Ο τόπος καταγωγής του τον εξοικείωσε με τα τοπία και το όραμα του Σεζάν. Η επιθυμία του να ζωγραφίσει τον οδήγησε στο Παρίσι, όπου για μεγάλο χρονικό διάστημα έζησε με πολύ δύσκολες συνθήκες. Συνδέθηκε φιλικά με τους Ταλκότ (Tal-Coat) και Φρανσίς Γκρυμπέρ (Francis Gruber). Έμεινε για επτά περίπου μήνες στην περιοχή Biskra στο νότιο Αλγέρι και το 1935 πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι στη Βιέννη, τη Βαρσοβία και τη Μόσχα. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε για ένα διάστημα στη γενέτειρά του και εργάσθηκε στη Βρετάνη. Το 1969 επισκέφτηκε το Μεξικό.

Εξέθεσε για πρώτη φορά στο Παρίσι στο Σαλόνι του Φθινοπώρου το 1932 και στο Σαλόνι των Ανεξαρτήτων την επόμενη χρονιά. Μέχρι τον πόλεμο το 1939 θα εκθέτει πολύ συχνά με την ομάδα «Νέες Δυνάμεις» («Forces Nouvelles»), χωρίς όμως να αποτελεί μέλος της. Εκείνη την περίοδο ξεκινά να ζωγραφίζει τελάρα μεγάλων διαστάσεων. Το 1937 κέρδισε το βραβείο Πωλ-Γκιγιώμ (Paul-Guillaume) που του εξασφάλισε οικονομική άνεση, ώστε να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη ζωγραφική. Του έχουν αφιερωθεί πολλές αναδρομικές εκθέσεις στο Τόκιο, την Οσάκα, το Λονδίνο, τη Βενετία, το Σάο Πάολο και το Μεξικό.

Ασχολήθηκε επίσης με τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, τον σχεδιασμό ταπισερί αλλά και την εικονογράφηση βιβλίων σύγχρονων συγγραφέων.

Στο διάστημα 1933 και 1937 δημιούργησε μία σειρά σχεδίων που απεικονίζουν πρόσωπα με το βλέμμα χαμένο στο κενό. Αργότερα με συντροφιά τον Γκρυμπέρ απομακρύνθηκε από την ομάδα και απομονώθηκε στα δάση της πατρίδας του. Το αποτέλεσμα ήταν πίνακες μικρών διαστάσεων ενδεικτικοί ενός ύφους που θα επηρεάσει τους καλλιτέχνες της γενιάς του. Στη διάρκεια του πολέμου θα γράψει ότι «η εικόνα που έχει για τον κόσμο μεταφράζεται με ιδιαίτερη βιαιότητα, τόσο στη φόρμα των πραγμάτων όσο και στην χρωματιστή όρασή του.» Η φράση του θα υλοποιηθεί στις νεκρές φύσεις αυτής της περιόδου, όπου τα αντικείμενα απεικονίζονται επίπεδα και εξαιρετικά έντονα χρωματισμένα και θα ονομασθούν γιαπωνέζικες. Οι νεκρές φύσεις προετοιμάζουν τις μεγάλες συνθέσεις των «Αρλεζιανών» και των «Λουόμενων», έργα που θα συγκεντρώσουν όλα τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων χρόνων. Στην ίδια εποχή ανήκει μια σειρά τοπίων μικρών διαστάσεων από την γενέτειρά του με χαρακτηριστικό τους το πράσινο βίαιο φως και τον έντονα κόκκινο ουρανό που κυριαρχεί στην εικόνα.

Από το 1948 απομονώνεται και ζει στη Βουργουνδία και την Προβηγκία. Στο έργο του εμφανίζεται μία γραφή ελλειπτική γεμάτη σύμβολα που συγγενεύουν με τα ιερογλυφικά. Θα ακολουθήσει μία σειρά έργων που εμπνέεται από τις ακτές του Ατλαντικού. Το 1960 το ταξίδι του στο Μεξικό εμπλουτίζει το έργο του με νέα θεματογραφία και χρωματική γκάμα.

Μοιραστείτε: