Ασχολήθηκε με τις διακοσμητικές και τις εφαρμοσμένες τέχνες, σχεδίασε υφάσματα, κοσμήματα, χαλιά, κεραμικά, έπιπλα και πανό από λάκα. Όλα της σχεδόν τα έργα αντλούν τα θέματά τους από το ζωικό βασίλειο.

Εξέθεσε στα Σαλόνι των Ανεξαρτήτων και του Φθινοπώρου, στο Σαλόνι των καλλιτεχνών Διακοσμητών και στο Σαλόνι γυναικών ζωγράφων.

Ο Τζιοβάνι Μπενεντέτο Πόνσι (Giovanni Benedetto Ponsi) γεννήθηκε κοντά στη Λούκα (περιοχή της Τοσκάνης) το 1697. Το 1728 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη όπου σύχναζε στα εργαστήρια των Μπενεντέτο Λούτι (Benedetto Lutti), Φραντσέσκο Τρεβισάνι (Francesco Trevisani) και Σεμπαστιάνο Κόνκα (Sebastiano Conca). Το 1741 επέστρεψε στη γενέτειρά του, και σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχειακών πηγών, είχε έντονη καλλιτεχνική δραστηριότητα – που παραμένει, μέχρι σήμερα αντικείμενο προς μελέτη– και υπηρέτησε όλες τις μορφές της ζωγραφικής.

Από το 1895 έως το 1897 παρακολούθησε τη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών. Εξέθεσε πρώτη φορά στο Σαλόνι της Εταιρίας Γάλλων Καλλιτεχνών (Salon de la Societe des artistes francais) το 1899. Τα πρώτα του έργα είναι ιμπρεσσιονιστικού ύφους και είχαν ευνοϊκή αντιμετώπιση από την αγορά έργων τέχνης. Το 1905 και το 1907 πραγματοποίησε τις δύο πρώτες ατομικές του εκθέσεις. Το 1908 συνάντησε και παντρεύτηκε την μουσικολόγο Γκαμπριέλ Μπυφέ (Gabrielle Buffet) που συντέλεσε αποφασιστικά στην ανάδειξή του. Οι απόψεις τους γύρω από την τέχνη συμβάδιζαν με τις πιο επαναστατικές αντιλήψεις της εποχής. Σαν φυσική συνέπεια ο Πικαμπιά εγκατέλειψε τον πουαντιγισμό και τον ιμπρεσιονισμό και επηρεάσθηκε από τον φωβισμό, για να προσχωρήσει αργότερα στον κυβισμό. Το 1911 γνωρίστηκε με τον Απολλιναίρ (Apollinaire) και τον Μαρσέλ Ντυσάν. Ο ορφισμός τον οδηγεί σε κυβιστικές συνθέσεις και το 1912 εκθέτει με την ομάδα «Section d’ or».

Η οικονομική του ευρωστία του επιτρέπει να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να δει τη σημαντική έκθεση «The Armory Show», όπου εκτίθεται το κυβιστικό έργο του «Danses a la source I». Είναι ο μοναδικός ευρωπαίος καλλιτέχνης που πραγματοποιεί αυτό το ταξίδι και για το λόγο αυτό ο τύπος τον πολιορκεί. Ο ζωγράφος δηλώνει «δεν ζωγραφίζω ό,τι βλέπουν τα μάτια μου. Ζωγραφίζω ό,τι βλέπει το πνεύμα μου, αυτό που βλέπει η ψυχή μου». Τα πιο χαρακτηριστικά ορφικά έργα του «Udnie»και «Je revois en souvenir ma chere Udnie» υλοποιούνται το 1913 και ήδη εμπεριέχουν ένα πρωτόγνωρο δυναμισμό σαφώς επηρεασμένο από τα δυναμικά γεωμετρικά σχήματα των κτηρίων της Νέας Υόρκης αλλά εικονογραφούν τα βιώματα του ζωγράφου και είναι βασισμένα πάνω στη θεωρία της συναισθησίας, θεωρία που σχετίζεται με την πρόσληψη του μουσικού έργου και έχουν δουλευτεί από την Γκαμπριέλ Μπυφφέ. Στη Νέα Υόρκη ο Πικάμπια πραγματοποιεί μία έκθεση με ακουαρέλες στη γκαλερί του φωτογράφου Άλφρεντ Στίγκλιτζ (Alfred Stieglitz). Η συνύπαρξη οργανικών και μηχανικών σχημάτων προϊδεάζει για την επόμενη περίοδο του έργου του την μηχανική. Η στενή φιλία με τον Μαρσέλ Ντυσάν τον οδηγούν στην προσχώρησή του στο dada.