Συμμετείχε σε πολλά Σαλόνια του Παρισιού. Θεωρείται ειδικός στα θέματα των ονείρων. Δημοσίευσε πολλές μελέτες που είχαν σαν θέμα τα όνειρα και τις φυσιογνωμίες των ψυχασθενών.

Το 1935-1936 ζωγράφισε μία μεγάλη τοιχογραφία με τίτλο « Τα θέματα των ονείρων» η οποία διακόσμησε την κεντρική αίθουσα του ψυχιατρείου Αγία Άννα, όπου εργαζόταν. Εικονογράφησε επίσης πολλές ποιητικές συλλογές.

Η ενασχόληση του με τις ψυχικές ασθένειες τον οδήγησαν πιο εύκολα στην προσέγγιση του υπερρεαλισμού που θεωρούσε ότι η αντίληψη των ψυχικά ασθενών αποκαλύπτει πλευρές της ανθρώπινης φύσης.

Με την ομάδα των υπερρεαλιστών συμμετείχε το 1940 στο «παιχνίδι της Μασσαλίας». Συμμετείχε επίσης στη Διεθνή Έκθεση των Υπερρεαλιστών το 1947. Το 2002 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική του έκθεση στο ίδρυμα όπου εργαζόταν.

Μαθητής του Gleyre και του Gerome. Ζωγραφίζει κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής της Αλγερίας και ιστορικά θέματα.

Ασχολήθηκε με τη ζωγραφική μετά από προτροπή του Μπουρντέλ. Ξεκίνησε τις σπουδές του στην Εθνική Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών στη γενέτειρά του, τις οποίες όμως αναγκάστηκε να διακόψει για να υπηρετήσει ως στρατιώτης κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και να τις συνεχίσει το 1919. Το 1936 διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών. Από το 1945 έζησε στην πόλη Sete (Σετ) στη νότιο Γαλλία.

Ζωγραφίζει λιμάνια, λαϊκές γιορτές, τοπία από τον γαλλικό νότο. Το 1949 χρίστηκε επίσημος ζωγράφος του ναυτικού.

Η εκθεσιακή του δραστηριότητα ξεκινά το 1922 και από τότε εκθέτει συστηματικά στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων, το Σαλόνι του Φθινοπώρου και το Σαλόνι των Καλλιτεχνών της Εποχής με την ομάδα των Γκρομαίρ-Λιπσίτζ (Gromaire-Lipchitz). Συμμετείχε επίσης σε πολλές εκθέσεις στο εξωτερικό. Το 1950 τα γαλλικά μουσεία του αφιέρωσαν μία περιοδεύουσα έκθεση. Έλαβε για το έργο του πολλές τιμητικές διακρίσεις.

Συγγενεύει με τον Γκρομαίρ και με άλλους Γάλλους καλλιτέχνες που το έργο τους χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα έντονη δραματουργία και ένταση, που προσδίδουν στο έργο τους εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.

Ασχολήθηκε επίσης με την σκηνογραφία, τη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων, την εικονογράφηση βιβλίων και τη λιθογραφία. Υπήρξε σημαντικός συλλέκτης έργων τέχνης και η συλλογή του κληροδοτήθηκε στο γαλλικό κράτος.

Διέκοψε τις καλλιτεχνικές του σπουδές για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τις συνέχισε μετά το 1920. Παράλληλα εργάστηκε ως χρυσοχόος και ζωγράφος υαλοπινάκων. Κέρδισε το Βραβείο του Παρισιού και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα όπου αφιερώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Το 1924 τιμήθηκε με το Βραβείο της Ρώμης για τη χαρακτική και εγκαταστάθηκε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί όπου έμαθε και την τεχνική της νωπογραφίας. Την ίδια χρονιά κέρδισε ένα χάλκινο μετάλλιο στο Σαλόνι των Γάλλων Καλλιτεχνών (Salon des Artistes Francais). Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο Ντεραίν του παραχώρησε το ατελιέ του και συνδέθηκε φιλικά με τον Μπρακ. Η πρώτη του ατομική έκθεση πραγματοποιήθηκε το 1939 στο Παρίσι. Ακολούθησαν και άλλες από το 1943 μέχρι το 1973 στο Παρίσι, το Λουξεμβούργο αλλά και την Νάντη, το Μπουένος Αϊρες και το Τόκιο. Λίγο πριν το θάνατό του πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική στο Μουσείο της Χάβρης με τον τίτλο «35 χρόνια ζωγραφική». Οι σημαντικότερες εκθέσεις που οργανώθηκαν μετά το θάνατό του πραγματοποιήθηκαν το 1976 στο Κρατικό Μουσείο του Λουξεμβούργου (Musee d’ Etat de Luxembourg) και το 1978 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της πόλης του Παρισιού.

Ασχολήθηκε με το τοπίο, τη νεκρή φύση και το γυμνό. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο πέρασε στην αφαίρεση.

Σπούδασε αρχιτεκτονική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Λυών και του Παρισιού ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Από το 1935 έως το 1940 συμμετείχε στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα μοιράζεται ανάμεσα στο Παρίσι και τη Λυών.

Ασχολήθηκε κυρίως με τη σκηνογραφία. Αντλεί τα θέματά του από την καθημερινή ζωή. Το έργο του έχει εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα.

Σύμφωνα με το Benazit ένας από τους καλύτερους συνεχιστές των Corot και Daubiogny.