Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών γράφτηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου σπούδασε κοντά στον Μιχάλη Τόμπρο, ενώ το ίδιο διάστημα σύχναζε στο εργαστήριο του Θανάση Απάρτη. Αποφοίτησε το 1950 και αμέσως έφυγε για το Παρίσι. Παρακολούθησε για ένα διάστημα μαθήματα στο εργαστήριο του Μαρσέλ Ζιμόν, αλλά γρήγορα εγκαταστάθηκε στη Chevreuse, όπου υπήρξε μαθητής και στη συνέχεια, για αρκετά χρόνια, καθηγητής στη Σχολή Κεραμικής.

Παρουσίασε τις πρώτες ατομικές του εκθέσεις το 1964 στη Ναντ, στο Παρίσι και στην Αθήνα. Ακολούθησαν ατομικές εντός και εκτός Ελλάδας και συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως το παρισινό Σαλόν του Μαΐου, η Μπιενάλε του Σάο Πάουλο το 1965, Πανελλήνιες, καθώς και η έκθεση “Μεταμορφώσεις του Μοντέρνου” το 1992 στην Εθνική Πινακοθήκη.

Καλλιτέχνης που δε σταμάτησε ποτέ να πειραματίζεται και να ερευνά, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 εμπνεύστηκε μια δική του τεχνική και έδωσε μεγάλο αριθμό έργων από τσιμέντο, ανοξείδωτο χάλυβα και πλυμένο σκυρόδεμα (beton – lave). Ενδιαφερόμενος ιδιαίτερα για την πολιτιστική αποστολή της γλυπτικής και την ενσωμάτωσή της σε αρχιτεκτονικό πλαίσιο, συνεργάστηκε εκτεταμένα με αρχιτέκτονες. Καρποί αυτών των συνεργασιών είναι μνημειακές γλυπτικές κατασκευές για δημόσιους χώρους. Παράλληλα ενδιαφέρθηκε και για τη γλυπτική σε μικρές διαστάσεις, δημιουργώντας μικρά αντικείμενα, όπως ξυλόγλυπτα τοπία, φρουτιέρες και διακοσμητικά αντικείμενα με ποιητική και έντονα σουρεαλιστική ατμόσφαιρα, καθώς και κοσμήματα.

Μοιραστείτε: