Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών γλυπτική με τον Γιάννη Παππά (1954-1959) και με υποτροφία του Ιδρύματος Ευγενίδη συνέχισε στη Φλωρεντία, όπου ο Μπρούνο Μπεάρτζι του δίδαξε την τεχνική του μετάλλου. Το 1975 πήρε επιχορήγηση από το Ίδρυμα Ford. Την περίοδο 1960-1980 δίδαξε σχέδιο στις σχολές Δοξιάδη και Πετρά.

Έχει παρουσιάσει το έργο του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό καθώς και σε Πανελλήνιες. Η συμμετοχή του σε ομαδικές διοργανώσεις περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις Μπιενάλε Νέων στο Παρίσι το 1960, της Αλεξάνδρειας το 1976, όπου κέρδισε το Β΄ βραβείο, και της Βενετίας το 1984, τη “Διεθνή Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής” (“Exposition Internationale de Sculpture Contemporaine”) στο Παρίσι, καθώς και την έκθεση “Οι Τέχνες στην Ευρώπη” (“Les Arts en Europe”) το 1976 στις Βρυξέλλες, όπου τιμήθηκε με το Α΄ βραβείο.

Από τους καλλιτέχνες που εκπροσωπούν το σουρεαλισμό στη γλυπτική, ο Γεωργιάδης ξεκίνησε τη δημιουργική του πορεία με σκηνές από την καθημερινή ζωή. Από το 1967 άρχισε να επικρατεί στο έργο του το σουρεαλιστικό στοιχείο. Στο βασικό πλέον θέμα του, το ακέφαλο γυναικείο σώμα, χωρίς χέρια και με κομμένα τα πέλματα, τυλιγμένο από τα γόνατα μέχρι κάτω από το στήθος με ένα κομμάτι ύφασμα, προστίθενται ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία, όπως μέλη από κούκλες ή γυάλινα μάτια, ενώ άλλες μορφές, όπως Νίκες με κομμένα φτερά, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα εξωπραγματική. Οι παραμορφώσεις που υφίστανται αυτές οι μορφές, μεμονωμένες ή σε συμπλέγματα, τις ανάγουν σε σύμβολα. Από τη δεκαετία του 1980 δεν ενδιαφέρεται πλέον τόσο για τον συμβολικό ρόλο της μορφής, όσο για τα πλαστικά στοιχεία. Την ίδια επίσης περίοδο τον συγκινεί το δράμα του Τρίτου κόσμου και, χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως το φωτογραφικό ρεαλισμό ή το ready-made, δημιουργεί έργα που διακρίνονται για την αμεσότητα των μηνυμάτων τους.

Μοιραστείτε: