Ξεκίνησε με σπουδές Ιατρικής (1943-1944), τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να στραφεί στη Σχολή Καλών Τεχνών και να σπουδάσει ζωγραφική στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη (1944-1947). Το 1954 πήγε με υποτροφία στο Παρίσι, όπου, ως το 1957, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη ζωγραφική και διδάχτηκε την τέχνη του ψηφιδωτού.

Στο Παρίσι παρουσίασε το 1964 την πρώτη ατομική του έκθεση στη Galerie J, την οποία ακολούθησαν ατομικές παρουσιάσεις σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας της Ελλάδας και άλλων χωρών, ενώ το 1998 το έργο του παρουσιάστηκε αναδρομικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Έχει λάβει επίσης μέρος σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως οι “Τρεις προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική” το 1964 στο Teatro la Fenice της Βενετίας στο πλαίσιο της Μπιενάλε, η Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1965 και τα Ευρωπάλια το 1982. Ενδιαφερόμενος και σε θεωρητικό επίπεδο για την τέχνη, δημοσίευσε άρθρα σε περιοδικά και εξέδωσε τα βιβλία “Η ζωγραφική πράξη και σκέψη” (Αθήνα 1973), “Κιαροσκούρο”, 1982 και “Επιλογή από το ημερολόγιο 1973-1985” (Αθήνα 1987). Γνωρίζοντας από κοντά την αφηρημένη τέχνη, υιοθέτησε τα διδάγματά της από τα πρώτα κιόλας χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, δημιουργώντας την πρώτη σειρά κουτιών με τη χρησιμοποίηση ευτελών, καθημερινών υλικών, τα οποία βάφει με κοινά χρώματα, τρυπά, σχίζει και τσαλακώνει. Αργότερα δημιούργησε συνθέσεις επηρεασμένες από την hard edge, την οπτική και την κινητική τέχνη, ενώ στη συνέχεια επανήλθε στις επίπεδες επιφάνειες. Στα έργα αυτά το χαρτόνι, που αποτελεί το βασικό υλικό, τέμνεται ή αφαιρείται για να αφήσει ελεύθερο το λευκό φως του τοίχου. Στη συνέχεια το καναβάτσο αντικαθιστά το χαρτόνι και, αποτελούμενο από λωρίδες ή κομμάτια αρέλιαστα, ραμμένα με εμφανείς βελονιές ή ξεφτισμένα και χρωματισμένα, κρέμεται ελεύθερα στον τοίχο αφήνοντας να εισρεύσει το φως.

Μοιραστείτε: