβιάτι (Salviati), Τισιανού (Titian) ενώ από το 1540 περίπου γίνεται φανερή η επίδραση του Μιχαήλ-Αγγέλου (Michelangelo), ίσως μετά από ταξίδι του στη Ρώμη εκείνη την εποχή. Είναι εξάλλου γνωστό πως επάνω στον τοίχο του ατελιέ του είχε γράψει: «Il designo di Michel-Angelo ed il colorito di Tiziano» (το σχέδιο του Μιχαήλ-Αγγέλου και το χρώμα του Τισιανού). Ζώντας στη Βενετία συνδυάζει στη ζωγραφική του το χρωματικό πλούτο των μεγάλων βενετών ζωγράφων, όπου οι αναμνήσεις από τα μωσαϊκά του Αγίου Μάρκου ήταν ζωντανές, με τη μνημειακότητα, την κίνηση και τις δραστικές χειρονομίες των μορφών του Μιχαήλ-Αγγέλου.

Σπούδασε στο Κάιρο ζωγραφική, κεραμική και φωτογραφία. Το 1963 εγκαθίσταται στην Αθήνα και σπουδάζει στην ΑΣΚΤ ζωγραφική με δάσκαλο τον Γιάννη Μόραλη, κεραμική καθώς και σκηνογραφία. Στην δουλειά της το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζει είναι η μετάβαση από τις δύο διαστάσεις στην τρίτη, το πέρασμα από ένα κλειστό χώρο στον ανοιχτό. Με γεωμετρικά σχήματα, έντονα χρώματα, αλλά συγχρόνως με μια λυρική διάθεση, αποδίδει το φως, τη σκιά, την κίνηση, την προοπτική, ενώ η απεραντοσύνη του χώρου γίνεται πιό έντονη από την ανθρώπινη απουσία.

Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1941-1946), στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Το 1950 έφυγε στο Παρίσι, όπου για δύο ακόμη χρόνια (1951-1952) συνέχισε σπουδές ζωγραφικής και τοιχογραφίας στη Σχολή Καλών Τεχνών. Από τότε ζει και εργάζεται στη γαλλική πρωτεύουσα. Το 1988 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε ως το 1990.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει ατομικές παρουσιάσεις και συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως η Μπιεννάλε του Σάο Πάολο το 1963, της Βενετίας το 1972 και τα Ευρωπάλια το 1982, καθώς και παρισινά Σαλόνια.

Σε μια πρώτη περίοδο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, που καλύπτει τα χρόνια από το 1950 ως το 1968, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, παραστατική αρχικά, αμορφική, στο πλαίσιο του Aφηρημένου Eξπρεσιονισμού στη συνέχεια. Από το 1965 άρχισε να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες του ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενώ από το 1968 στράφηκε στη γλυπτική, δημιουργώντας αρχικά ανάγλυφες συνθέσεις από σφυρήλατο μολύβι και κατόπιν μεγάλους γλυπτικούς χώρους με κατασκευές από τσιμέντο και σίδερο στο Παρίσι και άλλες πόλεις, τους οποίους ονομάζει «Αγορά», «Λαβύρινθος», «Σαρκοφάγος», «Ναός», «Απολίθωμα». Το 1994 κυκλοφόρησε, με εικονογράφηση δική του και απόδοση του Γιώργου Σεφέρη, «Η Αποκάλυψη του Ιωάννη».