Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών ζωγραφική με τον Γεώργιο Ιακωβίδη και τον Επαμεινώνδα Θωμόπουλο και γλυπτική με τον Θωμά Θωμόπουλο. Αποφοίτησε το 1928. Το 1930, με υποτροφία του κληροδοτήματος Βόλτου, πήγε στο Παρίσι, όπου ως το 1935 σπούδασε γλυπτική κοντά στους Ρομπέρ Βλερίκ, Σαρλ Ντεσπιώ και Αριστίντ Μαγιόλ και χαρακτική στο εργαστήριο του Δημήτρη Γαλάνη. Έμαθε επίσης την τέχνη των μεταλλίων από τον Ανρί Ντροπσί. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1936. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της ομάδας “Αρμός”. Το 1952 η Διεθνής Επιτροπή της Γενεύης προέκρινε ένα έργο του ως μόνιμο μετάλλιο των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Το 1965 τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος Γεωργίου Α΄ για την καλλιτεχνική προσφορά του. Το 1966 εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και το 1976 μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Εκτός από τη διαρκή έκθεση των έργων του που λειτουργούσε στο εργαστήριό του, παρουσίασε τη δουλειά του σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το Σαλόν του Κεραμικού και των Ανεξαρτήτων, το Φθινοπωρινό Σαλόν, η Διεθνής Έκθεση του Παρισιού το 1937, όπου έλαβε το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο, η έκθεση του “Αρμού” το 1949, Πανελλήνιες, καθώς και η Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1967.

Παραμένοντας πάντα ανθρωποκεντρικός, ο Βάσος Φαληρέας φιλοτέχνησε ανδριάντες, προτομές, ταφικά μνημεία, ηρώα και εκκλησιαστικά γλυπτά προερχόμενα από παραγγελίες, αλλά και ελεύθερες συνθέσεις, μετάλλια, νομίσματα και χαρακτικά. Παρέμεινε πιστός στη ρεαλιστική απόδοση, συνδυάζοντας επιλεκτικά στοιχεία από τη γαλλική του μαθητεία με χαρακτηριστικά της αρχαϊκής τέχνης και δημιούργησε συνθέσεις που διακρίνονται για τη μνημειακή κλίμακα, τη σωστή οργάνωση και την ισορροπία, χωρίς ωστόσο να αποφύγει την τυποποίηση και τη επανάληψη.

Μοιραστείτε: