Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική (1946-1947) με τους Δημήτριο Μπισκίνη, Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και Ουμβέρτο Αργυρό και γλυπτική (1947-1954) με τον Μιχάλη Τόμπρο. Συνέχισε στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας (1954-1957) και της Ρώμης (1958-1961), όπου είχε δασκάλους τους Περίκλε Φατζίνι και Βενάντζο Κροτσέττι αντίστοιχα. Κατά την παραμονή του στην Ιταλία συνδέθηκε με σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως τον Τζάκομο Μαντζού, τον Μαρίνο Μαρίνι, τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τον Τζόρτζιο Μοράντι και τον Χένρι Μουρ. Πραγματοποίησε ταξίδια σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και μελέτησε μουσεία. Το 1958 εγκατέστησε το πρώτο εργαστήριο χαλκοχυτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ από το 1969 ως το 1985 υπήρξε καθηγητής στην έδρα της γλυπτικής, εισάγοντας και τη συστηματική διδασκαλία θεωρητικών κειμένων.

Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές εκθέσεις, καθώς και σε αναδρομική που οργανώθηκε το 1995 από την Εθνική Πινακοθήκη. Έλαβε επίσης μέρος σε ομαδικές, μεταξύ των οποίων Πανελλήνιες, η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας του 1961, όπου κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο, και η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1979.

Θαυμαστής της τέχνης της Αναγέννησης και έχοντας πάντα ως αφετηρία την ανθρώπινη μορφή, ο Δημήτρης Καλαμάρας δημιούργησε τα πρώτα του έργα παραμένοντας πιστός στην ορατή πραγματικότητα. Το διάστημα 1954-1965 στις συνθέσεις του κυριαρχούν τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ενώ μετά το 1965 τα έργα του αποκτούν δομικό χαρακτήρα και χτίζονται με γεωμετρικούς όγκους, αποτέλεσμα εξαντλητικής μελέτης και λεπτομερών μετρήσεων που οφείλονται στην πίστη του στην τάξη, την αρμονία, τη συμμετρία και σε ό,τι ήταν βασισμένο στο νόμο του αριθμού.

Μοιραστείτε: