Από το 1895 έως το 1897 παρακολούθησε τη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών. Εξέθεσε πρώτη φορά στο Σαλόνι της Εταιρίας Γάλλων Καλλιτεχνών (Salon de la Societe des artistes francais) το 1899. Τα πρώτα του έργα είναι ιμπρεσσιονιστικού ύφους και είχαν ευνοϊκή αντιμετώπιση από την αγορά έργων τέχνης. Το 1905 και το 1907 πραγματοποίησε τις δύο πρώτες ατομικές του εκθέσεις. Το 1908 συνάντησε και παντρεύτηκε την μουσικολόγο Γκαμπριέλ Μπυφέ (Gabrielle Buffet) που συντέλεσε αποφασιστικά στην ανάδειξή του. Οι απόψεις τους γύρω από την τέχνη συμβάδιζαν με τις πιο επαναστατικές αντιλήψεις της εποχής. Σαν φυσική συνέπεια ο Πικαμπιά εγκατέλειψε τον πουαντιγισμό και τον ιμπρεσιονισμό και επηρεάσθηκε από τον φωβισμό, για να προσχωρήσει αργότερα στον κυβισμό. Το 1911 γνωρίστηκε με τον Απολλιναίρ (Apollinaire) και τον Μαρσέλ Ντυσάν. Ο ορφισμός τον οδηγεί σε κυβιστικές συνθέσεις και το 1912 εκθέτει με την ομάδα «Section d’ or».
Η οικονομική του ευρωστία του επιτρέπει να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να δει τη σημαντική έκθεση «The Armory Show», όπου εκτίθεται το κυβιστικό έργο του «Danses a la source I». Είναι ο μοναδικός ευρωπαίος καλλιτέχνης που πραγματοποιεί αυτό το ταξίδι και για το λόγο αυτό ο τύπος τον πολιορκεί. Ο ζωγράφος δηλώνει «δεν ζωγραφίζω ό,τι βλέπουν τα μάτια μου. Ζωγραφίζω ό,τι βλέπει το πνεύμα μου, αυτό που βλέπει η ψυχή μου». Τα πιο χαρακτηριστικά ορφικά έργα του «Udnie»και «Je revois en souvenir ma chere Udnie» υλοποιούνται το 1913 και ήδη εμπεριέχουν ένα πρωτόγνωρο δυναμισμό σαφώς επηρεασμένο από τα δυναμικά γεωμετρικά σχήματα των κτηρίων της Νέας Υόρκης αλλά εικονογραφούν τα βιώματα του ζωγράφου και είναι βασισμένα πάνω στη θεωρία της συναισθησίας, θεωρία που σχετίζεται με την πρόσληψη του μουσικού έργου και έχουν δουλευτεί από την Γκαμπριέλ Μπυφφέ. Στη Νέα Υόρκη ο Πικάμπια πραγματοποιεί μία έκθεση με ακουαρέλες στη γκαλερί του φωτογράφου Άλφρεντ Στίγκλιτζ (Alfred Stieglitz). Η συνύπαρξη οργανικών και μηχανικών σχημάτων προϊδεάζει για την επόμενη περίοδο του έργου του την μηχανική. Η στενή φιλία με τον Μαρσέλ Ντυσάν τον οδηγούν στην προσχώρησή του στο dada.
Ο Lange Pier όπως τον αποκαλούσαν λόγω του ύψους του, υπήρξε μέλος της συντεχνίας των ζωγράφων από της Αμβέρσας, από το 1535, ενώ το 1556 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ. Γνωστός κυρίως για τις σκηνές του από την αγορά καθώς και τις σκηνές κουζίνας ασχολήθηκε και με άλλα θέματα όπως θρησκευτικά, όπου πολλές φορές η θρησκευτική σκηνή εκτυλίσσεται μέσα σε μια σκηνή αγοράς, ιστορικά, νεκρές φύσεις και το πορτρέτο.
Πατέρας τριών γιων που έγιναν και αυτοί ζωγράφοι υπήρξε ο πατριάρχης μια μακράς δυναστείας καλλιτεχνών μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο ανιψιός και μαθητής του Γιοακίμ Μπόικαλερ (Joachim Beuckelaer). Η συνδρομή του στην ανάπτυξη της φλαμανδικής τέχνης του 16ου αιώνα υπήρξε εξίσου σημαντική με αυτή του Μπρύχελ (Bruegel).
Υπήρξε μέλος της Royal Academy
Ήταν γιος ανθρακωρύχου και γεννήθηκε στην περιοχή των ορυχείων.
Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1927 και εργάσθηκε στα εργοστάσια κατασκευής αυτοκινήτων της Renault Citroen, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε βραδινά μαθήματα ζωγραφικής και γλυπτικής.
Το 1931 προσχώρησε στην Ένωση Επαναστατών Καλλιτεχνών και Συγγραφέων, όπου γνωρίστηκε με τον Λουί Αραγκόν (Louis Aragon), Αντρέ Μαρλώ (Andre Malraux), Φερνάν Λεζέ, Ζαν Ελιόν (Jean Helion), Φρανσίς Γκρυμπέρ).
Η παραγωγή προσωπικού έργου ξεκίνησε δύο χρόνια αργότερα. Το 1936 γνωρίστηκε με τον Πικάσο και την επόμενη χρονιά η έκθεση της «Guernica» στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του προκάλεσε ισχυρές εντυπώσεις και επηρέασε το έργο του.
Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση στο Εθνικό Μέτωπο των Τεχνών. Τον Μάιο του 1941 εξέθεσε με μία ομάδα είκοσι καλλιτεχνών στη γκαλερί Μπράουν (Braun). Τα έντονα χρώματα που κυριαρχούσαν στα έργα τους και οι σχεδόν αφηρημένες συνθέσεις τους αποτελούσαν ανοιχτή πρόκληση στον κατακτητή. Μετά την απελευθέρωση ονομάσθηκαν μεταπολεμική Σχολή του Παρισιού.
Η πρώτη ατομική έκθεση έγινε το 1939 και παρουσιάστηκε από τον Γκρομαίρ για να ακολουθήσουν πολλές άλλες.
Από το 1947 διαχώρισε τη θέση του από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που είχε υιοθετήσει το κομμουνιστικό κόμμα και ταυτόχρονα τέθηκε εναντίον της αφηρημένης ζωγραφικής που είχε αρχίσει να κυριαρχεί στη γαλλική ζωγραφική.
Το 1951 ο Πικάσο του πρότεινε να συνεργαστούν στην παραγωγή κεραμικών στο Βαλλωρίς, ενασχόληση για τα επόμενα δύο χρόνια, συνεχίζοντας παράλληλα τις σειρές έργων «Ελιές» («Oliviers») και «Χωρικοί» («Paysans»). Την εποχή της συνεργασίας του με τον Πικάσο ξεκινά και η σειρά των έργων «Μητρότητες» («Maternites») και ο «Ο άνθρωπος στο παιδί» («L’ Homme a l’ enfant»).
Η θεματογραφία των έργων του επηρεάζεται από την πολιτική του δράση στην υπηρεσία της οποίας είχε θέσει το έργο του. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 ασχολήθηκε με το θέμα του πολέμου, ενώ αργότερα στράφηκε προς τη φύση. Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία αλλά και με τη γλυπτική μνημειακών έργων σε πηλό.
Υιοθέτησε ποικίλες τεχνικές, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του χρησιμοποίησε σχεδόν αποκλειστικά την ακουαρέλα. Αν και θεωρούσε την αφηρημένη ζωγραφική άρνηση της πραγματικότητας, στο ύστερο έργο του υπάρχουν πολλά αφαιρετικά στοιχεία. Το έργο του κατέχει σημαντική θέση στη μεταπολεμική γαλλική ζωγραφική.
Γλύπτης, ζωγράφος, κεραμίστας. Γεννήθηκε στην Αργεντινή από γονείς Ιταλούς.
Ο Ζακ Φουκιέρ, ζωγράφος και σχεδιαστής πολυάριθμων τοπίων, υπήρξε πιθανότατα μαθητής του Γιάν Μπρύχελ Ι (Jan Brueghel I) και του Γιόος ντε Μόμπερ ΙΙ (Joos de Momper ΙΙ). Λίγο μετά το 1616 βρέθηκε στη Χαϊδελβέργη, όπου εργάστηκε για τον Φρειδερίκο Ε, εκλέκτορα του Ρηνανικού Παλατινάτου. Το 1621 εγκαταστάθηκε στη Γαλλία, όπου οι τοπιογραφίες του έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς. Ο Λουδοβίκος ΙΓ του ανέθεσε να ζωγραφίσει μια σειρά τοπογραφικών απόψεων γαλλικών πόλεων για να διακοσμήσει τη Γκραντ Γκαλερί (Grande Galerie) του Λούβρου. Όσον αφορά στη μελέτη του τοπιογραφικού του έργου έχουν σημειωθεί επιρροές και σχέσεις με το έργο φλαμανδών και ολλανδών καλλιτεχνών, όπως ο Μπρύχελ, ο Μόμπερ, ο Ζακ ντ΄Αρτουά (Jacques d’ Arthois), o Λόντεβεικ ντε Βάντερ (Lodewijk de Vadder), o Εσάϊας βαν ντε Βέλντε (Esaias van de Velde), όπως και επιρροές καλλιτεχνών, των οποίων το έργο παρουσιάζει σημαντικά «ιταλίζοντα» στοιχεία, όπως ο Πωλ Μπριλ (Paul Bril) και ο Κλωντ Λοραίν (Claude Lorrain). Λίγα υπογεγραμμένα έργα του καλλιτέχνη έχουν διασωθεί.
Είναι αυτοδίδακτος ζωγράφος. Εργάσθηκε ως μεταλλουργός στη βιομηχανία Renault. Το 1939 έγινε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ανέπτυξε έντονη αντιστασιακή δράση. Το 1941 μετέτρεψε το εργαστήριο του σε παράνομο τυπογραφείο, όπου σχεδίασε τους τίτλους των παράνομων εφημερίδων και τύπωνε τις περισσότερες από αυτές. Τον ίδιο χρόνο εξέθεσε στην έκθεση «Είκοσι Ζωγράφοι της Γαλλικής Παράδοσης» («Vingt Peintres de tradition francaise»).
Το 1942 ορίζεται υπεύθυνος για θέματα τέχνης στο Εθνικό Μέτωπο των Τεχνών και συνεργάζεται με τους Εντουάρ Πινιόν (Edouard Pignon) και Εντουάρ Γκέρκ (Edouard Goerg). Τον επόμενο χρόνο συμμετέχει στην έκθεση «Δώδεκα σημερινοί ζωγράφοι» («Douze peintres d’ aujourd’hui») που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της νέας σχολής του Παρισιού. Η ομάδα θα ονομασθεί «Νέοι Γάλλοι καλλιτέχνες».
Το 1944 συνάντησε τον Πιερ Βιγιόν (Pierre Villon) και τον Πωλ Ελυάρ (Paul Eluard). Μετά την απελευθέρωση, του ανατίθεται η οργάνωση μιας έκθεσης με έργα του Πικάσο σύμβολο της αντίστασης ενάντια στη ναζιστική κατοχή. Παρουσιάζεται το έργο «La Guerre» («Ο Πόλεμος») και μετά από διαβήματα του Εθνικού Μετώπου αγοράζεται από το κράτος. Το 1947 πραγματοποίησε ένα πολύμηνο ταξίδι στην Ιταλία, όπου μελέτησε την ιταλική ζωγραφική και συνδέθηκε με Ιταλούς καλλιτέχνες.
Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε το 1946 και ακολούθησε έντονη εκθεσιακή δραστηριότητα. Διακόσμησε την εκκλησία στην Romainville και άλλα δημοτικά κτήρια. Τιμήθηκε με πολλά βραβεία. Το 1954 προσκλήθηκε για τις λιθογραφίες τους στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Η θεματολογία του σχετίζεται πάντα με την κοινωνική και την πολιτική κριτική, τα έργα του σχολιάζουν τα σημαντικά γεγονότα της εποχής του.
Γάλλος
Φίλος του Μανέ (Manet) και του Γουίστλερ (Whistler), ο Φαντέν-Λατούρ (Fantin-Latour), ήταν πολύ κοντά στην ομάδα των ιμπρεσιονιστών, δέχτηκε όμως πρωτίστως τις επιρροές του Κουρμπέ (Courbet) (του οποίου υπήρξε μαθητής) και του Ντελακρουά (Delacroix). Το έργο του, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ολλανδική παράδοση του 17ου αιώνα, συνίσταται σε πορτραίτα (κυρίως ομαδικά), σε φανταστικά στιγμιότυπα εμπνευσμένα από τη λογοτεχνία και τη μουσική και κυρίως σε νεκρές φύσεις. Στις τελευταίες, άλλωστε, οφείλει την επιτυχία του, κυρίως στους συλλεκτικούς κύκλους των Άγγλων που ήταν ανενδοίαστοι θαυμαστές των μπουκέτων του.