Μαθητής του Γεωργίου Βρούτου στο Σχολείο των Τεχνών αρχικά, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ και στην Ακαδημία Καλών Τεχνών από το 1904, ενώ προηγουμένως έκανε ένα σύντομο πέρασμα από το Μόναχο. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1930, μετά από 26 χρόνια, έχοντας διανύσει μια επιτυχημένη πορεία στο εξωτερικό με πολλές διακρίσεις και εργαστήρια στο Παρίσι και το Λονδίνο. Την ίδια χρονιά διορίστηκε καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, ενώ το 1936 αναγορεύθηκε ακαδημαϊκός.

Παρουσίασε το έργο του σε ομαδικές εκθέσεις και παρισινά Σαλόνια, όπως το Σαλόν των Γάλλων Καλλιτεχνών και το Φθινοπωρινό Σαλόν, η Έκθεση Ελλήνων Καλλιτεχνών στο Grand Palais στο Παρίσι, η Μπιενάλε της Βενετίας το 1936, καθώς και η Πανελλήνια Έκθεση του 1938.

Η μακροχρόνια παραμονή του στη γαλλική πρωτεύουσα και η επαφή του με την ευρωπαϊκή τέχνη και ειδικότερα με το έργο του Ροντέν, υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του καλλιτεχνικού του ύφους. Η επίδραση του γάλλου γλύπτη εντοπίζεται τόσο στην επιλογή των θεμάτων του όσο και στην απόδοσή τους. O βασικός άξονας του έργου του Δημητριάδη είναι η ανθρώπινη μορφή που υψώνεται σε αλληγορικό σύμβολο. Η ανάδειξη της ανθρώπινης ανατομίας σε εκφραστικό μέσο πρωταρχικής σημασίας, ο τονισμός της κίνησης μέσα από την αντίθεση φωτός και σκιάς, το ενδιαφέρον για τη σύλληψη του στιγμιαίου, η υιοθέτηση της αποσπασματικής μορφής είναι στοιχεία που φανερώνουν την προσαρμογή του Δημητριάδη στο πνεύμα της τέχνης του Ροντέν και χαρακτηρίζουν κυρίως τις ελεύθερες συνθέσεις του. Αντίθετα στα μνημεία, και κυρίως στις προτομές, το στοιχείο που επικρατεί είναι η ρεαλιστική απόδοση.

Μοιραστείτε: