Γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1920, ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, και το 1924 εισήχθη στο εργαστήριο γλυπτικής του Θωμά Θωμόπουλου, στο οποίο σπούδασε ως το 1928. Δύο χρόνια μετά έφυγε για το Παρίσι, όπου σπούδασε αρχικά στο ατελιέ του Θανάση Απάρτη και στη συνέχεια στην Ακαδημία Γκραντ Σωμιέρ κοντά στον Ρομπέρ Βλερίκ. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1934 και άνοιξε το πρώτο της εργαστήριο, που καταστράφηκε από βομβαρδισμούς την περίοδο της Κατοχής. Δίδαξε από το 1941 πλαστική, κεραμική και ιστορία της τέχνης στην Παπαστράτειο Δημόσια Σχολή Εφηρμοσμένων Τεχνών και από το 1960 ελεύθερο σχέδιο στη Σχολή Χιλλ. Τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Πόλεως του Παρισιού το 1966, και το 1980 με το Χάλκινο Μετάλλιο της Διεθνούς Γυναικείας Μορφωτικής Ομοσπονδίας.

Πραγματοποίησε ατομικές παρουσιάσεις του έργου της και έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται Πανελλήνιες, Φθινοπωρινά Σαλόν στο Παρίσι, η Διεθνής Έκθεσις Καΐρου το 1947, οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1963 και το 1965, η Μπιενάλε της Βουδαπέστης το 1971, καθώς και εκθέσεις του Καλλιτεχνικού Σωματείου των Ελληνίδων, του οποίου υπήρξε μέλος.

Η γνώση της ελληνικής πλαστικής παράδοσης και η γνωριμία της με το έργο της μεταροντενικής γαλλικής σχολής και κυρίως του Αριστίντ Μαγιόλ έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ύφους της, που χαρακτηρίζεται από ένα συγκρατημένο ρεαλισμό, με ιδεαλιστικές ή ρομαντικές τάσεις. Οι συνθέσεις της, που έχουν ως αποκλειστικό θέμα την ανθρώπινη μορφή, περιλαμβάνουν προτομές, κυρίως όμως γυναικείες μορφές όρθιες, καθιστές ή ημιξαπλωμένες. Οι γυναικείες αυτές μορφές, με τους αποστρογγυλεμένους όγκους, τα καθαρά περιγράμματα και τις ήρεμες στάσεις απηχούν την πλαστική αντίληψη του Μαγιόλ, την οποία η Χρυσοχοΐδη προσάρμοσε στη δική της ιδιοσυγκρασία. Εκτός από ελεύθερα γλυπτά φιλοτέχνησε επίσης μετάλλια και ανάγλυφα, με θέμα ψάρια, πουλιά, φυτά, έντομα και καράβια.

Μοιραστείτε: