Η κλίση του στην τέχνη εκδηλώθηκε σε πολύ νεαρή ηλικία. Έτσι, το 1918 γράφτηκε στη Νυχτερινή Καλλιτεχνική Σχολή της Κέρκυρας, όπου για δύο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου. Το 1937, μετά από μια περίοδο ενασχόλησης με το εμπόριο, γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου, ως το 1939, σπούδασε γλυπτική κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο, τον Κώστα Δημητριάδη και τον Μιχάλη Τόμπρο.

Η καλλιτεχνική του διαδρομή ξεκίνησε από την παραστατική απεικόνιση, που περιλαμβάνει προτομές και ολόσωμα αγάλματα, κυρίως γυμνά. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδιαίτερα από το 1950, άρχισε να στρέφεται αρχικά σε πιο αφαιρετικές μορφές, παραμένοντας στο πλαίσιο του ανθρωποκεντρισμού, για να καταλήξει τελικά στην αφαίρεση.

Από τα πρώτα κιόλας αφαιρετικά του έργα είναι φανερή η προσπάθεια περιορισμού του όγκου και ανάπτυξης της μορφής μέσα στο χώρο, με μια τάση άλλοτε κατακόρυφη και άλλοτε οριζόντια. Ως το 1960 χρησιμοποιούσε βέργες από σίδερο ενωμένες με οξυγονοκόλληση, δημιουργώντας συνθέσεις που, αν και ξεκινούν από τις αρχές του κονστρουκτιβισμού, είναι πιο κοντά στον εξπρεσιονισμό. Λίγο αργότερα, με το πέρασμα από το σίδερο στο μπρούντζο, και με τις βέργες σε κατακόρυφη διάταξη, θα δημιουργήσει έργα που μοιάζουν σαν αντικείμενα διαβρωμένα από το χρόνο, δίνοντας την εντύπωση της καταστροφής. Ακολουθώντας το ίδιο ύφος, η διάταξη στη συνέχεια θα γίνει οριζόντια και κατόπιν διαγώνια, υποβάλλοντας την αίσθηση της φυγής μέσα στο χώρο.

Μετά από ένα διάστημα περισυλλογής και αδράνειας, θα εγκαταλείψει την καθαρά γλυπτική απεικόνιση, για να στραφεί σε μια εννοιολογική προσέγγιση. Το περιβάλλον-εγκατάσταση με τα “Πέντε Δωμάτια”, που παρουσίασε το 1976 στο Παρίσι και στην Αθήνα, δηλώνει αυτή ακριβώς τη στροφή και την υπαρξιακή αγωνία του καλλιτέχνη. Πρόκειται για ένα περιβάλλον που συνδυάζει αντικείμενα, εικόνες, ήχους και φωτισμό και αποτελείται από πέντε διαφορετικούς χώρους-θεματικές ενότητες. Σε κάθε δωμάτιο τίθεται κι από ένα φιλοσοφικό ερώτημα, ενώ διάφορα σύμβολα παραπέμπουν στη συνειδητοποίηση της σχετικότητας των πραγμάτων.

Το 1982 με το “Σπήλαιο”, ένα άλλο περιβάλλον-εγκατάσταση κατασκευασμένο από εφημερίδες που καλύπτουν τον τοίχο σε συνδυασμό με κινηματογραφική προβολή και ήχους, θα εκφράσει για μια ακόμη φορά τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Οι αναζητήσεις του στον τομέα του περιβάλλοντος και της εγκατάστασης συνεχίστηκαν, παράλληλα όμως συνδυάστηκαν με επιστροφή στην πλαστική απόδοση. Τα περιβάλλοντα με τις “Σκάλες”, που παρουσίασε για πρώτη φορά το 1978, αρχικά σε ξύλο και κατόπιν σε μπρούντζο, αλλά και μεμονωμένες συνθέσεις με σκάλες σε διάφορα μεγέθη, αποτελούν σήματα ανόδου και προσπάθειας και υποδηλώνουν τη διέξοδο στη γνώση. Το 1985 σκάλες από ατσάλι ύψους 10 μέτρων τοποθετήθηκαν στο Παλαιό Φάληρο.

Οι φάσεις της καλλιτεχνικής του δημιουργίας παρουσιάστηκαν σε διάφορες εκθέσεις, ξεκινώντας με συμμετοχές σε Πανελλήνιες. Το 1955 οργάνωσε την πρώτη του ατομική στην Αθήνα, με έργα σε χαλκό, σίδερο και γύψο, την οποία ακολούθησαν άλλες διοργανώσεις εντός και εκτός Ελλάδος. Η εκθεσιακή του δραστηριότητα περιλαμβάνει επίσης συμμετοχές σε σημαντικές ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, όπως οι Μπιενάλε της Βενετίας το 1956 και το 1968, του Σάο Πάολο και της Αλεξάνδρειας το 1957, επανειλημμένες συμμετοχές στο Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι και τα Ευρωπάλια στις Βρυξέλλες το 1982.

Μοιραστείτε: