Μαθήτευσε πιθανώς στο εργαστήριο του Νικόλαου Δοξαρά στη Ζάκυνθο, και υπό τη δική του επίβλεψη φιλοτέχνησε το 1757 τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό και την Αγία Βαρβάρα στον Άγιο Δημήτριο του Κόλλα, που σήμερα δεν σώζονται. Στα 1760 – 1764 πιθανολογείται ότι ταξίδεψε στη Βενετία, ενώ το 1766 βρισκόταν στη Ζάκυνθο και ζωγράφισε τη Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου, πίνακα υπογεγραμμένο και χρονολογημένο που βρίσκεται στο γυναικωνίτη του ναού του Αγίου Διονυσίου. Το 1770 τραυματίστηκε στο πρόσωπο κατά τη διάρκεια συμπλοκής. Το 1777 χειροτονήθηκε ιερέας στη Λευκάδα και στη συνέχεια έγινε εφημέριος σε εκκλησίες της γενέτειράς του. Παράλληλα με το ζωγραφικό και εκκλησιαστικό του έργο, ασχολήθηκε με τη σατιρική ποίηση ασκώντας έντονη κριτική στα πράγματα του καιρού του, ενώ η εκκεντρική του συμπεριφορά όπως και ο ανατρεπτικός και θεατρικός τρόπος τέλεσης της λειτουργίας προκάλεσαν τη σύγκρουση με τον περίγυρό του. Τρία θρησκευτικά ζωγραφικά σύνολα, που προέρχονται από ναούς της Ζακύνθου, και συγκεκριμένα από τον Άγιο Σπυρίδωνα το Φλαμπουριάρη, τον Άγιο Γεώργιο τον Πετρούτσο και τον Άγιο Αντώνιο τον Ανδρίτση, αποδίδονται στον Κουτούζη. Η παράσταση της Γέννησης της Θεοτόκου στην ουρανία της εκκλησίας της Παναγίας των Ξένων στην Κέρκυρα, καθώς και τέσσερις πίνακες στη μονή του Αγίου Διονυσίου στη Ζάκυνθο με θέματα από το βίο του αγίου είναι επίσης δικά του έργα.

Κυρίαρχη μορφή της τέχνης στα Επτάνησα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, καλλιέργησε κυρίως τη θρησκευτική σκηνή, ενώ στο πλαίσιο της κοσμικής ζωγραφικής σημαντικότατη θεωρείται η συμβολή του στη διαμόρφωση της προσωπογραφίας. Ακολούθησε τα πρότυπα του ιταλικού μπαρόκ και ήλθε σε ρήξη με την παράδοση της μεταβυζαντινής τέχνης, τόσο σε επίπεδο τεχνικής όσο και σε επίπεδο εικαστικής διαπραγμάτευσης. Το έργο του άσκησε επίδραση στους ομοτέχνους του και βρήκε συνέχεια στη ζωγραφική του μαθητή του, Νικόλαου Καντούνη.

Μοιραστείτε: