Μαριλένα Κασιμάτη
Επιμελήτρια της συλλογής Χαρακτικής
Η ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ
H θέση της χαρακτικής μέσα στο κανονιστικό πλαίσιο των Καλών Τεχνών δεν έχει πάντα αξιολογηθεί με την εκτίμηση και τον σεβασμό που της αξίζει. Για ορισμένους, η χαρακτική (και σε μικρότερο βαθμό το σχέδιο) έχουν υποβιβαστεί στις παρυφές της Τέχνης ως μια δευτερεύουσα μορφή σε σύγκριση με την ζωγραφική και γλυπτική. Ορισμένοι μάλιστα την απορρίπτουν, κατατάσσοντάς την στον χώρο μιας ειδικής τεχνολογίας που δεν αξίζει να εξεταστεί προσεκτικά.
Διερευνώντας όμως το περιεχόμενο των συλλογών μας αλλά και τον μεγάλο αριθμό εκθέσεων που έχει διοργανώσει η Εθνική Πινακοθήκη αφιερωμένων αποκλειστικά στη χαρακτική το κοινό μας έχει αντιληφθεί πλέον ως προφανές ότι η χαρακτική ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ένα αυτόνομο είδος –που δεν υπηρετεί πλέον, όπως παλιά την αναπαραγωγή έργων ζωγραφικής ή γλυπτικής– και που οφείλει να αποτιμάται για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα που επιτυγχάνει με όρους αυτονομίας. Θέτοντας στην υπηρεσία της τέχνης του το κυρίαρχο γνώρισμα των γραφικών τεχνών, το σχέδιο, ο χαράκτης γνωρίζει άριστα ότι τα έργα του θα αναδίδουν διαχρονικά μια ισχυρή αίσθηση αμεσότητας που όχι σπάνια απουσιάζει από τη ζωγραφική και τη γλυπτική, πράγμα που δεν συμβαίνει μόνο εξαιτίας της απουσίας χρώματος. Ένας ακόμη παράγων που προσδίδει ένταση είναι η σχετικά μικρή κλίμακα του τυπωμένου χαρτιού, που μας προσκαλεί για την απόκτησή του σε ιδιωτικά περιβάλλοντα. Ο βαθμός οικειότητας που προσφέρει δημιούργησε ένα νέο είδος φιλότεχνου, αυτή του ιδιώτη συλλέκτη, μέσω του οποίου δόθηκε το πρωταρχικό έναυσμα για την άνθιση που πήρε χαρακτική στις χώρες κυρίως της Δυτικής Ευρώπης αλλά τις τελευταίες δεκαετίες και στην Ελλάδα.
Οι εκτυπώσεις μιας χαραγμένης μήτρας σε χαρτί παράγονται συνήθως σε πολλαπλά ή σε σειρές, επιτρέποντας έτσι στον καλλιτέχνη να πουλά σε χαμηλότερες τιμές από ό,τι η ζωγραφική ή η γλυπτική. Το μοναδικό αυτό χαρακτηριστικό της χαρακτικής να παράγει από μία μήτρα πρωτότυπα έργα τέχνης, επιτρέπει έναν δυνητικά υψηλότερο βαθμό δημοκρατικής προσβασιμότητας της τέχνης και μέσω αυτής μια σαφή αντίληψη της χαρακτικής ως μέσου: Ο καλλιτέχνης μπορεί να επικοινωνεί άμεσα με το κοινό. Δεν εκπλήσσει επομένως το γεγονός ότι δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες (ζωγράφοι και γλύπτες) που έχουν επιδιώξει διαχρονικά την παραγωγή χαρακτικών παράλληλα με το έργο τους σε άλλα μέσα.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
H συλλογή χαρακτικών της Εθνικής Πινακοθήκης είναι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη από πλευράς καλλιτεχνικής σε ολόκληρη την Ελλάδα. Κατέχει σημαντικά όσο και σπανιότατα φύλλα των πρώτων αιώνων που πρωτοεμφανίστηκε η τέχνη της ξυλογραφίας στη Γερμανία (μέσα του 15ου αιώνα) και φτάνει ώς τις ημέρες μας. Στο ελληνικό τμήμα ξεχωρίζει η περίοδος από τα μέσα του 18ου αιώνα με τις αγιορείτικες «Χάρτινες εικόνες» -έξοχο δείγμα λαϊκής θρησκευτικότητας-, και φθάνει έως τις ημέρες μας, με χαράκτες εξειδικευμένους στα εργαστήρια της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας και του εξωτερικού.
Η συλλογή, παρ’ όλο που είναι σχετικά νέα -δεν ξεκίνησε πριν από το 1958, εποχή που όπως είναι γνωστό οι τιμές των χαρακτικών ήταν χαμηλές- καλύπτει πέντε περίπου αιώνες. Σήμερα πια είναι όχι απλώς δύσκολο αλλά περίπου αδύνατο να συμπληρώσει κανείς τη συλλογή αγοράζοντας καλά έργα σημαντικών χαρακτών χωρίς να καταβάλει πραγματικά απαγορευτικές τιμές για να πλησιάσει έστω και από μακριά τις γνωστές, παλιές συλλογές στα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης και Αμερικής. Η συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης μπορεί ωστόσο να δώσει μια γεύση και τελικά ίσως το άρωμα της αξιόλογης αυτής κατηγορίας της τέχνης. Η έναρξη και συστηματική ανάπτυξή της οφείλεται αποκλειστικά στο πάθος για την τέχνη αυτή του πρώην διευθυντή του Μουσείου και άοκνου ερευνητή Μαρίνου Καλλιγά (1949-1971), ο οποίος όρισε ότι τα εισοδήματα από το κληροδότημα του ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Οδυσσέα Φωκά θα χρηματοδοτούν αγορές χαρακτικών Ιμπρεσιονιστων και συναφών καλλιτεχνών. Οι σημαντικότερες αγορές έγιναν από το 1958 έως το 1971. Αποκτήθηκαν σπάνια, πρώτα τυπώματα των Andrea Mantegna, Albrecht Dürer, Rembrandt, Giambattista Piranesi, Honoré Daumier, Paul Cézanne, Maurice Denis, Edouard Manet, Henri Matisse, Camille Pissaro, Georges Rouault, Henri de Toulouse-Lautrec, Joan Mirό, Pablo Picasso, οι τέσσερεις σειρές του Goya σε πρώτα τυπώματα. Αλλά και στους Γερμανούς Εξπρεσιονιστές, Max Beckmann, Μax Pechstein και Karl Schmidt- Rottluff επεκτάθηκε ο τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, αγοράζοντας ενδεικτικά μόνο ορισμένες ξυλογραφίες και λιγοστές λιθογραφίες και οξυγραφίες. Επίσης αποκτήθηκαν από τη συλλογή αρκετά φύλλα, πρωτόλεια ανωνύμων Ελλήνων χαρακτών με θέματα από τους Απελευθερωτικούς Πολέμους. Οι πρώτοι δάσκαλοι της Νεοελληνικής Χαρακτικής εκπροσωπούνται από τους Μάρκο Ζαβιτσιάνο, Νικόλαο Βεντούρα, Άγγελο Θεοδωρόπουλο, Δημήτρη Γιαννουκάκη, Αλέξανδρο Κορογιαννάκη, Γιάννη Κεφαλληνό, Γιάννη Μόραλη, Τάσσο Α., Βάσω Κατράκη, Κώστα Γραμματόπουλο, Θανάση Εξαρχόπουλο, Τάκη Κατσουλίδη, Παναγιώτη Τέτση, Χρήστο Δαγκλή, Ελένη Κωνσταντινίδη. Οι νεότεροι αποκτήθηκαν μετά το 2000 και συμπληρώνουν με τις νέες τεχνικές τη συλλογή: Όπη Ζούνη, Βασίλης Χάρος, Γιάννη Ψυχοπαίδης, Γιάννης Μηλιός, Γιάννης Μπουτέας, Γιάννης Στεφανάκης, Μανώλης Γιαννουδάκης, Ξενής Σαχίνης, Μανώλης Χάρος κ.ά.
Η Εθνική Πινακοθήκη προγραμματίζει την μελλοντική ανάδειξη της συλλογής χαρακτικών επιτρέποντας σε ειδικά επιλεγμένα έργα να εκτίθενται με όλους τους κανόνες καλής διατήρησης που οφείλει να τηρήσει, πλάι στα έργα της ζωγραφικής, που, όπως είναι γνωστό, αποτελούν τον κύριο κορμό της. Θα είναι η πρώτη φορά που ο μεγάλος πλούτος και η ειδική αίγλη που προσφέρει η χαρακτική θα τεθεί στην διάθεση ενός υποψιασμένου κοινού.
ΤΕΧΝΙΚΕΣ
ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ λέγεται το τυπωμένο φύλλο χαρτιού, όχι η πλάκα που φέρει την χαραγμένη εικόνα.
Η ΧΑΡΑΞΗ της πλάκας γίνεται από τον καλλιτέχνη και μόνο.
ΤΟ ΤΥΠΩΜΑ παρουσιάζει αντίστροφη ως προς την χάραξη εικόνα.
ΧΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΜΕΛΑΝΙΑ διαφοροποιούνται ανάλογα με την τεχνική χάραξης.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΤΥΠΑ ονομάζονται δοκίμια και χαρακτηρίζονται στο κάτω περιθώριο του φύλλου με τα αρχικά Ε.Α., Ε.Ε. A.P. (Épreuve d’artiste, État, Artist’s Proof).
Η ΑΡΙΘΜΗΣΗ του χαρακτικού τοποθετείται με ένα κλάσμα κάτω αριστερά, στο περιθώριο του φύλλου, όπου ο αριθμητής σημαίνει το συγκεκριμένο αντίτυπο και ο παρονομαστής το σύνολο των τυπωμάτων της σειράς. Κάτω δεξιά υπογράφει ο χαράκτης ενώ συχνά αναγράφεται και η χρονολογία του έργου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο τίτλος του έργου μπαίνει στο μέσον, κάτω ακριβώς από το θέμα.
Μετά την ΕΚΤΥΠΩΣΗ και του τελευταίου αντιτύπου που έχει ορίσει ο χαράκτης, η πλάκα ΑΧΡΗΣΤΕΥΕΤΑΙ ΜΕ ΔΙΑΓΡΑΦΗ είτε φυλάσσεται για μελλοντικές ανατυπώσεις, με την επισήμανση πάντως ότι πρόκειται για μία Β΄ ΣΕΙΡΑ.
Η διαδικασία κατά την οποία παραδοσιακά ο χαράκτης θα χαράξει, θα μελανώσει και θα τυπώσει ο ίδιος στο πιεστήριο πάνω σε χαρτί το έργο του, επισημαίνεται πάνω στο τυπωμένο φύλλο με την ένδειξη IMP (Impression).
Στη διαδικασία της εκτύπωσης παρεμβάλλεται συχνά η μαστοριά του ΤΥΠΟΓΡΑΦΟΥ, η οποία, αν και πρόκειται για τεχνολογική παρέμβαση, διαμορφώνει θετικά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την λιθογραφία.
Το ΑΥΘΕΝΤΙΚΟ από το ΓΝΗΣΙΟ χαρακτικό διαφοροποιείται μόνο από την παρέμβαση του τυπογράφου κατά την εκτύπωση, πάντα υπό την επίβλεψη του χαράκτη.
Στην κατηγορία των χαρακτικών δεν εντάσσονται τα εγκεκριμένα ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ, αφού εδώ το πρωτότυπο είναι ο ζωγραφικός πίνακας και όχι η εκτύπωσή του.
Όσο αμεσότερη είναι η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗ, τόσο μεγαλύτερη είναι η χειροποίητη αξία του χαρακτικού. Πάνω σε αυτή την αυθεντική και γνήσια βάση χτίζεται πλέον η καλλιτεχνική αξία του έργου.
Ι. ΥΨΙΤΥΠΙΑ
Η υψιτυπία είναι η παλαιότερη εκτυπωτική μέθοδος. Η εμφάνισή της χάνεται στο απώτατο παρελθόν της ιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού. Προδρομικές εφαρμογές θεωρούνται οι μέθοδοι εκτύπωσης διακοσμητικών σχεδίων σε υφάσματα, όπως τις χρησιμοποιούσαν οι Ινδοί και οι Άραβες. Η Ασία έπαιξε σημαντικό ρόλο επειδή εκεί εφευρέθηκε το χαρτί (περ. 100 μ.Χ.). Το παλαιότερο γνωστό βιβλίο θρησκευτικού περιεχομένου τυπώθηκε στην βουδιστική Κίνα (868 μ.Χ.). Η πρώτη εκτύπωση εικόνας από ξύλινη χαραγμένη πλάκα χρονολογείται επομένως επτά αιώνες πριν από την εμφάνιση της τεχνικής αυτής κυρίως στη βόρεια Ευρώπη, όπου διαδόθηκε, και συνδέθηκε στενότατα με την εκτύπωση πρωτότυπων έργων και θρησκευτικών εικόνων. Μετά την ανακάλυψη των κινητών τυπογραφικών στοιχείων έγινε η μόνη κατάλληλη τεχνική για την εικονογράφηση βιβλίων. Περιλαμβάνει την ξυλογραφία σε πλάγιο και όρθιο ξύλο.
Α. Ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο (Woodcut / Gravure sur bois / Holzschnitt)
Είναι η τέχνη της χάραξης πάνω σε επίπεδες ξύλινες επιφάνειες για εκτύπωση. Ετυμολογικά είναι αντιδάνειο από τα γαλλικά xylographie ( ξύλο+ –γραφία). Η λέξη μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα. Βασίζεται στην αρχή ότι η εικόνα σχεδιάζεται απευθείας στην επιφάνεια του υλικού, συνήθως πάνω σε λείες ξύλινες πλάκες από σκληρό και όχι εύθραυστο ξύλο, που θα αποτελέσουν την εκτυπωτική μήτρα και στη συνέχεια, με τα χαρακτικά εργαλεία (σκαρπέλα ή γούζες), θα αφαιρεθούν από την επιφάνεια του ξύλου τα σημεία όπου δεν υπάρχει σχέδιο. Η διαδικασία της χάραξης θα έχει ολοκληρωθεί όταν το επίπεδο σχέδιο θα έχει μετατραπεί σε ανάγλυφο, δηλαδή σε μια σφραγίδα μεγάλων διαστάσεων και πάχους 4-5 χιλιοστών. Με τη βοήθεια ενός λαστιχένιου κυλίνδρου (ρολό), το ανάγλυφο σκεπάζεται με εκτυπωτικό (τυπογραφικό) μελάνι ώστε μετά από πίεση, να τυπωθεί στο χαρτί μια εικόνα με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Το μελάνωμα και το τύπωμα είναι διαδικασίες που επαναλαμβάνονται για κάθε νέο αντίτυπο. Τον αριθμό τους καθορίζει πάντοτε ο δημιουργός και αναγράφεται από αυτόν με μολύβι σε μορφή κλάσματος στον ελεύθερο χώρο του φύλλου. Για τη δημιουργία μιας υψιτυπικής μήτρας, εκτός από το ξύλο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λινόλαιο, μέταλλα, πέτρες, πλαστικά και χαρτόνια. Είναι η παλαιότερη τεχνική χάραξης και αποδίδει ένα απλό σχέδιο σε λευκό και μαύρο χρώμα.
Β. Ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο (Wooden graving / Xylographie / Holzstich)
H ξύλινη μήτρα είναι κατασκευασμένη από συμπαγές και ανθεκτικό ξύλο (συχνά από τον κορμό του καλλωπιστικού θάμνου πυξάρι). Το ξύλο δηλαδή δεν έχει κοπεί παράλληλα προς τους δακτυλίους του κορμού, αλλά κάθετα προς αυτούς και η χάραξη ακολουθεί τα νερά του ξύλου. Η κατασκευή της πλάκας είναι δύσκολη διαδικασία που γίνεται μόνο από εξειδικευμένους τεχνίτες επειδή απαιτείται η κοπή και συγκόλληση αρκετών σανίδων πλάγιου ξύλου, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να παραμελείται η τεχνική αυτή. Η χάραξη γίνεται από λεπτά, κοφτερά καλέμια με αιχμηρή ή τριγωνική απόληξη, όπως και στην χαλκογραφία. Τα τελευταία δίνουν τη δυνατότητα ψευδαίσθηση γκρίζων τόνων. Ελεύθερη και αυθόρμητη χάραξη σε όρθιο ξύλο δεν υπάρχει γιατί η δυσκολία της χάραξης απαιτεί σχολαστικά προσεκτική εργασία. Η χειροκίνητη υψιτυπική πρέσσα είναι κατάλληλη για την εκτύπωση της ξύλινης πλάκας, αφού προηγουμένως μελανωθεί και τοποθετηθεί προσεκτικά πάνω στο εκτυπωτικό χαρτί. Το αποτέλεσμα τυπώνεται πάντοτε την αντίστροφη εικόνα από την αρχική που χαράχτηκε στην πλάκα.
ΙΙ. ΒΑΘΥΤΥΠΙΑ
Η βαθυτυπία είναι η τεχνική σύμφωνα με την οποία ο καλλιτέχνης δημιουργεί χαράξεις και κοιλώματα με τη βοήθεια μηχανικών ή χημικών μέσων. Το εκτυπωτικό μελάνι εισχωρεί στις χαράξεις για να μεταφερθεί κατά την εκτύπωση με υψηλή πίεση στο χαρτί. Ονομάζεται συχνά χαλκογραφία, γιατί το πρώτο μέταλλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο χαλκός.
Χαλκογραφία
Μαζί με την ξυλογραφία, ανήκει στις πρώτες εκτυπωτικές μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο. Η βαθυτυπία αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς, ώστε να φθάσει τον 16ο αιώνα στην καλλιτεχνική και τεχνική τελειότητα και εκτόπισε κάπως την ξυλογραφία, αφού επέτρεπε λεπτότερες χαράξεις και ο χαλκός προσφερόταν για μεγαλύτερο και καλύτερο αριθμό αντιτύπων. Η βαθυτυπία αναπτύχθηκε αρχικά στον γερμανόφωνο χώρο (1ο μισό 15ου αιώνα). Τυπώματα από μεταλλικές χαράξεις χρυσοχόων και αργυροχόων σε κοσμήματα, όπλα και πανοπλίες είναι γνωστές από τα αρχαία χρόνια, δεν έφθασαν όμως ποτέ το επίπεδο της βαθυτυπικής εκτύπωσης. Εφευρέτης της χαλκογραφίας θεωρείται ο Τommaso Finiguerra (1452), Φλωρεντινός χρυσοχόος και τεχνίτης του νιέλλο (από την λατινική λέξη nigellum = μαύρο, και είναι κράμα από θειάφι, χαλκό, ασήμι και μόλυβδο) ενώ υπάρχει ήδη από το 1446 χρονολογημένη γερμανική χαλκογραφία.
Οι πρώτοι διάσημοι χαράκτες σε χαλκό ήταν ο Martin Schongauer (1440-1491) από το Colmar της Αλσατίας και ο Albrecht Dürer (1471-1528) από τη Νυρεμβέργη, που θεωρείται και ο πατέρας της νεώτερης βαθυτυπικής μεθόδου.
Στη λεία επιφάνεια της χάλκινης πλάκας χαράσσονται με ειδικά χαλκογραφικά καλέμια (Graver / Burin / Stichel) οι γραμμές του σχεδίου. Ανάλογα με την ασκούμενη πίεση, χαράσσονται ρηχές ή βαθιές, λεπτές ή φαρδιές γραμμές. Ακολουθεί η λείανση της επιφάνειας με έναν ατσάλινο ξυστήρα (Grattoir/ Schaber). Ακολουθεί η επίστρωση με εκτυπωτικό μελάνι και η εκτύπωση σε χαρτί μέσω της εκτυπωτικής πρέσσας.
Οξυγραφία
Το 1513 εμφανίστηκε μια νέα βαθυτυπική τεχνική, η οξυγραφία. Η μεταλλική πλάκα καλύπτεται ολόκληρη με υγρό βερνίκι, που σχηματίζει ένα στρώμα οργανικού υλικού ανεπηρέαστου από την επίδραση οξέων. Το βενρίκι είναι ένα μείγμα ασφάλτου, μαστίχας και ρητίνης. Το σχέδιο χαράσσεται στη στεγνωμένη επιφάνεια του βερνικιού με μια μεταλλική βελόνα (ακίδα / πούντα). Στα σημεία που η βελόνα χαράσσει, απελευθερώνει το μέταλλο από την άσφαλτο, χωρίς όμως να το χαράσσσει. Ακολουθεί η οξείδωση της πλάκας, αρχικά με αραιωμένο νιτρικό οξύ, στη συνέχεια σε χλωρίδιο του σιδήρου, διαδικασία που επαναλαμβάνεται διαδοχικά. Τα σημεία του μετάλλου που έχουν απελευθερωθεί από το στρώμα της ασφάλτου, έρχονται σε επαφή με το οξύ και βαθύνονται. Το βάθος των σημείων αυτών εξαρτάται από τον χρόνο επίδρασης του οξέος, που όμως δεν είναι σταθερός γιατί οι παράγοντες που επιδρούν κατά τη χημική αντίδραση είναι δύσκολα υπολογίσιμοι. Μετά την οξείδωση η πλάκα ξεπλένεται με νερό, καθαρίζεται από το βερνίκι με νέφτι και τυπώνεται σε νοτισμένο απορροφητικό χαρτί.
Η κοπιαστική χάραξη πάνω στη χάλκινη πλάκα, απλοποιήθηκε ριζικά με την εφεύρεση της οξυγραφίας, όπου η χάραξη γίνεται σε μαλακό βερνίκι. Μπορεί η οξυγραφία να μην έφθασε την ακρίβεια της γραμμής της χαλκογραφίας διεύρυνε όμως τις εκτυπωτικές τεχνικές με τη δυνατότητα της ατομικής σχεδιαστικής εκφραστικότητας και επινοητικότητας καλλιτεχνών όπως ο Rembrandt (1606-1669) και ο Goya (1746-1828), χαράκτες με τον οποίους η τεχνική της οξυγραφίας έφθασε υψηλή εικαστική ωριμότητα. Με τις νέες καλλιτεχνικές αξιώσεις που προσέφερε η νέα τεχνική, και που υπερέβαινε την απλοϊκή αναπαραγωγή, εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από συλλέκτες της νεοανερχόμενης αστικής τάξης μετά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Τονική οξυγραφία / Ακουατίντα (Aquatint / Aquatinta/ Tuschmanier)
Η τεχνική αυτή προσδίδει στη βαθυτυπία τη δυνατότητα δημιουργίας ανοιχτότερων και βαθύτερων τόνων με αποτέλεσμα, να εμπλουτίζεται το γραμμικό σχέδιο της οξυγραφίας με πλειάδα γκρίζων τόνων. Έτσι διευρύνονται τα πεδία των εκφραστικών δυνατοτήτων της βαθυτυπίας, μια και δίνεται η δυνατότητα αναπαραγωγής πραγματικών γκρίζων τόνων που δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί με τη χάραξη με καλέμι και την οξυγραφία. Εφευρέτης της θεωρείται ο Jean- Baptiste Le Princeτο 1786.
Στην επιφάνεια της μεταλλικής πλάκας απλώνεται (πουδράρεται) σκόνη κολοφωνίου ή ασφάλτου, υλικό που δεν επηρεάζεται από το οξύ. Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν ειδικά ξύλινα κουτιά που διαθέτει έναν περιστροφικό μηχανισμό που δημιουργεί στο εσωτερικό του ένα σύννεφο σκόνης από κόκκους ασφάλτου. Η πλάκα με το στρώμα των κόκκων θερμαίνεται και γίνονται ένα σώμα. Στη συνέχεια, τα μέρη του σχεδίου που δεν πρέπει να οξειδωθούν επικαλύπτονται με βερνίκι, κατόπιν οξειδώνεται με αραίωμα νιτρικού οξέος και νερού, ξεπλένεται, οξειδώνεται ξανά και είναι έτοιμη να εκτυπωθεί.
Έγχρωμη χαλκογραφία
Η προθερμασμένη πλάκα καλύπτεται με βαθυτυπικό μελάνι, το χρώμα του οποίου είναι αυτό που θα φέρει μετά την εκτύπωση το σχήμα της εικόνας. Για την καθαυτό έγχρωμη χαλκογραφία χαράσσονται τόσες βαθυτυπικές πλάκες όσα θα είναι τα προβλεπόμενα χρώματα που θα τυπωθούν.
Ακουατίντα ζάχαρης (Sugaraquatint/Reservage/Aussprengtechnik)
Με ένα μείγμα από ζάχαρη άχνη με σινική μελάνη ζωγραφίζεται με πινέλο ή πενάκι το θέμα πάνω στην μεταλλική πλάκα, κατόπιν σκεπάζεται ολόκληρη με ένα λεπτό στρώμα από βερνίκι. ¨όταν στεγνώσει, βυθίζεται σε ζεστό νερό με αποτέλεσμα να διαλυθούν οι κόκκοι της ζάχαρης και να απελευθερωθεί η επιφάνεια του μετάλλου από το βερνίκι. Ακολουθεί ολιγόλεπτη οξείδωση με νιτρικό οξύ και ακολουθεί η επεξεργασία της πλάκας με την τεχνική της τονικής οξυγραφίας (ακουατίντα) και εκτυπώνεται. Χαρακτικά που έγιναν με την τεχνική αυτή ξεχωρίζουν για τον έντονο ζωγραφικό τους χαρακτήρα.
Χαλκογραφία του μαλακού βενικιού / Λιπογραφία (Soft-ground etching / Vernis mou / Weichgrund)
Το μαλακό βερνίκι αποτελείται από ένα μίγμα κεριού, σκόνης ασφάλτου και ανάλατου λίπους βοδιού. Απλώνεται ομοιόμορφα στη θερμασμένη μεταλλική επιφάνεια με ειδικό δερμάτινο ρολό. Όταν η πλάκα κρυώσει, το βερνίκι θα πήξει και ο καλλιτέχνης μπορεί με ένα μολύβι να περάσει ελαφρά τις γραμμές του σχεδίου του. Το μέταλλο είναι πλέον ακάλυπτο, και επομένως μπορεί να επηρεαστεί από τα οξέα. Η έντυπη εικόνα που έχει προκύψει με την τεχνική αυτή έχει έντονο σχεδιαστικό χαρακτήρα και ανάλογα με την επινοητικότητα του καλλιτέχνη στο συνδυασμό των τεχνικών της οξυγραφίας, παρουσιάζεται μια εικόνα που πλησιάζει τη φωτογραφική.
Βελονογραφία (Drypoint / Gravure à la pointe sèche / Kaltnadelradierung)
Η αμεσότερη βαθυτυπική τεχνική, όπου το σχέδιο δεν χαράσσεται, αλλά σκαλίζεται στη μεταλλική πλάκα με μια ατσάλινη χαλκογραφική βελόνα (πούντα) ή ένα διαμάντι. Ανάλογο με την ασκούμενη πίεση θα είναι και το βάθος της χάραξης και ανάλογο και το μαύρισμα της τυπωμένης γραμμής στο χαρτί. Παρέχει τη δυνατότητα σχεδίων με αποχρώσεις του γκρίζου με τον εμπλουτισμό μιας ποικιλίας χαράξεων (με ροδέλα, με γυαλόχαρτο). Παρ’ όλες τις πολλαπλές εκφραστικές δυνατότητες που παρέχει, χρησιμοποιείται σήμερα ελάχιστα επειδή δεν επιτρέπει την εκτύπωση μεγάλου αριθμού αντιτύπων αν δεν γίνει προηγουμένως η αρκετά δαπανηρή γαλβανική ατσάλωση της ήδη χαραγμένης επιφάνειας.
ΙΙΙ. ΕΠΙΠΕΔΟΤΥΠΙΑ
Στην επιπεδοτυπία, η εκτυπούμενη και μη εκτυπούμενη επιφάνεια βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, δεν υπάρχει δηλαδή χάραξη με την έως τώρα γνωστή έννοια της αφαίρεσης υλικού. Στηρίζεται στην αρχή ότι λίπος και νερό δεν αναμιγνύονται. Ενώ οι προς εκτύπωση επιφάνειες που έχουν σχεδιαστεί με λιπαρά κραγιόνια ή σινική μελάνη απωθούν το νερό, οι επιφάνειες που δεν θα εκτυπωθεί υγραίνονται με νερό απωθούν το τη λιπαρή εκτυπωτική μελάνη. Το σχέδιο που έχει γίνει με τα λιπαρά κραγιόνια μελανώνεται και συγκρατεί το χρώμα ενώ η μη γραμμένη επιφάνεια που έχει υγρανθεί με νερό θα το απωθήσει. Κατόπιν τοποθετείται εκτυπωτικό χαρτί στη μελανωμένη επιφάνεια και το έργο τυπώνεται στο λιθογραφικό πιεστήριο. Στην κατηγορία της επιπεδοτυπίας ανήκει η λιθογραφία, το όφσετ, η ηλιοτυπία, η φωτοχρωμολιθογραφία κ.ά.
Λιθογραφία
Εμφανίζεται στην Ευρώπη τη στιγμή που έγινε κατανοητή η σημασία του νεοανερχόμενου βιομηχανικού προϊόντος. Εφευρέτης της είναι ο Βαυαρός Alois Senefelder 1796 μετά από σειρά πειραμάτων, ότι τα λιπαρά υλικά μπορούν να σταθεροποιούνται στην επιφάνεια του ασβεστολιθικού σχιστόλιθου. Για τη λιθογραφία χρησιμοποιούνται πέτρινες πλάκες ασβεστολιθικού σχιστόλιθου πάχους 5-15 εκατοστών. Ο καλλιτέχνης σχεδιάζει με ειδικά λιπαρά κραγιόνια (λιθογραφίας) τη σύνθεση του. Το χαρακτηριστικό αυτής της λιθογραφικής επιφάνειας είναι ότι έχει πόρους, λόγω επεξεργασίας, ώστε να κρατά νερό (σε μορφή υγρασίας).
Αν υγράνουμε την επιφάνεια, το νερό θα καταλάβει τα ελεύθερα (μη γραμμένα) μέρη, δεν θα πειράξει όμως το σχέδιο, διότι είναι λιπαρό. Αν κατόπιν μελανωθεί η επιφάνεια με ένα κύλινδρο και μελάνι λιθογραφίας(λιπαρό), το μελάνι θα κάτσει μόνο στα λιπαρά μέρη δηλαδή στο σχέδιο. (Διότι όπου έχει νερό δεν κολλάει λόγω της λιπαρότητας). Τοποθετείται χαρτί στη μελανωμένη επιφάνεια και τυπώνεται στο λιθογραφικό πιεστήριο η πρώτη λιθογραφία.
IV. ΔΙΑΤΥΠΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ
Η μεταξοτυπία (Screen print / Sérigraphie / Siebdruck) είναι μία από τις διατυπικές μεθόδους που επιτρέπουν στο ρευστό μεταξοτυπικό μελάνι εκτύπωσης να διαπερνά ένα λεπτό πλέγμα, συνήθως από Perlon και με τη βοήθεια σπάτουλας να εγγράφεται πάνω στο εκτυπωτικό χαρτί. Η διαδικασία προβλέπει χρήση γάζας (παλαιότερα από μετάξι) που τεντώνεται σε ειδικά μεταλλικά τελάρα, ανάλογα με τις εικόνες που πρόκειται να τυπωθούν. Η σχεδίαση γίνεται με πινέλα και αραιωμένες κόλλες πάνω στην επιφάνεια της τεντωμένης γάζας, οι οποίες έχουν την ιδιότητα να κλείνουν τους πόρους της γάζας, επομένως το σχέδιο γίνεται αρνητικά. Οι πόροι που έχουν καλυφθεί (από κόλλες ή από στένσιλ) δεν επιτρέπουν στο χρώμα να περάσει. Η τυπωμένη εικόνα δεν αποτελεί είδωλο της μήτρας, όπως συμβαίνει με τις άλλες εκτυπωτικές τεχνικές. Ένα σχήμα που στη γάζα βρίσκεται, επομένως, δεξιά τυπώνεται στο φύλλο επίσης δεξιά, δεν απαιτείται επίσης ειδική εκτυπωτική μηχανή.
H μεταξοτυπία επινοήθηκε από τους Κινέζους (960-1279) και εξαπλώθηκε γρήγορα στις γειτονικές χώρες. Μεταπολεμικά είχε την εποχή της Pop Art, όχι μόνο λόγω του χαμηλού κόστους εκτύπωσης, ιδιαίτερη άνθηση στις Η.Π.Α.
ΕΡΓΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ
Η χαρακτική, ως χειρωναξία αρχικά και ως τέχνη αργότερα, γεννήθηκε στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα η καλλιτεχνική χαρακτική μεταφυτεύτηκε από Έλληνες καλλιτέχνες που σπούδασαν σε διάφορα ευρωπαϊκά κέντρα, όπως το Παρίσι, η Δρέσδη, το Μόναχο. Αριθμεί μόλις έναν αιώνα ζωής, αφού η πρώτη ξυλογραφία που αφιερώνει ο Δημήτρης Γαλάνης στον ομότεχνό του Γιάννη Κεφαλληνό έχει ημερομηνία 1908.
Τα πρώτα χαράγματα στην Ελλάδα ήταν θρησκευτικού περιεχομένου, όπως ακριβώς και στην Ευρώπη. Στον ελληνικό χώρο κάνουν την εμφάνισή τους στα τέλη του 17ου αιώνα. Οι πρώιμες αυτές -εξαιρετικά ενδιαφέρουσες- χαλκογραφίες που ονομάστηκαν «Χάρτινες Εικόνες», απεικονίζουν αγίους και θρησκευτικά θέματα, παραλλάσσοντας με ένα ιδιαίτερο ιδίωμα θέματα παρμένα από δυτικά πρότυπα, καλλιεργούνταν από αυτοδίδακτους καλόγερους που υπογράφουν τα έργα τους στο Άγιο Όρος και τα Μετέωρα.
Μελετώντας την ελληνική χαρακτική, θα διαπιστώσουμε ότι η ανάπτυξή της έχει άμεση σχέση με τη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και τους δασκάλους της, τον Αγαθάγγελο Τριανταφύλλου, τον Αριστείδη Λ. Ροβέρτο και τον Νικόλαο Ι. Φέρμπο.
Η τεχνοκριτική αρχίζει να ενδιαφέρεται για τους πρωτοπόρους χαράκτες που εντοπίζονται στο «Κατάστημα των Ωραίων Τεχνών» της Κέρκυρας, σε χαράκτες της πρώτης ώρας που δούλεψαν σε έντυπα του νεοσύστατου βασιλείου –εφημερίδες και περιοδικά– ή σε άλλες ευρωπαϊκές σχολές στις αρχές του αιώνα μας.
Διακρίνονται γρήγορα οι πρώτοι αυτόνομοι χαράκτες: Ν. Βεντούρας, Δ. Γιαννουκάκης, Μ. Ζαβιτσιάνος, Λ. Κογεβίνας, Γ. Οικονομίδης (στη Λειψία), Ε. Παπαδημητρίου, η Λέλα Πασχάλη κ.ά.
Στρέφεται κατόπιν επίμονα στους καταξιωμένους μαθητές του εξαίρετου δάσκαλου στη ξυλογραφία Γιάννη Κεφαλληνού: Γ. Βαλάμο, Κ. Γραμματόπουλο, Χ. Δαγκλή, Μ. Ζέπο, Τ. Κάνθο, Ε. Κωνσταντινίδου, Λ. Μοντεσάντου, Τ. Νικολαΐδου, Α. Τάσσο, Β. Κατράκη, Γ. Μόσχο, Λ. Ορφανό κ.ά. Περιορίζεται αργότερα στους μαθητές του διάδοχου του Κεφαλληνού, σπουδαίου μάστορα κι αυτού της ξυλογραφίας, Κώστα Γραμματόπουλο, Ε. Οικονομίδου, Β. Καζάκος, Ε. Τσελεπή, Β. Χάρο, Γ. Ψυχοπαίδη κ.ά. Στη πλειονότητά τους οι μαθητές ακολούθησαν τον κλάδο με τον οποίο οι δάσκαλοι ασχολήθηκαν συστηματικά, την ξυλογραφία, αφήνοντας τους άλλους κλάδους της χαρακτικής, τη χαλκογραφία και τη λιθογραφία, στο περιθώριο, κλάδοι οι οποίοι θα ήταν ανύπαρκτοι, αν δεν υπήρχαν οι σπουδές ορισμένων νέων στο εξωτερικό.
Οι περισσότεροι ζωγράφοι διδάχθηκαν από το 1930 και πέρα βασικά στοιχεία χαρακτικής, ορισμένοι ως αυτοδίδακτοι άλλοι σε ελεύθερα εργαστήρια, συνήθως αποσπασματικά αλλά με παράλληλη δραστηριότητα με τη ζωγραφική ή ασχολήθηκαν με συγκεκριμένες θεματικές ενότητες, συχνά μεταγράφοντας τη ζωγραφική τους στο μέσο: Σ. Βασιλείου, Π. Ρέγκος, Γ. Μόραλης, Χ. Καπράλος, Γ. Σπυρόπουλος, Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Π. Τέτσης, Γ. Σικελιώτης, Β. Σπεράντζας, Γ. Γαΐτης, Α. Φασιανός, Α. Δρούγκας, Ό. Ζούνη. Η κατηγορία αυτή αποτελεί την ενδιαφέρουσα κατηγορία των Ελλήνων ζωγράφων-χαρακτών.
Στα δύο Εργαστήρια Χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών σήμερα διδάσκονται από τον Γ. Γουρζή οι τεχνικές της βαθυτυπίας και επιπεδοτυπίας αλλά και οι σύνθετες μορφές χαρακτικής καθώς και η χρήση Η/Υ στην χαρακτική διαδικασία από τον Μ. Αρφαρά. Είχε προηγηθεί πάντως το εργαστήρι του Θ. Εξαρχόπουλου παρακινώντας σε επιλογές οδήγησε τους σπουδαστές στην ελευθερία των πειραματισμών και στις νέες τεχνολογίες.
Η χαρακτική στην Ελλάδα σήμερα
Αν μελετήσουμε την Ελληνική χαρακτική βιβλιογραφικά, θα διαπιστώσουμε ότι η εξέλιξή της έχει άμεση σχέση με τη Σχολή Καλών Τεχνών και τους δασκάλους της. Το μεγάλο ενδιαφέρον των τεχνοκριτικών αρχίζει από τους πρωτοπόρους χαράκτες, που βγήκαν από το «Κατάστημα των Ωραίων Τεχνών» της Κέρκυρας ή από άλλες Ευρωπαϊκές σχολές στις αρχές του αιώνα μας. Στρέφεται κατόπιν επίμονα στους καταξιωμένους μαθητές του Γιάννη Κεφαλληνού και περιορίζεται σε μεμονωμένες περιπτώσεις σε μαθητές του Κώστα Γραμματόπουλου. Φαίνεται δηλαδή αισθητά, ότι υπάρχει μια κάμψη τόσο στον αριθμό των χαρακτών τα τελευταία 30 χρόνια, όσο και στη σημαντικότητα του έργου τους. Φαίνεται ακόμα ότι η χαρακτική δεν καλλιεργήθηκε το ίδιο σε όλους τους κλάδους. Αν κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο έργο των δασκάλων και των μαθητών τους, θα διαπιστώσουμε ότι στη μεγάλη τους πλειοψηφία οι μαθητές ακολούθησαν τον κλάδο, που οι δάσκαλοι ασχολήθηκαν συστηματικά. Ο Γιάννης Κεφαλληνός π.χ. ήταν εξαίρετος δάσκαλος στη ξυλογραφία. Έτσι οι μαθητές του ασχολήθηκαν με αυτό το είδος της χαρακτικής. Ο κατοπινός δάσκαλος και μαθητής του Κεφαλληνού, Κώστας Γραμματόπουλος, σπουδαίος μάστορας κι αυτός της ξυλογραφίας, επηρέασε σ’ ένα μεγάλο βαθμό πολλούς μαθητές του. Συμπερασματικά, μπορεί κανείς να πει ότι, ενώ η ξυλογραφία έχει μια παράδοση που οφείλεται στους δασκάλους, οι άλλοι κλάδοι της χαρακτικής, η χαλκογραφία και λιθογραφία, έμειναν στο περιθώριο. Και θα ήταν ανύπαρκτες, αν μερικοί νέοι καλλιτέχνες δεν είχαν την τύχη να πάνε στο εξωτερικό. Στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας δεν υπήρξε ποτέ ο ειδικός δάσκαλος για τη χαλκογραφία στο Eau-Forte, στο Burin, ή τη λιθογραφία. Σ’ ένα μικρό και μοναδικό εργαστήρι γίνονταν όλα από ένα δάσκαλο, ο οποίος δεν ήταν δυνατόν να ξέρει όλα τα πράγματα. Γιατί δάσκαλος σημαίνει να έχει αφιερώσει αρκετά χρόνια στο αντικείμενο που θα διδάξει.
Εδώ, βέβαια, δεν είναι άμοιροι ευθύνης και οι καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών. Το κράτος, εκτιμώντας το έργο τους, τους έδωσε αρκετές πρωτοβουλίες. Έχουν τη δυνατότητα και εργαστήρια να δημιουργήσουν και ειδικούς δασκάλους να πάρουν. Αντί όμως γι αυτό, η σημερινή διαπίστωση είναι ότι η χαρακτική περιορίζεται όλο και περισσότερο και ενισχύεται μάλιστα από επίσημες δηλώσεις καθηγητή, ότι «οι χαράκτες χάνουν έδαφος». Φαίνεται, δυστυχώς, ότι υπάρχει ταύτιση με την παλιά αντίληψη, ότι η χαρακτική δεν έχει και τόση σπουδαιότητα, αφού υπάρχει η ζωγραφική, η οποία μάλιστα μπορεί να κυκλοφορήσει ανεμπόδιστα και ν’ αποδώσει ανέλπιστα κέρδη. Συνεπίκουροι αυτής της μοντέρνας αντίληψης έρχονται και ορισμένοι εκδοτικοί οργανισμοί, με τους οποίους πολλοί συνεργάζονται. Δεν είναι, λοιπόν, υπερβολικό αν λέγαμε ότι η χαρακτική βρίσκεται υπό διωγμό. Και προκαλεί εντύπωση η αδιαφορία, κυρίως εκείνων που γνωρίζουν από κοντά τη χαρακτική κι αυτών που αγωνίστηκαν για την ανεξαρτησία της.
Πλοηγηθείτε, μέσω των μικρογραφιών, και ανακαλύψτε αντιπροσωπευτικά ελληνικά χαρακτικά από την συλλογή.
ΔΥΤΙΚΟΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
ΙΔΕΑ & ΚΕΙΜΕΝΑ: ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΑΣΙΜΑΤΗ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ & ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ: ΕΛΠΙΝΙΚΗ ΜΕΪΝΤΑΝΗ
ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΨΗΡΟΥΚΗΣ, ΘΑΛΕΙΑ ΚΥΜΠΑΡΗ