Φρόσω Ευθυμιάδη-Μενεγάκη (1911-1995)
Ικέτιδες, [1958]
Σφυρήλατο σίδερο, 92 x 42 x 16 εκ.
Αρ. έργου 9150
Κληροδότημα Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη
Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Αθήνα, Ελλάδα
Η γυναικεία φιγούρα, ως κοινή καθημερινή παρουσία, χορεύτρια, μυθολογική ή θρησκευτική μορφή, πρωταγωνιστεί σε πλήθος μικρών ή μεγάλων συνθέσεων της Φρόσως Ευθυμιάδη. Ξεκινώντας από τη ρεαλιστική απόδοση, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στράφηκε σε μια πολύ αφαιρετική κατεύθυνση, που χαρακτηρίζεται από απλοποιημένη, έντονα σχηματοποιημένη, σε ορισμένες περιπτώσεις υπαινικτική απόδοση των θεμάτων.
Χαρακτηριστικό έργο από την άποψη αυτή είναι οι Ικέτιδες, που φιλοτέχνησε το 1958 σε σφυρήλατο σίδερο. Με εντυπωσιακή εκφραστική οικονομία και με έμφαση στη συνολική εντύπωση, δύο οριακά αναγνωρίσιμες γυναικείες φιγούρες με χιτώνα, τοποθετημένες σχεδόν παράλληλα, σχεδόν επίπεδες, υψώνουν τα χέρια σε χαρακτηριστική στάση ικεσίας. Πηγή έμπνευσης υπήρξε προφανώς η ομώνυμη τραγωδία του Αισχύλου, σύμφωνα με την οποία οι Δαναΐδες, μαζί με τον πατέρα τους, Δαναό, προσφεύγουν ως ικέτιδες στο Άργος, ζητώντας προστασία για να αποφύγουν έναν αιμομικτικό γάμο με τους γιους του Αιγύπτου, που ήταν ξαδέρφια τους. Ο βασιλιάς του Άργους, Πελασγός, αντιμετωπίζοντας αρχικά δίλημμα, πείθεται τελικά να τις δεχτεί, έχοντας εξασφαλίσει συγχρόνως τη συναίνεση των πολιτών. Όταν οι γιοι του Αιγύπτου, καταδιώκοντας τις Δαναΐδες, φτάνουν στην πόλη, ο βασιλιάς και οι πολίτες του Άργους τις προστατεύουν. Οι Δαναΐδες εγκαθίστανται τελικά στη Θήβα, ευχαριστούν την πόλη που τις δέχτηκε και παρακαλούν τον Δία να τις προστατεύει.
Με αφορμή την τραγωδία του Αισχύλου, το έργο μετατρέπεται σε διαχρονικό σύμβολο κάθε ικέτιδας και ικέτη – γυναίκας, πρόσφυγα, μετανάστη, αδύναμου – που ζητά προστασία, προκαλώντας αυθόρμητα συσχετισμούς με τη σημερινή εποχή.
Φρόσω Ευθυμιάδη-Μενεγάκη
(Κωνσταντινούπολη 1911-Αθήνα 1995)
Η Φρόσω Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 1922, όμως, κατέφυγε με την οικογένειά της στην Αθήνα. Την περίοδο 1930-1933 σπούδασε κεραμική και πηλογλυπτική στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Αυστριακού Μουσείου Τέχνης και Βιομηχανίας στη Βιέννη. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1933 και άρχισε να επισκέπτεται περιοχές στις οποίες εργάστηκαν οι αρχαίοι Έλληνες κεραμοπλάστες, συλλέγοντας ένα μεγάλο αριθμό από διαφορετικά είδη πηλού. Το 1945 πήγε στο Παρίσι και παρακολούθησε μαθήματα κοντά στον Μαρσέλ Ζιμόν. Το διάστημα 1947-1949 έζησε στην Αργεντινή, όπου δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά, ενώ μελέτησε τον πολιτισμό των Ίνκας και την τέχνη των Ινδιάνων. Τον Ιούνιο του 1949 επέστρεψε στην Ελλάδα, ενώ κατά το διάστημα 1953-1967 ταξίδεψε και πάλι σε χώρες της Αμερικής, στην Αίγυπτο, την Ιαπωνία, την Ινδία, την Ταϋλάνδη, το Μπαλί, την Κίνα, την Καμπότζη, την Ιάβα, το Ιράκ, το Νεπάλ και την Περσία. Το 1974 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου της, ενώ το 1980 ήταν η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε να εκλεγεί μέλος της.
Παρουσίασε το έργο της σε ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έλαβε μέρος σε ομαδικές και διεθνείς διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων η Διεθνής Έκθεση Κεραμικής στις Κάννες το 1955, η Διεθνής Έκθεση Σύγχρονης Γλυπτικής στο Μουσείο Ροντέν το 1956 και το 1961, η Παγκόσμια έκθεση της Νέας Υόρκης και τα Παναθήναια της Συγχρόνου Γλυπτικής στην Αθήνα το 1965 το Σαλόν της Νέας Γλυπτικής στο Παρίσι το 1968 και 1969, καθώς και οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1959, όπου κέρδισε το πρώτο βραβείο, και της Αλεξάνδρειας το 1965.
Έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950 η Φρόσω Ευθυμιάδη εργαζόταν αποκλειστικά με τερακότα. Με ρεαλιστικό ύφος φιλοτέχνησε προτομές και ολόσωμες μορφές, αγγεία και ειδώλια, κυρίως όμως ένα σημαντικό αριθμό ζώων και πουλιών, γεγονός που την καθιστά τη μοναδική γλύπτρια στην Ελλάδα που ασχολήθηκε τόσο εκτεταμένα με τη ζωοπλαστική. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το ύφος της έγινε έντονα αφαιρετικό, ενώ το 1955 εγκατέλειψε την τερακότα και στράφηκε στη χρήση του μετάλλου. Ενώνοντας με ηλεκτροκόλληση ή οξυγονοκόλληση φύλλα ή βέργες ορείχαλκου ή σίδερου, τα οποία σφυρηλατούσε η ίδια, και κινούμενη στο ίδιο θεματικό πεδίο, δημιούργησε συνθέσεις αφαιρετικές ή αφηρημένες, άλλοτε στατικές και άλλοτε με μια λανθάνουσα κίνηση, στην ανάδειξη των οποίων σημαντικό ρόλο παίζει επίσης το κενό.
Τώνια Γιαννουδάκη
Επιμελήτρια της συλλογής
Νεοελληνικής και Ευρωπαϊκής Γλυπτικής
Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Efthymiadi-Menegaki Frosso (Istanbul 1911-Athens 1995)
Suppliants, [1958]
Hammered iron, 92 x 42 x 16 cm
inv. no. Π.9150
Frosso Efthymiadi-Menegaki Bequest
National Gallery-Alexandros Soutsos Museum, Athens, Greece
The female figure—whether as an everyday presence, dancer, mythological, or religious form—takes center stage in a multitude of small and large compositions by Frosso Efthymiadi. Beginning with a realistic rendering, in the early 1950s the artist shifted toward a highly abstract direction characterized by simplified, strongly stylized, and, in some cases, allusive depictions of her subjects.
A work characteristic of this approach is The Suppliants, created in 1958 in hammered iron. With striking expressive economy and an emphasis on the overall impression, two barely recognizable female figures in tunics, standing side by side in close proximity, their forms nearly parallel and almost two-dimensional, raise their hands in a characteristic gesture of supplication. The source of inspiration was evidently the eponymous tragedy by Aeschylus, in which the Danaids, along with their father Danaus, take refuge as suppliants in Argos—seeking protection to avoid a marriage that would mix their blood with that of the sons of Aegyptus, who were their cousins. The king of Argos, Pelasgus, initially confronted with a dilemma, is ultimately persuaded to accept them after securing the consent of his citizens. When the sons of Aegyptus, pursuing the Danaids, arrive at the city, the king and the citizens of Argos protect them. The Danaids eventually settle in Thebes, thank the city that received them, and beseech Zeus to protect them.
Inspired by Aeschylus’ tragedy, this work becomes a timeless symbol of every suppliant—woman, refugee, migrant, the vulnerable—who seeks protection, evoking immediate associations with the present day.
Frosso Efthymiadi-Menegaki
(Istanbul 1911-Athens 1995)
Frosso Efthymiadi was born in Istanbul. She came to Athens with her family in 1922. During 1930-1933, she studied pottery at the Vienna Arts and Crafts School. Returning to Athens in 1933, she visited regions in which ancient Greek potters worked, collecting a great number of different clay types. In 1945, she went to Paris and worked with Marcel Gimond. During 1947-1949 she lived in Argentina, where she studied the Inca and Indio art and culture. In June 1949, she returned to Greece; during 1953-1967 she travelled once again to the Americas as well as Egypt, Japan, India, Thailand, Bali, China, Cambodia, Java, Iraq, Nepal and Persia. In 1974, the Academy of Athens honoured her for her work and in 1980 she became the first woman nominated as an Academy member.
Her work has been shown in solo exhibitions in Greece and around the world. She also participated in group and international events, including the 1955 International Ceramics Fair in Cannes, the international contemporary sculpture exhibitions held in the Musée Rodin in 1956 and 1961, the 1965 International Sculpture Panathenaia exhibition in Athens and the New York World Fair of the same year, the Paris Salons de la Jeune Sculpture in 1968 and 1969, as well as the 1959 Sao Paulo Biennale, where she won first prize, and the 1965 Alexandria Biennale.
Until around the mid-1950’s, Frosso Efthymiadi worked exclusively with terracotta, creating busts and full figures, vases and figurines, but above all a substantial number of animals; indeed, she is considered as the first sculptor to pursue animal sculpture in Greece. In 1955, she turned to metal, abandoning at the same time her realistic output and adopting a freer style. Using electric or oxyacetylene welding to join bronze or iron plates or rods which she forged herself, and working within the same thematic field she created abstract compositions, either static or in motion, in which the void plays a prominent role.
Tonia Giannoudaki
Curator
Collection of Modern Greek and European Sculpture
National Gallery-Alexandros Soutsos Museum
English translation by Dimitris Saltabassis