Σε ηλικία δώδεκα ετών μαθήτευσε σε ένα ξυλογλύπτη-διακοσμητή και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα διακοσμητικής γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Μελέτησε τα έργα των Ντιντερό (Diderot), Ντελακρουά (Delacroix) και Μπωντλαίρ (Baudelaire). Ασχολήθηκε με την τέχνη των ιμπρεσιονιστών και το έργο του Γκωγκέν (Gauguin). Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1907 και από το 1922 δίδαξε στην ακαδημία που ίδρυσε ο ίδιος, δημοσίευσε πολλά άρθρα, εξέδωσε βιβλία γύρω σχετικά με τη θεωρία και την πράξη στη ζωγραφική. Από το 1918 έως το 1940 κρατούσε την καλλιτεχνική στήλη της «Nouvelle Revue Francaise».

Συμμετείχε στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων από το 1906, αλλά η πρώτη παρουσίαση έργων του έγινε στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1907. Τα περισσότερα από αυτά ήταν τοπία με νευρώδεις πινελιές, εξαιρετικά φωτεινά χρώματα, έντονες επιδράσεις από τον φωβισμό και το έργο του Σεζάν.

Πραγματοποίησε την πρώτη ατομική έκθεση το 1910.
Κατόρθωσε να εξασφαλίσει μία υποτροφία για μη ακαδημαϊκούς ζωγράφους στη Villa Medicis Libre στην Orgeville. Εκεί συνάντησε τον Ραούλ Ντυφύ. Την άνοιξη του 1911 τα έργα του εκτέθηκαν στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων στην περίφημη αίθουσα 41 μαζί με αυτά των Αρσιπένκο (Archipenko), Γκακύ (Gaky), Ντυσάν (Duchamp), Ντυσαν-Βιγιόν (Duchamp-Villon), Γλέζ (Gleizes), Λε Φωκονιέ (Le Fauconier), Μετζιγκέρ (Metzinger), Πικάμπια (Picabia), Ζακ Βιγιόν (Jacques Villon), που αποτελέσαν την πρώτη ομάδα των κυβιστών. Το έργο του συγγενεύει με αυτό των Ντελωνέ (Delaunay), (Λα Φρεσναί) La Fresnaye.

Συμμετείχε επίσης στην έκθεση της ομάδας «Section d’ or» το 1912.

Το 1943 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το σύνολο του έργου στην πόλη του και το 1958 πραγματοποιήθηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας τέχνης της πόλης του Παρισιού.

Υπήρξε επίσης εικονογράφος βιβλίων και πραγματοποίησε μεγάλες διακοσμητικές συνθέσεις σε δημόσια κτίρια στο Μπορντώ.

Ο θεωρητικός Ζαν Κασού (Jean Cassou) υποστήριξε ότι τα γραπτά του γύρω από τη ζωγραφική αποτελούν ένα από τα μνημεία της γαλλικής σκέψης. Χαρακτηρίστηκε «ακαδημαϊκός του κυβισμού».

Ο Άντριαν βαν ντερ Βερφ σπούδασε ζωγραφική πλάι στους Κορνέλις Πικολέ (Cornelis Picolet) και Έγκλον βαν ντερ Νέερ (Eglon van der Neer). Εγκατεστημένος στο Ρόττερνταμ, επιδόθηκε κυρίως στην προσωπογραφία, στη ζωγραφική ηθογραφικών σκηνών και βιβλικών θεμάτων. Το 1697 διορίστηκε ζωγράφος στην αυλή του Ντύσσελντορφ, όπου επίσης χρήστηκε ιππότης. Το ενδιαφέρον του για την ηθογραφική ζωγραφική αργότερα αντικαταστάθηκε από την ενασχόλησή του με την ιστορική ζωγραφική. Χαρακτηριστικό πολλών έργων του ήταν η προσοχή στην απόδοση των λεπτομερειών, το λεπτότατο φινίρισμα, η έντονη ψευδαισθητική παρουσία του απεικονιζόμενου αντικειμένου. Το χαρακτηριστικό αυτό της ζωγραφικής του βρήκε ανταπόκριση στους θεωρητικούς της τέχνης της εποχής, αλλά και στο αγοραστικό κοινό, το οποίο αγόραζε τα έργα του σε εξαιρετικά υψηλές τιμές.

Γιος και μαθητής του ζωγράφου-ακουαρελίστα Φίλιπ Βινκμπόουνς (Philippe Vinckboons) (;-1601). Μετά την κατάληψη της Αμβέρσας από τους Ισπανούς, το 1586 και τις διώξεις που υπέστησαν οι προτεστάντες, εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένεια του στο Άμστερνταμ.

Ακολουθώντας την παράδοση της γενέτειράς του, της Φλάνδρας, ασχολήθηκε με την ηθογραφία εισάγοντας στη Ολλανδία σκηνές όπως γιορτές χωρικών, της καθημερινής ζωή τους, ακόμα και τις σχέσεις τους με τους ισπανούς στρατιώτες. Φιλοτέχνησε επίσης ιστορικά και θρησκευτικά έργα ενώ άφησε πάρα πολλά σχέδια, τα περισσότερα από τα οποία αναπαράχθηκαν σε χαρακτικά.

Πολύ αγαπητοί υπήρξαν οι πίνακες του που απεικονίζουν ομάδες ατόμων που διασκεδάζουν τρώγοντας, πίνοντας και φλερτάροντας σε εξοχικά τοπία, θέμα που επηρέασε αρκετούς ολλανδούς ζωγράφους κατά τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα.

Γεννήθηκε στη Γερμανία και πέθανε στην Αγγλία. Είχε ιδιαίτερη επιτυχημένη καριέρα στην αγγλική αυλή.