Ο θρήνος για τον χαμένο ναυτικό
Ο Δημοκλείδης ήταν νέος, σχεδόν έφηβος, όταν κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα πάνω σε μια πολεμική τριήρη. Πώς άραγε να έσβησε η ζωή του τόσο πρόωρα; Σε μια ένδοξη ναυμαχία ή σε μια άδοξη θαλασσοταραχή; Τώρα τον βλέπουμε να κάθεται συλλογισμένος στην κυρτή πλώρη του πλοίου, ατενίζοντας την απεραντοσύνη του υγρού τάφου του, με το κεφάλι ακουμπισμένο στοχαστικά στο δεξί του χέρι. Πλάι του έχει αποθέσει, αχρείαστα πια, τα όπλα του, ασπίδα και περικεφαλαία, που υποδηλώνουν την ιδιότητα του οπλίτη, που τον ακολουθεί ακόμη και στον άλλο κόσμο.
Τι είναι άραγε αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστή, τόσο συνταρακτική και τόσο σύγχρονη αυτή την ταπεινή μικρή επιτύμβια στήλη των αρχών του 4ου αιώνα, ανάμεσα στα αριστουργήματα που την περιβάλλουν, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο; Ο αρχαίος γλύπτης είχε την τολμηρή έμπνευση να υποβάλει την ιδέα του άπειρου πόντου μικραίνοντας τη μορφή του ναύκληρου, τοποθετώντας την ψηλά στον εικονιστικό χώρο και αφήνοντας ένα μεγάλο κενό να καταλάβει με τη σιωπή του τη μεγαλύτερη έκταση της στήλης. Αυτό το κενό είναι που συμπυκνώνει τη δραματικότητα της αφήγησης. Δεν μας μιλάει μόνο για την απεραντοσύνη του πελάγους, αλλά και για τη σιωπή, τη μοναξιά, για τον πόνο του άγουρου θανάτου, για τον άταφο νεκρό, για την ανεπούλωτη πληγή των προσφιλών προσώπων, που δεν μπόρεσαν να τον στολίσουν, να τον θρηνήσουν και να τον ενταφιάσουν όπως του άξιζε.
Ακόμη και αν αυτός ο κενός χώρος ήταν βαμμένος αρχικά γαλάζιος, συμβολίζοντας τη θάλασσα, όπως υποθέτουν οι αρχαιολόγοι, δεν παύει να αποτελεί μια πολύ τολμηρή επιλογή. Σήμερα θα ονομάζαμε αυτή τη σύνθεση «minimal», μια πολύ πρώιμη έκφραση της τέχνης του ελάχιστου. Μια σύνθεση με τόσο πυκνή δραματικότητα δεν θα ήταν νοητή στον κλασικό 5ο αιώνα, όταν ο πολίτης αισθανόταν ασφαλής μέσα στα προστατευτικά όρια της πόλης του. Μετά τη μακεδονική επέκταση και αργότερα μετά τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την έκρηξη των ορίων του τότε γνωστού κόσμου, ο πολίτης μεταμορφώνεται σε άτομο και η τέχνη εκφράζει πλέον τη μοναξιά, την αγωνία και την ανασφάλειά του. Δεν είναι τυχαίο ότι η στήλη του Δημοκλείδη ήταν ένα από τα ελάχιστα αρχαία έργα που επέλεξε ο διαπρεπής ιστορικός της τέχνης Jean Clair για να εικονογραφήσει το θέμα της «Μελαγχολίας» στην ομώνυμη μνημειώδη έκθεση, που οργάνωσε στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 2005 (Grand Palais, Οκτ.2005- Ιαν.2006).
Άραγε ο Δημήτριος, ο πατέρας του αδικοχαμένου ναύκληρου, μπόρεσε πράγματι να θρηνήσει και να θάψει το νεκρό παλικάρι, ή τοποθέτησε αυτή την τόσο συγκινητική στήλη πάνω σε ένα κενοτάφιο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τρεις αιώνες αργότερα ο Ρωμαίος ποιητής Οράτιος αφιερώνει μια ωδή του σε ένα ναυαγό, που παρακαλεί τους περαστικούς ναυτικούς να μην τον αφήσουν άταφο (Οράτιος, Ωδές, Βιβλίο I΄, ΧΧVIII).
Ο θρήνος του χαμένου στην απεραντοσύνη της θάλασσας ναυτικού μας οδηγεί σε ένα άλλο έργο τέχνης με ανάλογο θέμα: Το Ψαριανό μοιρολόι (π.1888) του Νικηφόρου Λύτρα, ένα πίνακα που αφηγείται με αφοπλιστική απλότητα, αμεσότητα και αλήθεια μια σκηνή που οι κάτοικοι των νησιών μας τη βίωναν πολύ συχνά. Σε ένα φτωχικό νησιώτικο σπίτι, γυναίκες και παιδιά έχουν συγκεντρωθεί για να θρηνήσουν σιωπηλά τον ναυτικό που χάθηκε στη θάλασσα. Κάθονται κυκλικά, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, γύρω από ένα κόκκινο σκούφο, που συμβολίζει τον απόντα νεκρό. Ο πατέρας, τραγική μορφή, εικονίζεται σκυφτός, μονάχος, στο σκιερό δεξιό μέρος της σκηνής. Ένα πρόχειρο εικονοστάσι έχει στηθεί πάνω σε μια καρέκλα στο δεξί άκρο της κυκλικής σύναξης. Το αναποδογυρισμένο σκαμνί στο πρώτο επίπεδο συμβολίζει την απουσία του νεκρού, ενώ λειτουργεί και συνθετικά τονίζοντας την τρίτη διάσταση του χώρου. Η σκηνή αποπνέει ένα συγκρατημένο αλλά διαβρωτικό αίσθημα τραγικότητας. Το έργο έχει ζωγραφιστεί σε μια ενιαία καστανόχρωμη τονικότητα όπου το μόνο ζωηρό χρώμα είναι ο κόκκινος σκούφος του νεκρού ναυτικού. Σκιτσάροντας αφαιρετικά με αραιωμένο χρώμα και με μια σίγουρη ελεύθερη γραφή τις μορφές του, ο Λύτρας αποδεικνύεται εδώ ιδιαίτερα τολμηρός.
Το Ψαριανό μοιρολόι είναι ένα έργο πολυσήμαντο για την ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, όχι μόνο γιατί συνδυάζει μια αυθεντική συγκίνηση με μια απροσδόκητα μοντέρνα γραφή, αλλά κυρίως γιατί μας δίνει μια αληθινή εικόνα της ζωής του λαού, που δεν έχει καμιά σχέση με τις νοσταλγικές, εξιδανικευμένες και συχνά γλυκερές ηθογραφικές σκηνές των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου.
Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα
Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης
Διευθύντρια Εθνικής Πινακοθήκης- Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου