Μια αναδρομή στη συγκρότηση και τον εμπλουτισμό της συλλογής Νεοελληνικής Γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης και της παρουσίασης των έργων στο κοινό, από την πρώτη έκθεση γλυπτών το 1934 έως την ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης το 2004
Τώνια Γιαννουδάκη
Επιμελήτρια της συλλογής Γλυπτικής
Εισαγωγή
Η Εθνική Πινακοθήκη κατέχει μια ιδιαίτερα αξιόλογη συλλογή Νεοελληνικής Γλυπτικής, στην οποία αποτυπώνεται η αρχή και η εξέλιξή της έως τις μέρες μας. Ξεκινά από δημιουργίες λαϊκών τεχνιτών, παρακολουθεί τις τάσεις του 19ου και του 20ού αιώνα, ενώ δίνει μια ενδεικτική εικόνα και της νέας χιλιετίας.
Η συλλογή συγκροτήθηκε κυρίως μέσω δωρεών από ιδιώτες και καλλιτέχνες, οι οποίες συχνά πραγματοποιούνταν με παρότρυνση των εκάστοτε διευθυντών. Επίσης, με τη συμβολή των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, καθώς και με αγορές.
Η συγκρότηση της συλλογής Γλυπτικής και η παρουσίαση των έργων στο κοινό είναι στενά συνδεδεμένες με την ιστορία του μουσείου και τις προσπάθειες επίλυσης βασικών προβλημάτων, με κυρίαρχο την απόκτηση μόνιμης στέγης.
Τα πρώτα έργα της συλλογής Γλυπτικής
Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1900, η συλλογή Γλυπτικής όμως θεσμοθετήθηκε το 1918, καθώς δεν προβλεπόταν ανάμεσα στις αρχικές συλλογές. Παρόλα αυτά, το 1907 είχε γίνει πρόταση να αγοραστεί ο Ξυλοθραύστης, ένα εμβληματικό έργο του Δημητρίου Φιλιππότη. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης, πρώτος έφορος του μουσείου, προσέφερε τότε 7.000 δραχμές, ο Φιλιππότης όμως δεν δέχθηκε. Ο Ξυλοθραύστης αγοράστηκε το 1908 από τον Δήμο Αθηναίων, για 15.000 δραχμές, και τοποθετήθηκε στην πλατεία της Ρωσικής εκκλησίας. Σήμερα είναι τοποθετημένος στο Ζάππειο, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Το 1918 ψηφίστηκε ο νόμος 1434, ο οποίος στόχευε σε μια γενική αναβάθμιση και αναδιοργάνωση του μουσείου. Έτσι, μεταξύ άλλων, η θέση του εφόρου καταργήθηκε και θεσμοθετήθηκε θέση διευθυντή, την οποία κατέλαβε ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Με τον ίδιο νόμο θεσμοθετήθηκε και η συλλογή Γλυπτικής.
Το 1933 ο Αντώνης Μπενάκης, ιδρυτής του ομώνυμου μουσείου, μέλος και πρόεδρος της Επιτροπής Επίβλεψης της Εθνικής Πινακοθήκης από το 1926 έως τον θάνατό του, το 1954, δώρισε το πρώτο γλυπτό που περιήλθε στην Πινακοθήκη, τον Γυναικείο κορμό του Κώστα Δημητριάδη. Το Καλλιτεχνικό Συμβούλιο, μάλιστα, στην ευχαριστήρια επιστολή του τον χαρακτήρισε εγκαινιαστή της γλυπτοθήκης εν τη Πινακοθήκη. H δωρεά πραγματοποιήθηκε εν όψει της επανέκθεσης της μόνιμης συλλογής Ζωγραφικής το 1934, καθώς, στόχος της διοίκησης του μουσείου ήταν να παρουσιαστούν για πρώτη φορά και γλυπτά. Έτσι, στην έκθεση, η οποία εγκαινιάστηκε στις 24 Μαρτίου 1934 σε χώρους του Πολυτεχνείου, όπου στεγαζόταν προσωρινά η Πινακοθήκη, παρουσιάστηκαν και τα τέσσερα πρώτα γλυπτά της συλλογής: ο Γυναικείος κορμός του Κώστα Δημητριάδη, ο Κάιν του Λουκά Δούκα, επίσης δωρεά του Αντώνη Μπενάκη, ο Ιπποκένταυρος του Θωμά Θωμόπουλου, που δώρισε ο καλλιτέχνης με προτροπή του Ζαχαρία Παπαντωνίου, και το Κεφάλι κόρης του Μιχάλη Τόμπρου, που είχε δωρίσει το υπουργείο Παιδείας.
Ήταν η πρώτη φορά που έργα Ελλήνων γλυπτών παρουσιάζονταν ως μέρος της συλλογής ενός επίσημου φορέα του κράτους.
Ο εμπλουτισμός της συλλογής στη συνέχεια υπήρξε δύσκολος και, έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς. Το 1940 στη συλλογή Γλυπτικής υπήρχαν οκτώ γλυπτά σύγχρονων καλλιτεχνών, καθώς και τα δύο πρώτα έργα του 19ου αιώνα: το Κεφάλι Σατύρου του Γιαννούλη Χαλεπά, που είχε δωρίσει το 1937 η Τράπεζα της Ελλάδος, και η Πηνελόπη του Λεωνίδα Δρόση, που δώρισαν τα Ανάκτορα το 1939.
Η δεκαετία του 1940
Τη δεκαετία του 1940 η λειτουργία της Εθνικής Πινακοθήκης ήταν υποτυπώδης. Το 1941, λόγω επιτάξεως των αιθουσών της, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κτήριο του Πολυτεχνείου, όπου στεγαζόταν από την ίδρυσή της, το 1900, και δεν επανήλθε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, έως το 1968, συνεχείς μεταστεγάσεις σε χώρους ανεπαρκείς και εντελώς ακατάλληλους, που δεν επέτρεπαν την ομαλή λειτουργία της.
Στη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής προτεραιότητα υπήρξε η ασφαλής φύλαξη των έργων, τα οποία μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο και, τα πιο πολύτιμα, στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Διάφορα αντικείμενα, όμως, καθώς και ορισμένα έργα, παρέμειναν στο Πολυτεχνείο. Ανάμεσά τους η Πηνελόπη του Λεωνίδα Δρόση και ο Γυναικείος κορμός του Κώστα Δημητριάδη, που ήταν τοποθετημένα στην είσοδο της πρώην αίθουσας ελληνικών έργων και η μεταφορά τους ήταν δύσκολη λόγω βάρους. Για να προφυλαχθούν, τα έργα τυλίχθηκαν και καλύφθηκαν με σακιά γεμάτα άμμο. Με τον ίδιο τρόπο είχαν προφυλαχθεί και τα γλυπτά του Λούβρου που παρέμειναν στο μουσείο λόγω βάρους, όταν, με το ξέσπασμα του πολέμου, οι συλλογές μεταφέρθηκαν σε διάφορα μέρη για φύλαξη. Ο διευθυντής της Πινακοθήκης, Γεώργιος Στρατηγός, επισκεπτόταν το Πολυτεχνείο για να παρακολουθεί την κατάσταση και, όπως είχε διαπιστώσει, οι Γερμανοί, που είχαν καταλάβει το κτήριο δεν είχαν πειράξει τίποτα. Όταν όμως εγκαταστάθηκαν εκεί οι Ιταλοί, διαπίστωσε ότι μερικά σακιά είχαν αφαιρεθεί για να χρησιμοποιηθούν ως κάθισμα, ενώ στη συνέχεια, για να ερευνηθεί μήπως κρύβονταν όπλα ή κάτι άλλο. Το έργο του Δημητριάδη μάλιστα είχε γδαρσίματα, τα οποία είχαν προέλθει από τις αρβύλες, αφού βρέθηκαν και τα αποτυπώματα της σόλας. Επειδή φοβόταν ότι θα αφαιρούσαν όλα τα σακιά, αποφάσισε, με τη σύμφωνη γνώμη του υπουργείου, να μεταφερθεί το έργο στο εργαστήριο του Δημητριάδη, ενώ η Πηνελόπη να παραμείνει στην ίδια θέση, που ήταν από χρόνια. Ο Γυναικείος κορμός επιστράφηκε στην Πινακοθήκη το 1951.
Παρόλα αυτά, το 1949, με το κληροδότημα του Νικολάου Ηλιόπουλου, η συλλογή Γλυπτικής εμπλουτίστηκε με πέντε πολύ αξιόλογα γλυπτά του 19ου αιώνα: τον Βοσκό με κατσικάκι του Γεωργίου Φυτάλη και Το Πνεύμα του Κοπέρνικου, τον Νάρκισσο, την Ηχώ και Το παιδί με το κάβουρα του Γεωργίου Βρούτου. Tα γλυπτά προέρχονταν από την έπαυλη Θων, που είχε καταστραφεί τον Δεκέμβριο του 1944. Μαζί με τα έργα των Ελλήνων γλυπτών, στην Εθνική Πινακοθήκη περιήλθε και η Νύμφη, του Γερμανού νεοκλασικιστή γλύπτη Λούντβιχ Σβάντχαλερ. Επιπλέον, αμέσως μετά τον θάνατο του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη το 1943, ξεκίνησαν ενέργειες, που υποστηρίχθηκαν και από τη διοίκηση της Πινακοθήκης, για τη διάσωση του έργου του. Με την ψήφιση του νόμου 1469 το 1950, οι ενέργειες αυτές κατέληξαν στη δωρεά 271 έργων του από τη σύζυγό του, Σόνια, τα οποία όμως παρελήφθησαν το 1979.
Η εδραίωση της συλλογής Γλυπτικής και η έκθεση των γλυπτών
Η ουσιαστική εδραίωση της συλλογής Γλυπτικής συμπίπτει με την έναρξη εδραίωσης της Εθνικής Πινακοθήκης την περίοδο 1949-1971, με διευθυντή τον Μαρίνο Καλλιγά.
Ο εμπλουτισμός της συλλογής έγινε κυρίως με δωρεές, ο Μαρίνος Καλλιγάς όμως καθιέρωσε μια συστηματική πολιτική αγορών και για τη γλυπτική, πραγματοποιώντας την πρώτη αγορά το 1951. Έτσι, διαμορφώθηκε μια πληρέστερη εικόνα, από τους Επτανήσιους και τους πρώτους νεοκλασικιστές γλύπτες του 19ου αιώνα έως τη σύγχρονη εποχή.
Επιπλέον, μετά από δεκατρία χρόνια, η Εθνική Πινακοθήκη άρχισε και πάλι να παρουσιάζει έργα από τις συλλογές της σε περιοδικές εκθέσεις. Οι εκθέσεις οργανώνονταν από το 1953 έως το 1959 σε αίθουσες του Ζαππείου μεγάρου, καθώς το μουσείο δεν είχε ακόμη μόνιμη στέγη. Στις εκθέσεις αυτές, από το 1954 έως το 1957, παρουσιάζονταν και τα πιο χαρακτηριστικά γλυπτά.
Την περίοδο 1956-1968 ορισμένα γλυπτά ήταν ίσως προσιτά στο κοινό στον υπαίθριο χώρο των στρατώνων του Πυροβολικού, στη γωνία των οδών Ριζάρη και Βασιλίσσης Σοφίας, όπου στεγαζόταν προσωρινά η Πινακοθήκη.
Η παρουσίαση των γλυπτών στο κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης
Μετά τη διακοπή των εκθέσεων στο Ζάππειο, γλυπτά παρουσιάστηκαν και πάλι το 1970, όταν εγκαινιάστηκε το πρώτο τμήμα του κτηρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, του οποίου η θεμελίωση είχε γίνει το 1964 και η ανέγερση είχε ολοκληρωθεί το 1968. Το κτήριο εγκαινιάστηκε με μια μεγάλη έκθεση έργων του Νικολάου Γύζη, για τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από το θάνατό του. Συγχρόνως παρουσιάστηκε μικρός αριθμός έργων ζωγραφικής και χαρακτικής ξένων και ελλήνων καλλιτεχνών, αντικείμενα και έπιπλα, καθώς και 17 γλυπτά.
Στόχος του Μαρίνου Καλλιγά όμως ήταν η μόνιμη και αυτόνομη παρουσίαση των γλυπτών. Γι’ αυτό και η προκήρυξη για την ανέγερση του κτηρίου της Εθνικής Πινακοθήκης, που δημοσιεύθηκε το 1956, περιλάμβανε ιδιαίτερο χώρο για τη Γλυπτική. Στην πράξη όμως αυτό δεν εφαρμόστηκε παρά το 1986, όταν πλέον η λειτουργία του μουσείου είχε ομαλοποιηθεί, καθώς, από τις 17 Μαΐου 1976, είχαν γίνει τα επίσημα εγκαίνια, με διευθυντή τον Δημήτρη Παπαστάμο.
Στα εγκαίνια του κτηρίου της Εθνικής Πινακοθήκης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μια πιο αντιπροσωπευτική έκθεση των συλλογών, στην οποία περιλαμβάνονταν και 77 γλυπτά. Η έκθεση συνοδευόταν από κατάλογο με τα έργα της ζωγραφικής, ενώ για τη γλυπτική εκδόθηκε δίγλωσσο δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο.
Μετά τα εγκαίνια, τα περισσότερα γλυπτά αποσύρθηκαν, ορισμένα παρέμειναν στη μόνιμη έκθεση, ανάμεσα στα έργα της ζωγραφικής, ενώ άλλα στον κήπο και στην είσοδο του μουσείου.
Η πρώτη Γλυπτοθήκη της Εθνικής Πινακοθήκης
Η λύση για ολοκληρωμένη και αυτόνομη παρουσίαση των γλυπτών δόθηκε χάρη στη ζωγράφο και χαράκτρια Κούλα (Βασιλική) Μπεκιάρη-Βεκρή, η οποία, στη μνήμη των γονέων της, ανέλαβε τη δαπάνη. Έτσι, το 1986, ιδρύθηκε η πρώτη Γλυπτοθήκη, σε δύο ανεξάρτητους χώρους του μουσείου, στο ισόγειο του δεύτερου κτηρίου, όπως προβλεπόταν και στη μακέτα του κτηρίου. Οι δύο χώροι έφεραν την επιγραφή «Αίθουσα Βασιλείου και Άννας Μπεκιάρη». Η έκθεση εκτεινόταν και στον κήπο και οι επισκέπτες μπορούσαν να παρακολουθήσουν την αρχή και την εξέλιξη της Νεοελληνικής Γλυπτικής έως το 1940. Την επιστημονική παρουσίαση ανέλαβε η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Όλγα Μεντζαφού. Για τη διαμόρφωση της έκθεσης εργάστηκαν αρχικά οι αρχιτέκτονες Άλκηστις και Τάσος Γεωργόπουλος και στη συνέχεια οι αρχιτέκτονες Αλέξης Κατσαμπέκης και Θοδωρής Τσιτρούλης.
Στο μεταξύ, η συλλογή είχε εμπλουτιστεί θεαματικά, κυρίως με έργα σύγχρονων γλυπτών, ακολουθώντας τη γενικότερη αντίληψη εμπλουτισμού των συλλογών του μουσείου με έργα παλαιότερης, αλλά και σύγχρονης ελληνικής τέχνης.
Η πρώτη Γλυπτοθήκη παρέμεινε ανοιχτή έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μετά τη διακοπή της λειτουργίας της, η έκθεση γλυπτών περιορίστηκε στον κήπο και την κεντρική είσοδο του μουσείου.
Η Γλυπτική στη μόνιμη έκθεση Ζωγραφικής
Το 1992 τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης ανέλαβε η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.
Κατά τη διάρκεια της θητείας της η συλλογή Γλυπτικής εμπλουτίστηκε, μεταξύ άλλων, με δύο μεγάλα κληροδοτήματα, της Μπέλλας Ραφτοπούλου και της Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, με μία σημαντική δωρεά του Ιωάννη Αβραμίδη, καθώς και με τη μεγάλη συλλογή έργων του Χρήστου Καπράλου, που προήλθαν από τη συγχώνευση του Ιδρύματος Χρήστου και Σούλης Καπράλου με την Εθνική Πινακοθήκη.
Το 2000 έγινε επανέκθεση της μόνιμης συλλογής Ζωγραφικής στους ανακαινισμένους χώρους του μουσείου, σύμφωνα με την μουσειογραφική μελέτη της Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα. Στην επανέκθεση εντάχθηκαν και 57 γλυπτά, όχι με σκοπό μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της νεοελληνικής γλυπτικής, αλλά ως αντιπροσωπευτικές δημιουργίες συγκεκριμένων περιόδων και τάσεων, σε μια παράλληλη παρουσίαση με τη ζωγραφική.
Η ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης
Το 1992 τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης ανέλαβε η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.
Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα έθεσε από την αρχή ως στόχο την στέγαση και προβολή της συλλογής Γλυπτικής σε αυτόνομο χώρο. Ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε με την ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης το 2004, στο Άλσος Στρατού, στην περιοχή Γουδή.
Η ίδρυση της Εθνικής Γλυπτοθήκης ήταν ένα χρέος προς τη Νεότερη Ελληνική Γλυπτική, που δεν είχε δική της στέγη. Ήταν όμως και ένα χρέος απέναντι στη συλλογή Γλυπτικής της Εθνικής Πινακοθήκης, που με μεγάλες δυσκολίες θεσμοθετήθηκε, εμπλουτίστηκε, διαφυλάχθηκε και παρουσιάζεται στο κοινό σε μόνιμη στέγη, αποτυπώνοντας με χαρακτηριστικά έργα την αρχή και την εξέλιξη της Νεοελληνικής Γλυπτικής.
Τα κτήρια και ο υπαίθριος χώρος της Εθνικής Γλυπτοθήκης
Η Εθνική Γλυπτοθήκη καταλαμβάνει υπαίθριο χώρο επτά στρεμμάτων και στεγάζεται σε δύο ιστορικά κτήρια των αρχών του 20ού αιώνα, τα οποία ανήκαν άλλοτε στους στάβλους του ιππικού του βασιλιά Γεωργίου Α’. Το κτήριο Α φιλοξενεί τη μόνιμη έκθεση Γλυπτικής, ενώ το κτήριο Β προορίζεται για περιοδικές εκθέσεις. Ο υπαίθριος χώρος έχει δώσει τη δυνατότητα δημιουργίας ενός πάρκου γλυπτικής, με την έκθεση μεγάλων έργων.
Τα κτήρια εκμισθώθηκαν από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, ανακαινίστηκαν με τη βοήθεια κοινοτικών πόρων και μετατράπηκαν σε εκθεσιακούς χώρους χάρη σε μια γενναία δωρεά του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».
Με την επιλογή των βασιλικών στάβλων αξιοποιήθηκαν δύο ιστορικά κτήρια. Συγχρόνως, αναβίωσε μια πρακτική του 18ου και 19ου αιώνα, όταν ηγεμόνες και βασιλείς μετέτρεπαν τους βασιλικούς στάβλους σε χώρους έκθεσης των συλλογών τους, προκειμένου το κοινό να μπορεί να τις επισκεφθεί.
Τα εγκαίνια της Εθνικής Γλυπτοθήκης
Η Εθνική Γλυπτοθήκη εγκαινιάστηκε στις 26 Ιουλίου 2004, με αναδρομική έκθεση του Χενρι Μουρ στο κτήριο Α και με τα μνημειακά γλυπτά σε ξύλο του Χρήστου Καπράλου στο κτήριο Β. Αιολικά και Σπείρες του Τάκι τοποθετήθηκαν στον υπαίθριο χώρο, όπου παρέμειναν ως δάνεια διαρκείας έως το 2013.
Η έκθεση της μόνιμης συλλογής Γλυπτικής
Στις 27 Ιουνίου 2006 εγκαινιάστηκε η μόνιμη έκθεση της Νεοελληνικής Γλυπτικής, στην οποία, για πρώτη φορά, παρουσιάζεται μια ολοκληρωμένη εικόνα της Συλλογής και σε αυτόνομο χώρο. Για πρώτη φορά, επίσης, εκδόθηκε εμπεριστατωμένος κατάλογος της Συλλογής Γλυπτικής, ο οποίος κυκλοφορεί και σε αγγλική έκδοση.
Τη μουσειογραφική μελέτη της έκθεσης και τη συγγραφή του καταλόγου ανέλαβε η επιμελήτρια Τώνια Γιαννουδάκη. Τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της έκθεσης, οι αρχιτέκτονες και καθηγητές Πάνος Τζώνος και Γιώργος Παρμενίδης και η αρχιτέκτων Christine Longuépée.
Τη δαπάνη της ιδιαίτερα απαιτητικής παρουσίασης των γλυπτών και της έκδοσης του καταλόγου ανέλαβε, για μια ακόμη φορά, το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος».
Η έκθεση αποτελείται από δώδεκα ενότητες, που αποτυπώνουν την αρχή και την εξέλιξη της Νεοελληνικής Γλυπτικής έως τις μέρες μας. Οι ενότητες συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα τοίχου, ενώ ψηφιακοί σταθμοί πληροφόρησης και κώδικες QR, με τη χρήση φορητών συσκευών, παρέχουν στους επισκέπτες περισσότερες πληροφορίες για κάθε γλυπτό. Στην είσοδο της έκθεσης, ανεξάρτητα από τα ελληνικά έργα, και στον εξωτερικό χώρο, παρουσιάζονται επίσης έξι χαρακτηριστικές δημιουργίες σημαντικών ξένων γλυπτών.
Η συλλογή Γλυπτικής συνεχίζει να εμπλουτίζεται. Στόχος πλέον είναι η επέκταση και ο εμπλουτισμός της υπάρχουσας έκθεσης, ώστε το κοινό να έχει τη δυνατότητα να γνωρίσει καλύτερα το έργο παλαιότερων, αλλά και νεότερων καλλιτεχνών.
Συντελεστές – Πηγές
Ιδέα, κείμενα, υλοποίηση
Δρ Τώνια Γιαννουδάκη
Επιμελήτρια της Συλλογής Γλυπτικής
Φωτογραφίες
Σταύρος Ψηρούκης
Φωτογραφικό εργαστήριο ΕΠΜΑΣ
Θάλεια Κυμπάρη
Αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου (Βασίλης Ψηρούκης)
Ευχαριστώ θερμά τους συναδέλφους μου για την υποστήριξη και την άψογη συνεργασία, καθώς και τον αρχιτέκτονα Μάριο Μιχαηλίδη για την πολύτιμη βοήθειά του κατά την προετοιμασία αυτής της παρουσίασης.
Τώνια Γιαννουδάκη
Πηγές
Αρχείο Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Αντωνία Γιαννουδάκη, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη. Η συλλογή νεοελληνικής γλυπτικής και η ιστορία της 1900-2006, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ιστορίας της Τέχνης, Θεσσαλονίκη, 2009
https://www.didaktorika.gr/eadd/browse?type=author&order=ASC&sort_by=2&rpp=20&value=%CE%93%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7%2C++%CE%91%CE%BD%CF%84%CF%89%CE%BD%CE%AF%CE%B1+%CE%A0.