Ιταλικής καταγωγής, σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου, μετά την αποφοίτησή του, εργάστηκε για ένα διάστημα ως βοηθός στην έδρα της Προοπτικής. Μετά την αποτυχία της ιταλικής επανάστασης εναντίον των Αυστριακών το 1848, στην οποία έλαβε μέρος, κατέφυγε ως πολιτικός εξόριστος αρχικά στην Πάτρα και, μετά δύο χρόνια, στην Αθήνα. Για την προσφορά του στους αγώνες της πατρίδας του τιμήθηκε αργότερα με το αργυρό παράσημο του Σωτήρος και με τρία ιταλικά παράσημα.

Υποστηριζόμενος από τη βασίλισσα Αμαλία διακόσμησε την εξοχική της κατοικία, ενώ, με εντολή του ‘Οθωνα, αποπεράτωσε την αγιογράφηση της Ρωσικής εκκλησίας, την οποία είχε ξεκινήσει ο Λουδοβίκος Θείρσιος και ο Νικηφόρος Λύτρας. Για την εργασία του αυτή ο τσάρος της Ρωσίας Αλέξανδρος Β’ του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο. Κατά παραγγελία επίσης του ‘Οθωνα φιλοτέχνησε το έργο “Το στρατόπεδο των Θηβών”, με το οποίο καθιερώθηκε ως ζωγράφος, και διακόσμησε την οροφή της αίθουσας τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1863 ως το 1901 δίδαξε Προοπτική, Σκηνογραφία, Στοιχειώδη Γραφική και Κοσμηματογραφία στο Σχολείο των Τεχνών και ζωγραφική στη Σχολή των Ευελπίδων.

Το 1859 έλαβε μέρος στην έκθεση των Ολυμπίων, συμμετέχοντας και πάλι το 1870 και κερδίζοντας το αργυρό βραβείο. Στην ίδια έκθεση το 1888 τιμήθηκε με το χάλκινο βραβείο. ‘Ελαβε επίσης μέρος στην Παγκόσμια ‘Εκθεση του Παρισιού το 1867, καθώς και σε εκθέσεις του Παρνασσού και υπήρξε μέλος πολλών κριτικών επιτροπών.

Χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο την υδατογραφία, απεικόνισε αρχαιολογικούς τόπους και μνημεία, καθιερώνοντας ως ιδιαίτερο αυτό το είδος της τοπιογραφίας. Στα έργα του οι ακαδημαϊκές κλασικιστικές αρχές συνυπάρχουν με μια πιο ρεαλιστική απόδοση, ενώ με ξεχωριστή ευαισθησία αποδίδονται τα χρώματα.

Μοιραστείτε: